Στον γυάλινο πύργο της Φραγκφούρτης θα είναι αύριο στραμμένα τα βλέμματα όλων, καθώς ο Μάριο Ντράγκι και οι υπόλοιποι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης θα συνεδριάσουν σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, γεωπολιτικών κινδύνων και επιστροφής της μεταβλητότητας στις αγορές. Και το ερώτημα όλων είναι μπορούν οι παραπάνω παράγοντες να ανακόψουν την πορεία της ΕΚΤ πιο «ομαλή» πολιτική ή πλησιάζει η ώρα που η κεντρική τράπεζα θα πει «αντίο» στην εποχή του άφθονου, φθηνού χρήματος;
Η προσοχή στρέφεται πρωτίστως στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, μέσω του οποίου έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα άνω των 2 τρισ. ευρώ. Στο προσκήνιο έρχεται, όμως, δειλά- εν μέσω δηλώσεων και διαψεύσεων- και η συζήτηση για αύξηση του καταθετικού επιτοκίου.
Στη συνεδρίαση της 8ης Μαρτίου η ΕΚΤ τόλμησε την έκπληξη. Απέσυρε από την ανακοίνωσή της την μακροχρόνια δέσμευση για επέκταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, εάν αυτό κριθεί αναγκαίο. Έδωσε έτσι σήμα ότι το τέλος του θα έρθει το αργότερο το Δεκέμβριο, εάν όχι το Σεπτέμβριο. Με την μεταστροφή αυτή στη φρασεολογία οι αγορές άρχισαν να ποντάρουν και σε αύξηση του καταθετικού επιτοκίου μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Έκτοτε όμως άλλαξαν πολλά.
Καθώς μία σειρά μακροοικονομικών δεδομένων αποκάλυπτε ότι η Ευρωζώνη κατεβάζει ταχύτητα σε σχέση με τους δυναμικούς ρυθμούς του 2017 (όταν πέτυχε την καλύτερη επίδοση από το 2007), ο Μάριο Ντράγκι άρχισε να επισημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν θα βιαστεί σε ενέργειες, που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Απέναντί του βέβαια έχει τα «γεράκια», που επιμένουν ότι η επιμονή στην υπερβολικά χαλαρή πολιτική έχει σοβαρές παρενέργειες, από την πίεση των περιθωρίων κέρδους των τραπεζών και την αδυναμία επιβράβευσης των πολιτών- αποταμιευτών έως τον κίνδυνο φούσκας στις αγορές ομολόγων και μετοχών και τον «ηθικό κίνδυνο» χαλάρωσης των προσπαθειών εκ μέρους των κυβερνήσεων.
Αναλυτές της Barclays και της ING σε σημείωματά τους προς τους επενδυτές θεωρούν ότι οι πιθανότητες να δώσει σήμα στην αυριανή συνεδρίαση ο κ. Ντράγκι για αύξηση του καταθετικού επιτοκίου- παραμένει στο -0,4%, είναι αμελητέες, ενώ πιο θολό είναι το τοπίο για τον τερματισμό της ποσοτικής χαλάρωσης.
Ωστόσο υπάρχουν παράγοντες, που ακόμη και ο πιο αυστηρός επικριτής του Ντράγκι δεν μπορεί να αγνοήσει. Ο πρώτος έχει να να κάνει με τις εμπορικές αντιπαραθέσεις. Η Ε.Ε. έχει εξασφαλίσει προσωρινή μόνο εξαίρεση από το καθεστώς των αμερικανικών δασμών και κανείς δεν είναι σίγουρος εάν θα επιτευχθεί συμφωνία με την Ουάσιγκτον έως την 1η Μαΐου, οπότε και εκπνέει η εξαίρεση. Ήδη το οικονομικό κλίμα έχει επιδεινωθεί αισθητά σε αρκετές οικονομίες, εξαιτίας των εμπορικών ανησυχιών. Με την προοπτική ενός εμπορικού πολέμου ευρείας κλίμακας να παραμένει πιθανό σενάριο, την ώρα μάλιστα που Γερμανία και Γαλλία ρίχνουν τον πήχη των προσδοκιών για την ανάπτυξη, η ΕΚΤ ίσως θελήσει να τηρήσει στάση αναμονής.
Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ καλείται επίσης να ζυγίσει τις εξελίξεις στις αγορές. Με την απόδοση του δεκαετούς αμερικανικού κρατικού ομολόγου να υπερβαίνει το 3%, εντείνονται οι πιέσεις και στα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης. Οι αποδόσεις βαίνουν αυξανόμενες τις τελευταίες ημέρες και η φρασεολογία, που θα επιλέξει η κεντρική τράπεζα στην ανακοίνωσή της, όπως και τα όσα θα επισημάνει ο Ντράγκι στη συνέντευξη Τύπου, που θα ακολουθήσει, θα είναι καθοριστικά για την πορεία τους.
Από την άλλη το ισχυρό ευρώ, που δημιουργούσε σοβαρή ανησυχία για πλήγμα στις εξαγωγές, θέτοντας συχνά υπό πίεση και τις μετοχές, φαίνεται το τελευταίο διάστημα να υποχωρεί. Σήμερα καταγράφει το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα καταγράφει πτώση 0,2% έναντι του αμερικανικού νομίσματος, με την ισοτιμία στο 1,22 δολ. ανά ευρώ. Αν και ο δείκτης του ευρώ (που μετράει συνολικά την πορεία του έναντι των άλλων μεγάλων νομισμάτων) παραμένει περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα από τα υψηλά 3,5 ετών στα οποία είχε σκαρφαλώσει στις 8 Μαρτίου, η πτώση των τελευταίων ημερών ίσως δώσει στην ΕΚΤ την ευκαιρία για πιο δυναμικές κινήσεις.