Έμφαση όχι μόνο στον τουρισμό και την ενέργεια, αλλά και στον πρωτογενή τομέα θα δώσουν οι τράπεζες, εκτιμώντας ότι μπορεί να αναδειχθεί σε ισχυρό εξαγωγικό πλεονέκτημα της ελληνικής οικονομίας.
Δεκαεπτάμισι χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ (1/1/2001) και έντεκα χρόνια μετά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (καλοκαίρι 2007 στις ΗΠΑ), ο πρωτογενής τομέας - τομέας κατ’ εξοχήν εξαρτώμενος από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης - αναδεικνύεται ως χώρος που δυνητικά μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία ιδιαίτερα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά το διάστημα της κρίσης εμφανίζεται αισθητά καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, γεγονός που επιτρέπει κάποια αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές του τομέα, ταυτόχρονα όμως απαιτεί δραστήριες παρεμβάσεις, ώστε η πορεία αυτή να μην παραμείνει ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά να καταστεί δομικό συστατικό της ελληνικής οικονομίας.
Συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα
Σε μελέτη της ΤτΕ για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα για το χρονικό διάστημα 2000-2007 σε 26 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 13 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 9 εξαγωγική ειδίκευση. Για το διάστημα 2008-2017, το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα περιορίζεται σε 21 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 12 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 8 εξαγωγική ειδίκευση.
Όπως διαπιστώνεται, η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος στο βαμβάκι, στο οποίο κατέχει την πρώτη θέση στην κατάταξη των 28 κρατών-μελών της ΕΕ. Χαμηλότερο, αλλά επίσης εξαιρετικά υψηλό, δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος παρουσιάζει στον μη κατεργασμένο καπνό, στο παρθένο ελαιόλαδο, στα φρούτα, καθώς και στις ρίζες και στους σπόρους λαχανικών, όπου επίσης κατέχει την πρώτη θέση.
Η περίπτωση του βαμβακιού είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος δεν είναι απλώς ο υψηλότερος στην ΕΕ-28 (106,56 το διάστημα 2000-2007 και 88,93 το διάστημα 2008-2017), αλλά επιπλέον απέχει κατά πολύ από τον αμέσως επόμενο στην ΕΕ-28, ο οποίος αφορά την Ισπανία και βρίσκεται στο 1,97 και στο 2,37 αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του μη κατεργασμένου καπνού, όπου καταγράφεται σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας κατά το διάστημα 2008-2017, καθώς ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος (ο δεύτερος υψηλότερος μετά από εκείνον που αφορά το βαμβάκι) έχει μειωθεί από 41,33 το διάστημα 2000-2007 σε 16,93 το διάστημα 2008-2017 και ο δείκτης εξαγωγικής ειδίκευσης έχει μειωθεί από 11,83 σε 3,57 (η πρώτη θέση στην ΕΕ-28 ωστόσο διατηρείται και κατά τα δύο εξεταζόμενα χρονικά διαστήματα). Παράλληλα έχει αυξηθεί η εισαγωγική διείσδυση, καθώς ο σχετικός δείκτης έχει μειωθεί από 0,42 το 2000-2007 σε 0,31 το 2008-2017.
Τρίτη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του παρθένου ελαιολάδου, όπου και πάλι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση με αισθητή διαφορά από τις αμέσως επόμενες στον σχετικό δείκτη και κατά τα δύο χρονικά διαστήματα.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι ένας τομέας που κατά τα χρόνια της κρίσης επέδειξε αντοχή, καθώς η πορεία του υπήρξε καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, αλλά και οι μεταποιητικές βιομηχανίες τροφίμων, ποτών και καπνού παρουσίασαν καλύτερη εικόνα εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας. Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφικής θέσης, κλίματος και ποιότητας εδάφους, παράγει ορισμένα προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας σε ποσότητες επαρκείς τόσο για την αγροδιατροφική αυτάρκεια της χώρας όσο και για εξαγωγές (π.χ. το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο αξιολογείται ως το καλύτερο στον κόσμο σε ποιότητα, ενώ σε ποσότητα η Ελλάδα είναι η τρίτη ελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως).
Η Ελλάδα, επίσης, κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ από άποψη συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος τα τελευταία 17 έτη σε 5 κατηγορίες αγροτικών προϊόντων, ενώ κατέχει καλή θέση με κριτήριο τον ίδιο δείκτη στην ίδια ομάδα χωρών σε άλλα 21 αγροτικά προϊόντα.
Πώς μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
Όπως εκτιμάται, υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων μέσω:
-συνένωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων και εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας,
-επενδύσεων στην πλέον σύγχρονη τεχνολογία,
-ηλικιακής ανανέωσης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού,
-σύνδεσης του τουρισμού με τοπικά προϊόντα ποιότητας, την τοπική γαστρονομία και την παράδοση μιας περιοχής,
-ανάληψης πρωτοβουλιών από την πολιτεία και τους εξαγωγικούς φορείς για τη δημιουργία ενός brand name των προϊόντων στο εξωτερικό,
-δημιουργίας χρηματοδοτικών προϊόντων για την ενίσχυση των δυναμικών παραγωγικών μονάδων.
Σημειώνεται ότι ισχυρό μειονέκτημα του ελληνικού αγροτικού κλάδου είναι η πολύ μικρή μέση έκταση ανά εκμετάλλευση και ο πολύ μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων. Συνέπειες αυτών των δύο αρνητικών δεδομένων είναι αφενός το υψηλό κόστος των επενδύσεων (καθώς απαιτούνται δαπανηρές επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό για μικρές εκτάσεις, με αποτέλεσμα ο χρόνος απόσβεσης να εκτείνεται σε πολλά έτη και να μην επιδιώκεται η αντικατάσταση με μηχανικό εξοπλισμό νεότερης τεχνολογίας). Αφετέρου, η κατάτμηση των επιδοτήσεων σε πολλούς μικρούς παραγωγούς που συμπληρώνουν με αυτές τις επιδοτήσεις το εισόδημά τους, ενώ θα μπορούσαν μέσα από συνενώσεις διαφόρων νομικών μορφών (π.χ. ενώσεις προσώπων, συνεταιρισμοί, ανώνυμες εταιρίες κ.λπ.) να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, αυξάνοντας την παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα τρία πρώτα σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα προϊόντα, η μέση καλλιεργούμενη έκταση σπόρων και ινών βαμβακιού φθάνει μόλις τα 6 εκτάρια (60 στρέμματα) στην Ελλάδα και είναι σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι στην αμέσως επόμενη σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα χώρα, την Ισπανία, αλλά και στη Βουλγαρία (12 εκτάρια και στις δύο περιπτώσεις). Το ίδιο συμβαίνει και με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις καπνού, όπου η μέση έκταση είναι 1,4 εκτάρια στην Ελλάδα, έναντι 4,8 εκταρίων στην ΕΕ (στοιχεία από 12 χώρες). Στις ελαιοκαλλιέργειες για παραγωγή λαδιού η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, καθώς η Ελλάδα καταγράφει μέση καλλιεργούμενη έκταση 1,5 εκτάρια, έναντι 2,1 εκταρίων κατά μέσο όρο στις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Μεσογείου (με εξαίρεση την Ισπανία, όπου η μέση καλλιεργούμενη έκταση είναι 5,7 εκτάρια).
Δεκαεπτάμισι χρόνια μετά την ένταξη της χώρας στη ζώνη του ευρώ (1/1/2001) και έντεκα χρόνια μετά την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης (καλοκαίρι 2007 στις ΗΠΑ), ο πρωτογενής τομέας - τομέας κατ’ εξοχήν εξαρτώμενος από την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης - αναδεικνύεται ως χώρος που δυνητικά μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η πορεία ιδιαίτερα της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας κατά το διάστημα της κρίσης εμφανίζεται αισθητά καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, γεγονός που επιτρέπει κάποια αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές του τομέα, ταυτόχρονα όμως απαιτεί δραστήριες παρεμβάσεις, ώστε η πορεία αυτή να μην παραμείνει ένα συγκυριακό φαινόμενο, αλλά να καταστεί δομικό συστατικό της ελληνικής οικονομίας.
Συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα
Σε μελέτη της ΤτΕ για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα, διαπιστώνεται ότι η Ελλάδα παρουσιάζει συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα για το χρονικό διάστημα 2000-2007 σε 26 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 13 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 9 εξαγωγική ειδίκευση. Για το διάστημα 2008-2017, το συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα περιορίζεται σε 21 αγροτικά προϊόντα, εκ των οποίων 12 παρουσιάζουν σχετικά υψηλή εισαγωγική διείσδυση και 8 εξαγωγική ειδίκευση.
Όπως διαπιστώνεται, η Ελλάδα παρουσιάζει εξαιρετικά υψηλό δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος στο βαμβάκι, στο οποίο κατέχει την πρώτη θέση στην κατάταξη των 28 κρατών-μελών της ΕΕ. Χαμηλότερο, αλλά επίσης εξαιρετικά υψηλό, δείκτη εξαγωγικού συγκριτικού πλεονεκτήματος παρουσιάζει στον μη κατεργασμένο καπνό, στο παρθένο ελαιόλαδο, στα φρούτα, καθώς και στις ρίζες και στους σπόρους λαχανικών, όπου επίσης κατέχει την πρώτη θέση.
Η περίπτωση του βαμβακιού είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος δεν είναι απλώς ο υψηλότερος στην ΕΕ-28 (106,56 το διάστημα 2000-2007 και 88,93 το διάστημα 2008-2017), αλλά επιπλέον απέχει κατά πολύ από τον αμέσως επόμενο στην ΕΕ-28, ο οποίος αφορά την Ισπανία και βρίσκεται στο 1,97 και στο 2,37 αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η περίπτωση του μη κατεργασμένου καπνού, όπου καταγράφεται σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας κατά το διάστημα 2008-2017, καθώς ο δείκτης συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος (ο δεύτερος υψηλότερος μετά από εκείνον που αφορά το βαμβάκι) έχει μειωθεί από 41,33 το διάστημα 2000-2007 σε 16,93 το διάστημα 2008-2017 και ο δείκτης εξαγωγικής ειδίκευσης έχει μειωθεί από 11,83 σε 3,57 (η πρώτη θέση στην ΕΕ-28 ωστόσο διατηρείται και κατά τα δύο εξεταζόμενα χρονικά διαστήματα). Παράλληλα έχει αυξηθεί η εισαγωγική διείσδυση, καθώς ο σχετικός δείκτης έχει μειωθεί από 0,42 το 2000-2007 σε 0,31 το 2008-2017.
Τρίτη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή του παρθένου ελαιολάδου, όπου και πάλι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση με αισθητή διαφορά από τις αμέσως επόμενες στον σχετικό δείκτη και κατά τα δύο χρονικά διαστήματα.
Όπως επισημαίνει η ΤτΕ, ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι ένας τομέας που κατά τα χρόνια της κρίσης επέδειξε αντοχή, καθώς η πορεία του υπήρξε καλύτερη εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας, αλλά και οι μεταποιητικές βιομηχανίες τροφίμων, ποτών και καπνού παρουσίασαν καλύτερη εικόνα εκείνης που αφορά το σύνολο της οικονομίας. Η Ελλάδα, λόγω γεωγραφικής θέσης, κλίματος και ποιότητας εδάφους, παράγει ορισμένα προϊόντα εξαιρετικής ποιότητας σε ποσότητες επαρκείς τόσο για την αγροδιατροφική αυτάρκεια της χώρας όσο και για εξαγωγές (π.χ. το ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο αξιολογείται ως το καλύτερο στον κόσμο σε ποιότητα, ενώ σε ποσότητα η Ελλάδα είναι η τρίτη ελαιοπαραγωγός χώρα παγκοσμίως).
Η Ελλάδα, επίσης, κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της ΕΕ από άποψη συγκριτικού εξαγωγικού πλεονεκτήματος τα τελευταία 17 έτη σε 5 κατηγορίες αγροτικών προϊόντων, ενώ κατέχει καλή θέση με κριτήριο τον ίδιο δείκτη στην ίδια ομάδα χωρών σε άλλα 21 αγροτικά προϊόντα.
Πώς μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα
Όπως εκτιμάται, υπάρχουν δυνατότητες περαιτέρω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών αγροτικών προϊόντων μέσω:
-συνένωσης αγροτικών εκμεταλλεύσεων και εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας,
-επενδύσεων στην πλέον σύγχρονη τεχνολογία,
-ηλικιακής ανανέωσης και επιμόρφωσης του εργατικού δυναμικού,
-σύνδεσης του τουρισμού με τοπικά προϊόντα ποιότητας, την τοπική γαστρονομία και την παράδοση μιας περιοχής,
-ανάληψης πρωτοβουλιών από την πολιτεία και τους εξαγωγικούς φορείς για τη δημιουργία ενός brand name των προϊόντων στο εξωτερικό,
-δημιουργίας χρηματοδοτικών προϊόντων για την ενίσχυση των δυναμικών παραγωγικών μονάδων.
Σημειώνεται ότι ισχυρό μειονέκτημα του ελληνικού αγροτικού κλάδου είναι η πολύ μικρή μέση έκταση ανά εκμετάλλευση και ο πολύ μεγάλος αριθμός αυτοαπασχολουμένων. Συνέπειες αυτών των δύο αρνητικών δεδομένων είναι αφενός το υψηλό κόστος των επενδύσεων (καθώς απαιτούνται δαπανηρές επενδύσεις σε μηχανικό εξοπλισμό για μικρές εκτάσεις, με αποτέλεσμα ο χρόνος απόσβεσης να εκτείνεται σε πολλά έτη και να μην επιδιώκεται η αντικατάσταση με μηχανικό εξοπλισμό νεότερης τεχνολογίας). Αφετέρου, η κατάτμηση των επιδοτήσεων σε πολλούς μικρούς παραγωγούς που συμπληρώνουν με αυτές τις επιδοτήσεις το εισόδημά τους, ενώ θα μπορούσαν μέσα από συνενώσεις διαφόρων νομικών μορφών (π.χ. ενώσεις προσώπων, συνεταιρισμοί, ανώνυμες εταιρίες κ.λπ.) να δημιουργήσουν οικονομίες κλίμακας, αυξάνοντας την παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα τρία πρώτα σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα προϊόντα, η μέση καλλιεργούμενη έκταση σπόρων και ινών βαμβακιού φθάνει μόλις τα 6 εκτάρια (60 στρέμματα) στην Ελλάδα και είναι σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι στην αμέσως επόμενη σε συγκριτικό εξαγωγικό πλεονέκτημα χώρα, την Ισπανία, αλλά και στη Βουλγαρία (12 εκτάρια και στις δύο περιπτώσεις). Το ίδιο συμβαίνει και με τις καλλιεργούμενες εκτάσεις καπνού, όπου η μέση έκταση είναι 1,4 εκτάρια στην Ελλάδα, έναντι 4,8 εκταρίων στην ΕΕ (στοιχεία από 12 χώρες). Στις ελαιοκαλλιέργειες για παραγωγή λαδιού η εικόνα είναι κάπως καλύτερη, καθώς η Ελλάδα καταγράφει μέση καλλιεργούμενη έκταση 1,5 εκτάρια, έναντι 2,1 εκταρίων κατά μέσο όρο στις ελαιοπαραγωγούς χώρες της Μεσογείου (με εξαίρεση την Ισπανία, όπου η μέση καλλιεργούμενη έκταση είναι 5,7 εκτάρια).