Η αύξηση των φορολογικών συντελεστών κατά τη διάρκεια του 2017 -έτος εφαρμογής της νέας κλίμακας υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης, αύξησης των συντελεστών για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα και ενεργοποίησης του νέου τρόπου υπολογισμού των φόρων για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους- δεν οδήγησε και σε αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Τα έσοδα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης έκλεισαν τελικώς χαμηλότερα το 2017 συγκριτικά με το 2016, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή, ενώ η μείωση θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη αν δεν καταγραφόταν πολύ μεγάλη αύξηση των εσόδων από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Το 2017 ήταν έτος μαζικής επιβολής φορολογικών μέτρων ειδικά στο εισόδημα. Ο συνολικός λογαριασμός αποκλειστικά των φορολογικών μέτρων αυξήθηκε κατά την περυσινή χρονιά στα 5,117 δισ. ευρώ από 3,057 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, κάτι που σημαίνει ότι μόνο πέρυσι ενεργοποιήθηκαν πρόσθετα μέτρα (ή εφαρμόστηκαν παλαιά μέτρα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) περίπου δύο δισ. ευρώ.
Μεταξύ των παρεμβάσεων, ξεχωρίζουν, η αναμόρφωση του κώδικα φορολογίας εισοδήματος (σ.σ. μειώθηκε το αφορολόγητο, ξεκίνησε η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών με βάση την κλίμακα των μισθωτών, αυξήθηκαν οι επιβαρύνσεις για τους έχοντες εισοδήματα στα υψηλότερα κλιμάκια) με (θεωρητική) απόδοση 984 εκατ. ευρώ μέσα στο 2017, η αναμόρφωση των συντελεστών στην κλίμακα υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης (με απόδοση 656 εκατ. ευρώ) και η αύξηση της προκαταβολής φόρου τόσο στους ελεύθερους επαγγελματίες όσο και στα νομικά πρόσωπα.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όμως, δείχνουν ότι σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η απόδοση των φόρων στο εισόδημα και στην περιουσία ήταν μικρότερη το 2017 συγκριτικά με το 2016, παρά το γεγονός ότι σε έτος ανάπτυξης (όπως ήταν το 2017) θεωρητικά αυξάνεται η φορολογητέα ύλη.
Για το σύνολο του 2017, οι φόροι στο εισόδημα και στην περιουσία απέφεραν 18,09 δισ. ευρώ, έναντι 18,13 δισ. ευρώ στο σύνολο του 2016. Τα στοιχεία ανά τρίμηνο δείχνουν ότι η πτώση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν έλειπε η εντυπωσιακή απόδοση του 4ου τριμήνου.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα του α’ τριμήνου από φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία κατέγραψαν μείωση στα 3,383 δισ. ευρώ το 2017 συγκριτικά με τα 3,721 δισ. ευρώ στο α’ τρίμηνο του 2016, στο β’ τρίμηνο υπήρξε νέα μείωση στα 4,918 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 5,148 δισ. ευρώ του β’ τριμήνου του 2016, στο τρίτο τρίμηνο είχαμε περαιτέρω πτώση στα 5,044 δισ. ευρώ από τα 5,166 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2016 και ήρθε το τελευταίο τρίμηνο για να καταγραφεί αύξηση στα 4,745 δισ. ευρώ έναντι 4,095 δισ. ευρώ στο 4ο τρίμηνο του 2016 -με τον ΕΝΦΙΑ να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή την απόδοση- και να περιορίζει το μέγεθος της πτώσης στα έσοδα.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία για την πορεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών, τα έσοδα από τους φόρους στην παραγωγή (σ.σ. όπου εντάσσονται οι φόροι κατανάλωσης, ο φόρος προστιθέμενης αξίας, οι ειδικοί φόροι στις συναλλαγές κ.λπ.) ανήλθαν στα 30,747 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση συγκριτικά με τα 30,42 δισ. ευρώ του 2016. Και πάλι, η αύξηση των 327 εκατ. ευρώ θεωρείται μικρή αν συνυπολογιστεί και η ανάπτυξη του 1,4% που θεωρητικά επηρεάζει θετικά τα έσοδα από τους φόρους στην κατανάλωση αλλά και το γεγονός ότι επιβλήθηκαν πολλά νέα μέτρα και στο σκέλος της έμμεσης φορολογίας.
Μεταξύ αυτών, η αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24% η οποία εφαρμόστηκε για ολόκληρο το έτος και όχι για επτά μήνες όπως συνέβη μέσα στο 2016 (σ.σ. αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η απόδοση του μέτρου εκτιμήθηκε για πέρυσι στα 437 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τα 219 εκατ. ευρώ του 2016), η επιβολή του τέλους στη σταθερή τηλεφωνία και στη συνδρομητική τηλεόραση, η αύξηση του φόρου στα τσιγάρα, η αύξηση του φόρου στα καύσιμα κ.λπ. Και πάλι, η θετική μεταβολή προκύπτει από το καλό 4ο τρίμηνο το οποίο και έφερε τα έσοδα στα 9,45 δισ. ευρώ έναντι 9,289 δισ. ευρώ στο 4ο τρίμηνο του 2016.
Τη διαφορά στα έσοδα έκαναν οι εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμείων. Οι κοινωνικές εισφορές απέδωσαν 25,941 δισ. ευρώ το 2017, έναντι 24,908 δισ. ευρώ κατά το 2016, με τη διαφορά των 1,033 δισ. ευρώ να περιορίζει σημαντικά την αρνητική διαφορά στα συνολικά έσοδα συγκριτικά με το 2016. Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών αποδίδεται περισσότερο στη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας και κατά συνέπεια τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας παρά στα μέτρα για την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Άλλωστε, ο νέος τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών έφερε μείωση εισφορών για το 80% των αυτοαπασχολούμενων και αύξηση μόνο για το 20%, οι οποίοι όμως δηλώνουν και εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς έφερε «φρέσκο χρήμα» στα ταμεία παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες προσλήψεις αφορούσαν θέσεις εργασίας με χαμηλές αποδοχές (γεγονός που καταδεικνύεται και από τη συνεχιζόμενη μείωση της μέσης αμοιβής από μισθωτές υπηρεσίες και μέσα στο 2017).
Με εξαίρεση το τρίτο τρίμηνο του 2017, τα έσοδα από τις κοινωνικές εισφορές παρουσίαζαν αύξηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Έτσι, στο πρώτο τρίμηνο ανήλθαν στα 6,536 δισ. ευρώ από 6,153 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, στο β’ τρίμηνο έφτασαν στα 6,505 δισ. ευρώ από 5,981 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2016, στο τρίτο τρίμηνο καταγράφηκε πολύ μικρή μείωση στα 6,541 δισ. ευρώ από 6,578 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2016, ενώ στο τέταρτο τρίμηνο η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση στα 6,359 δισ. ευρώ από 6,196 δισ. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Οι μεγάλες μειώσεις στα έσοδα του 2017 εντοπίστηκαν σε δύο κατηγορίες: στα λεγόμενα «λοιπά έσοδα», όπου υπήρξε μείωση 1,327 δισ. ευρώ στα 9,502 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 10,829 δισ. ευρώ του 2016 και στις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις οι οποίες περιορίστηκαν στα 2,496 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 3,078 δισ. ευρώ του 2016.
Τα έσοδα σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης έκλεισαν τελικώς χαμηλότερα το 2017 συγκριτικά με το 2016, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Αρχή, ενώ η μείωση θα ήταν σαφώς μεγαλύτερη αν δεν καταγραφόταν πολύ μεγάλη αύξηση των εσόδων από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Το 2017 ήταν έτος μαζικής επιβολής φορολογικών μέτρων ειδικά στο εισόδημα. Ο συνολικός λογαριασμός αποκλειστικά των φορολογικών μέτρων αυξήθηκε κατά την περυσινή χρονιά στα 5,117 δισ. ευρώ από 3,057 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, κάτι που σημαίνει ότι μόνο πέρυσι ενεργοποιήθηκαν πρόσθετα μέτρα (ή εφαρμόστηκαν παλαιά μέτρα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα) περίπου δύο δισ. ευρώ.
Μεταξύ των παρεμβάσεων, ξεχωρίζουν, η αναμόρφωση του κώδικα φορολογίας εισοδήματος (σ.σ. μειώθηκε το αφορολόγητο, ξεκίνησε η φορολόγηση των ελεύθερων επαγγελματιών με βάση την κλίμακα των μισθωτών, αυξήθηκαν οι επιβαρύνσεις για τους έχοντες εισοδήματα στα υψηλότερα κλιμάκια) με (θεωρητική) απόδοση 984 εκατ. ευρώ μέσα στο 2017, η αναμόρφωση των συντελεστών στην κλίμακα υπολογισμού της εισφοράς αλληλεγγύης (με απόδοση 656 εκατ. ευρώ) και η αύξηση της προκαταβολής φόρου τόσο στους ελεύθερους επαγγελματίες όσο και στα νομικά πρόσωπα.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όμως, δείχνουν ότι σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, η απόδοση των φόρων στο εισόδημα και στην περιουσία ήταν μικρότερη το 2017 συγκριτικά με το 2016, παρά το γεγονός ότι σε έτος ανάπτυξης (όπως ήταν το 2017) θεωρητικά αυξάνεται η φορολογητέα ύλη.
Για το σύνολο του 2017, οι φόροι στο εισόδημα και στην περιουσία απέφεραν 18,09 δισ. ευρώ, έναντι 18,13 δισ. ευρώ στο σύνολο του 2016. Τα στοιχεία ανά τρίμηνο δείχνουν ότι η πτώση θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν έλειπε η εντυπωσιακή απόδοση του 4ου τριμήνου.
Συγκεκριμένα, τα έσοδα του α’ τριμήνου από φόρους στο εισόδημα και στην περιουσία κατέγραψαν μείωση στα 3,383 δισ. ευρώ το 2017 συγκριτικά με τα 3,721 δισ. ευρώ στο α’ τρίμηνο του 2016, στο β’ τρίμηνο υπήρξε νέα μείωση στα 4,918 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 5,148 δισ. ευρώ του β’ τριμήνου του 2016, στο τρίτο τρίμηνο είχαμε περαιτέρω πτώση στα 5,044 δισ. ευρώ από τα 5,166 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2016 και ήρθε το τελευταίο τρίμηνο για να καταγραφεί αύξηση στα 4,745 δισ. ευρώ έναντι 4,095 δισ. ευρώ στο 4ο τρίμηνο του 2016 -με τον ΕΝΦΙΑ να συμβάλλει καθοριστικά σε αυτή την απόδοση- και να περιορίζει το μέγεθος της πτώσης στα έσοδα.
Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία για την πορεία των μη χρηματοοικονομικών λογαριασμών, τα έσοδα από τους φόρους στην παραγωγή (σ.σ. όπου εντάσσονται οι φόροι κατανάλωσης, ο φόρος προστιθέμενης αξίας, οι ειδικοί φόροι στις συναλλαγές κ.λπ.) ανήλθαν στα 30,747 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση συγκριτικά με τα 30,42 δισ. ευρώ του 2016. Και πάλι, η αύξηση των 327 εκατ. ευρώ θεωρείται μικρή αν συνυπολογιστεί και η ανάπτυξη του 1,4% που θεωρητικά επηρεάζει θετικά τα έσοδα από τους φόρους στην κατανάλωση αλλά και το γεγονός ότι επιβλήθηκαν πολλά νέα μέτρα και στο σκέλος της έμμεσης φορολογίας.
Μεταξύ αυτών, η αύξηση του ΦΠΑ από το 23% στο 24% η οποία εφαρμόστηκε για ολόκληρο το έτος και όχι για επτά μήνες όπως συνέβη μέσα στο 2016 (σ.σ. αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η απόδοση του μέτρου εκτιμήθηκε για πέρυσι στα 437 εκατ. ευρώ συγκριτικά με τα 219 εκατ. ευρώ του 2016), η επιβολή του τέλους στη σταθερή τηλεφωνία και στη συνδρομητική τηλεόραση, η αύξηση του φόρου στα τσιγάρα, η αύξηση του φόρου στα καύσιμα κ.λπ. Και πάλι, η θετική μεταβολή προκύπτει από το καλό 4ο τρίμηνο το οποίο και έφερε τα έσοδα στα 9,45 δισ. ευρώ έναντι 9,289 δισ. ευρώ στο 4ο τρίμηνο του 2016.
Τη διαφορά στα έσοδα έκαναν οι εισπράξεις των ασφαλιστικών ταμείων. Οι κοινωνικές εισφορές απέδωσαν 25,941 δισ. ευρώ το 2017, έναντι 24,908 δισ. ευρώ κατά το 2016, με τη διαφορά των 1,033 δισ. ευρώ να περιορίζει σημαντικά την αρνητική διαφορά στα συνολικά έσοδα συγκριτικά με το 2016. Η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών αποδίδεται περισσότερο στη συνεχιζόμενη μείωση της ανεργίας και κατά συνέπεια τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας παρά στα μέτρα για την αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Άλλωστε, ο νέος τρόπος υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών έφερε μείωση εισφορών για το 80% των αυτοαπασχολούμενων και αύξηση μόνο για το 20%, οι οποίοι όμως δηλώνουν και εισοδήματα άνω των 20.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της περυσινής χρονιάς έφερε «φρέσκο χρήμα» στα ταμεία παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες προσλήψεις αφορούσαν θέσεις εργασίας με χαμηλές αποδοχές (γεγονός που καταδεικνύεται και από τη συνεχιζόμενη μείωση της μέσης αμοιβής από μισθωτές υπηρεσίες και μέσα στο 2017).
Με εξαίρεση το τρίτο τρίμηνο του 2017, τα έσοδα από τις κοινωνικές εισφορές παρουσίαζαν αύξηση καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Έτσι, στο πρώτο τρίμηνο ανήλθαν στα 6,536 δισ. ευρώ από 6,153 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο του 2016, στο β’ τρίμηνο έφτασαν στα 6,505 δισ. ευρώ από 5,981 δισ. ευρώ στο δεύτερο τρίμηνο του 2016, στο τρίτο τρίμηνο καταγράφηκε πολύ μικρή μείωση στα 6,541 δισ. ευρώ από 6,578 δισ. ευρώ στο τρίτο τρίμηνο του 2016, ενώ στο τέταρτο τρίμηνο η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε αύξηση στα 6,359 δισ. ευρώ από 6,196 δισ. ευρώ στο τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Οι μεγάλες μειώσεις στα έσοδα του 2017 εντοπίστηκαν σε δύο κατηγορίες: στα λεγόμενα «λοιπά έσοδα», όπου υπήρξε μείωση 1,327 δισ. ευρώ στα 9,502 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 10,829 δισ. ευρώ του 2016 και στις κεφαλαιακές μεταβιβάσεις οι οποίες περιορίστηκαν στα 2,496 δισ. ευρώ συγκριτικά με τα 3,078 δισ. ευρώ του 2016.