Στην ολοκλήρωση του τρέχοντος τρίτου προγράμματος στήριξης και την επικείμενη έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια αναφέρεται σε εκτενές της άρθρο η Süddeutsche Zeitung, εκφράζοντας όμως αμφιβολίες για το εάν η χώρα θα μπορέσει να σταθεί όντως μελλοντικά στα πόδια της.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «ανάλυση της Κομισιόν καταδεικνύει πόσο γρήγορα μπορεί να καταρρεύσει ο ελληνικός χάρτινος πύργος. Σύμφωνα με αυτή, ένα μειωμένο κατά 0,7% πλεόνασμα με παράλληλη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης κατά 0,2% και ελαφρά αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης, δεν θα οδηγούσε σε μείωση, αλλά σε αύξηση του χρέους σε πάνω από 230% επί του ΑΕΠ. Το ότι το ΔΝΤ δεν θέλει να είναι συνυπεύθυνο για έναν τόσο εξειδικευμένο υπολογισμό που δεν επιτρέπει περιθώρια απόκλισης […] είναι απολύτως κατανοητό».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «οι υπ. Οικονομικών της Ευρωζώνης φαίνεται να έχουν επίσης μικρή εμπιστοσύνη στη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και περικοπές. Αυτό φαίνεται και από το ότι τα κέρδη που σημειώνει η ΕΚΤ με την αγορά ελληνικών ομολόγων θα επιστρέφονται μόνον όταν η Ελλάδα θα τηρεί το συμπεφωνημένο πρόγραμμα περικοπών και μεταρρυθμίσεων. Άγνωστο εάν αυτό αποτελεί κίνητρο για την Ελλάδα να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις. Στο παρελθόν η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε να αρνηθεί τέτοια πρόσθετα έσοδα από το να υλοποιήσει μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις».
Πάντως, όπως επισημαίνεται, παρά τον κίνδυνο να εξασθενήσουν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος οι προσπάθειες για περικοπές και μεταρρυθμίσεις, «η Ελλάδα θα επιστρέψει στις χρηματαγορές. Διότι για τους ιδιώτες επενδυτές τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα είναι ελάχιστα», αναφέρει η SZ παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στη δόση των 15 δισ. ευρώ που θα προστεθεί στο απόθεμα που διαθέτει η Ελλάδα.
Όπως σημειώνει η εφημερίδα, «ανάλυση της Κομισιόν καταδεικνύει πόσο γρήγορα μπορεί να καταρρεύσει ο ελληνικός χάρτινος πύργος. Σύμφωνα με αυτή, ένα μειωμένο κατά 0,7% πλεόνασμα με παράλληλη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης κατά 0,2% και ελαφρά αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης, δεν θα οδηγούσε σε μείωση, αλλά σε αύξηση του χρέους σε πάνω από 230% επί του ΑΕΠ. Το ότι το ΔΝΤ δεν θέλει να είναι συνυπεύθυνο για έναν τόσο εξειδικευμένο υπολογισμό που δεν επιτρέπει περιθώρια απόκλισης […] είναι απολύτως κατανοητό».
Σύμφωνα με την εφημερίδα, «οι υπ. Οικονομικών της Ευρωζώνης φαίνεται να έχουν επίσης μικρή εμπιστοσύνη στη βούληση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και περικοπές. Αυτό φαίνεται και από το ότι τα κέρδη που σημειώνει η ΕΚΤ με την αγορά ελληνικών ομολόγων θα επιστρέφονται μόνον όταν η Ελλάδα θα τηρεί το συμπεφωνημένο πρόγραμμα περικοπών και μεταρρυθμίσεων. Άγνωστο εάν αυτό αποτελεί κίνητρο για την Ελλάδα να υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις. Στο παρελθόν η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε να αρνηθεί τέτοια πρόσθετα έσοδα από το να υλοποιήσει μη δημοφιλείς μεταρρυθμίσεις».
Πάντως, όπως επισημαίνεται, παρά τον κίνδυνο να εξασθενήσουν μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος οι προσπάθειες για περικοπές και μεταρρυθμίσεις, «η Ελλάδα θα επιστρέψει στις χρηματαγορές. Διότι για τους ιδιώτες επενδυτές τα βραχυπρόθεσμα ρίσκα είναι ελάχιστα», αναφέρει η SZ παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στη δόση των 15 δισ. ευρώ που θα προστεθεί στο απόθεμα που διαθέτει η Ελλάδα.