Καμία αλλαγή στην αξιολόγηση της πιστοληπτική ικανότητας της Ελλάδας δεν αναμένει η Citigroup σε ό,τι αφορά τα ratings της S&P, αφού εκτιμά ότι το Β+ με σταθερές προοπτικές στο οποίο αναβάθμισε ο οίκος τη χώρα μας τον περασμένο μήνα, θα παραμείνει αμετάβλητο τόσο στους επόμενους εννέα μήνες όσο και στα επόμενα 2-4 χρόνια.
Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της στο πλαίσιο της έκθεσής της Global Economic Outlook and Strategy, ούτε η Moody's, μέσα στους επόμενους εννέα μήνες προβλέπεται ότι θα πραγματοποιήσει κάποια αλλαγή των αξιολογήσεων της. Ωστόσο, θα προχωρήσει σε μία "συντηρητική" αναβάθμιση στο Β2 από Β3 που αξιολογεί την Ελλάδα σήμερα, στο διάστημα των επόμενων 2-4 ετών. Έτσι, αντίθετα με αρκετούς αναλυτές αλλά και παράγοντες της αγοράς που αναμένουν αναβαθμίσεις της Ελλάδας ειδικά μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η αμερικάνικη τράπεζα εκτιμά ότι η Ελλάδα μέσα στην επόμενη τετραετία θα συνεχίσει να παραμένει εκτός της κατηγορίας "επενδυτικού βαθμού", δηλαδή την κατηγορία εκείνη που διαχωρίζει τα "ασφαλή" ομόλογα" από τα "επικίνδυνα".
Όπως επισημαίνει η Citi, η S&P (η οποία σήμερα θα ανακοινώσει τη νέα αξιολόγηση για την Ελλάδα η οποία αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη), έχει δηλώσει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβάθμιση περιλαμβάνουν την ενίσχυση της προβλεψιμότητας των πολιτικών, την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετουμένων δανείων και ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και/ή την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων.
Κατά τα άλλα, αναφερόμενη στο ελληνικό πρόγραμμα, η Citi σημειώνει ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της επέτρεψε μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου. Η συμφωνία περιλαμβάνει μερικά βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών και δεκαετή παράταση των ωριμάνσεων καθώς και περίοδο χάριτος πληρωμής τόκων, γεγονός που σπρώχνει την αύξηση των αναγκών αναχρηματοδότησης της Ελλάδας προς τα μέσα της δεκαετίας του 2030, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και αργά, χάρη κυρίως στις εξαγωγές. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών βελτιώθηκε ωστόσο λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, όπως τονίζει. Έτσι, προβλέπουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει στο 1,5% -2,0% τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος της διάσωσης θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα η οποία είναι και απαραίτητη στην πρώτη φάση μετά τη διάσωση.
Όπως τονίζει η Citi, οι όχι και τόσο φωτεινές προοπτικές της ανάπτυξης είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά την τελευταία συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα - ενδεχομένως επιτρέποντας έναν λιγότερο επιθετικό / φιλόδοξο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων αν ο σημερινός αποδειχθεί ανέφικτος - θα παραμείνει κρίσιμο για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της.
Παράλληλα, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της στο πλαίσιο της έκθεσής της Global Economic Outlook and Strategy, ούτε η Moody's, μέσα στους επόμενους εννέα μήνες προβλέπεται ότι θα πραγματοποιήσει κάποια αλλαγή των αξιολογήσεων της. Ωστόσο, θα προχωρήσει σε μία "συντηρητική" αναβάθμιση στο Β2 από Β3 που αξιολογεί την Ελλάδα σήμερα, στο διάστημα των επόμενων 2-4 ετών. Έτσι, αντίθετα με αρκετούς αναλυτές αλλά και παράγοντες της αγοράς που αναμένουν αναβαθμίσεις της Ελλάδας ειδικά μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, η αμερικάνικη τράπεζα εκτιμά ότι η Ελλάδα μέσα στην επόμενη τετραετία θα συνεχίσει να παραμένει εκτός της κατηγορίας "επενδυτικού βαθμού", δηλαδή την κατηγορία εκείνη που διαχωρίζει τα "ασφαλή" ομόλογα" από τα "επικίνδυνα".
Όπως επισημαίνει η Citi, η S&P (η οποία σήμερα θα ανακοινώσει τη νέα αξιολόγηση για την Ελλάδα η οποία αναμένεται να παραμείνει αμετάβλητη), έχει δηλώσει ότι οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περαιτέρω αναβάθμιση περιλαμβάνουν την ενίσχυση της προβλεψιμότητας των πολιτικών, την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετουμένων δανείων και ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών και/ή την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων.
Κατά τα άλλα, αναφερόμενη στο ελληνικό πρόγραμμα, η Citi σημειώνει ότι η βελτίωση της εμπιστοσύνης μεταξύ της Αθήνας και των πιστωτών της επέτρεψε μια συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους που διευκολύνει την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου. Η συμφωνία περιλαμβάνει μερικά βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών και δεκαετή παράταση των ωριμάνσεων καθώς και περίοδο χάριτος πληρωμής τόκων, γεγονός που σπρώχνει την αύξηση των αναγκών αναχρηματοδότησης της Ελλάδας προς τα μέσα της δεκαετίας του 2030, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ συνεχίζει να βελτιώνεται, αν και αργά, χάρη κυρίως στις εξαγωγές. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες στο μέτωπο των μεταρρυθμίσεων και τη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εξαγωγών βελτιώθηκε ωστόσο λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα, όπως τονίζει. Έτσι, προβλέπουμε ότι η αύξηση του ΑΕΠ θα παραμείνει στο 1,5% -2,0% τα επόμενα δύο χρόνια, καθώς η βελτίωση της εμπιστοσύνης μετά το τέλος της διάσωσης θα αντισταθμιστεί πιθανότατα από τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική λιτότητα η οποία είναι και απαραίτητη στην πρώτη φάση μετά τη διάσωση.
Όπως τονίζει η Citi, οι όχι και τόσο φωτεινές προοπτικές της ανάπτυξης είναι αυτό που εξακολουθεί να καθιστά αμφίβολη τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, ακόμα και μετά την τελευταία συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους. Η προθυμία των Ευρωπαίων πιστωτών να στηρίξουν την Ελλάδα - ενδεχομένως επιτρέποντας έναν λιγότερο επιθετικό / φιλόδοξο στόχο πρωτογενών πλεονασμάτων αν ο σημερινός αποδειχθεί ανέφικτος - θα παραμείνει κρίσιμο για την αξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της.