Την φοροκαταιγίδα που έπληξε την ελληνική οικονομία και τα εισοδήματα πολιτών και επιχειρήσεων μετά το 2015 καταγράφει ανάγλυφα με στοιχεία ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.
Στην τελευταία έκθεσή του για τις μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της φορολογίας (Τax Policy Reforms 2018) καταγράφονται οι τάσεις στη φορολογική πολιτική, που για την Ελλάδα δεν είναι θετικές.
Από τα στοιχεία παραθέτει ο ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η Ελλάδα αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια της αύξησης των φόρων κατά τη διετία 2015-2016 μεταξύ των 34 χωρών μελών του διεθνούς οικονομικού οργανισμού.
Συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αυξήθηκαν στη διετία αυτή κατά περίπου τρείς εκατοστιαίες μονάδες με τη δεύτερη χώρα να είναι η Ολλανδία με σχεδόν το μισό ρυθμό αύξησης. Το πώς γιατί έγινε αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Στο πλαίσιο του μείγματος δημοσιονομικής εξισορρόπησης που επελέγη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, δόθηκε πολύ μεγαλύτερη έμφαση σε μέτρα αύξηση των φορολογικών εσόδων αντί για μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές σχεδόν σε όλους τους υφιστάμενους φόρους ενώ επιβλήθηκαν και πολλοί νέοι φόροι κατανάλωσης σε πεδία που δεν φορολογούνταν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην συνδρομητική τηλεόραση, στον καφέ, την σταθερή τηλεφωνίας και το ίντερνετ καθώς και στα υγρά ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Στον ΟΟΣΑ την περίοδο αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 20 χώρες ενώ στον αντίποδα μειώθηκαν σε 14 χώρες. Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν Αυστρία, Νέα Ζηλανδία και Αργεντινή. Η Ελλάδα διατηρεί την πρωτιά ακόμα κι αν το έτος βάσης σύγκρισης είναι το 2007, καθώς στο διάστημα 2007- 2016 οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες. Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην Ιρλανδία (από το 30,4% στο 23%).
Στην έκθεση καταγράφεται η γενικότερη τάση μείωσης των φορολογικών συντελεστών σε συγκεκριμένα πεδία, όπως για παράδειγμα στο πεδίο των εταιρικών κερδών με στόχο την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα ο μέσος εταιρικός συντελεστής σε επίπεδο χωρών ΟΟΣΑ ήταν 32,5% το 2000 και έχει μειωθεί το 2018 σε 23,9%. Ωστόσο, στην Ελλάδα μόνο την τελευταία τριετία ο συντελεστής αυξήθηκε από το 26% στο 29% ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η προκαταβολή φόρου στο 100%.
Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα και στο πεδίο της φορολογίας των ακινήτων, λόγω της επιβολής του φόρου κατοχής ακινήτων, του ΕΝΦΙΑ. Μεταξύ 2000 και 2016, σε 20 χώρες του ΟΟΣΑ καταγράφονται αυξήσεις στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται σε αυτές, καταλαμβάνοντας, μάλιστα, την έκτη θέση πίσω από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και τον Καναδά.
Στην Έκθεση αναφέρονται τα προγραμματισμένα για το 2020 φορολογικά αντίμετρα, που περιλαμβάνουν τη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς για εισοδήματα ως 30.000 ευρώ και τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 26%, ως αντιστάθμισμα της δραστικής περαιτέρω μείωσης του αφορολογήτου. Τονίζεται, όμως, ότι η εφαρμογή αυτών των αντίμετρων τελεί υπό την έγκριση των θεσμών των δανειστών.
Στην τελευταία έκθεσή του για τις μεταρρυθμίσεις στο πεδίο της φορολογίας (Τax Policy Reforms 2018) καταγράφονται οι τάσεις στη φορολογική πολιτική, που για την Ελλάδα δεν είναι θετικές.
Από τα στοιχεία παραθέτει ο ΟΟΣΑ προκύπτει ότι η Ελλάδα αναδεικνύεται σε πρωταθλήτρια της αύξησης των φόρων κατά τη διετία 2015-2016 μεταξύ των 34 χωρών μελών του διεθνούς οικονομικού οργανισμού.
Συγκεκριμένα, τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος αυξήθηκαν στη διετία αυτή κατά περίπου τρείς εκατοστιαίες μονάδες με τη δεύτερη χώρα να είναι η Ολλανδία με σχεδόν το μισό ρυθμό αύξησης. Το πώς γιατί έγινε αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Στο πλαίσιο του μείγματος δημοσιονομικής εξισορρόπησης που επελέγη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, δόθηκε πολύ μεγαλύτερη έμφαση σε μέτρα αύξηση των φορολογικών εσόδων αντί για μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυξήθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές σχεδόν σε όλους τους υφιστάμενους φόρους ενώ επιβλήθηκαν και πολλοί νέοι φόροι κατανάλωσης σε πεδία που δεν φορολογούνταν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των ειδικών φόρων κατανάλωσης στην συνδρομητική τηλεόραση, στον καφέ, την σταθερή τηλεφωνίας και το ίντερνετ καθώς και στα υγρά ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Στον ΟΟΣΑ την περίοδο αυξήθηκαν τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 20 χώρες ενώ στον αντίποδα μειώθηκαν σε 14 χώρες. Τη μεγαλύτερη μείωση παρουσίασαν Αυστρία, Νέα Ζηλανδία και Αργεντινή. Η Ελλάδα διατηρεί την πρωτιά ακόμα κι αν το έτος βάσης σύγκρισης είναι το 2007, καθώς στο διάστημα 2007- 2016 οι φόροι ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν κατά 7,4 ποσοστιαίες μονάδες. Στον αντίποδα, η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην Ιρλανδία (από το 30,4% στο 23%).
Στην έκθεση καταγράφεται η γενικότερη τάση μείωσης των φορολογικών συντελεστών σε συγκεκριμένα πεδία, όπως για παράδειγμα στο πεδίο των εταιρικών κερδών με στόχο την αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα ο μέσος εταιρικός συντελεστής σε επίπεδο χωρών ΟΟΣΑ ήταν 32,5% το 2000 και έχει μειωθεί το 2018 σε 23,9%. Ωστόσο, στην Ελλάδα μόνο την τελευταία τριετία ο συντελεστής αυξήθηκε από το 26% στο 29% ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η προκαταβολή φόρου στο 100%.
Στις πρώτες θέσεις της κατάταξης βρίσκεται η Ελλάδα και στο πεδίο της φορολογίας των ακινήτων, λόγω της επιβολής του φόρου κατοχής ακινήτων, του ΕΝΦΙΑ. Μεταξύ 2000 και 2016, σε 20 χώρες του ΟΟΣΑ καταγράφονται αυξήσεις στη φορολογία της ακίνητης περιουσίας. Η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται σε αυτές, καταλαμβάνοντας, μάλιστα, την έκτη θέση πίσω από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και τον Καναδά.
Στην Έκθεση αναφέρονται τα προγραμματισμένα για το 2020 φορολογικά αντίμετρα, που περιλαμβάνουν τη μείωση του πρώτου συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από το 22% στο 20%, την κατάργηση της έκτακτης εισφοράς για εισοδήματα ως 30.000 ευρώ και τη μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις στο 26%, ως αντιστάθμισμα της δραστικής περαιτέρω μείωσης του αφορολογήτου. Τονίζεται, όμως, ότι η εφαρμογή αυτών των αντίμετρων τελεί υπό την έγκριση των θεσμών των δανειστών.