Από τις αρχές του έτους οι προσδοκίες για μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας ήταν υψηλές. Ωστόσο ελάχιστοι μάλλον θα περίμεναν τότε να δουν την απόδοση του 10ετους να προσεγγίζει το 1,8%.
Οι ελληνικοί τίτλοι ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις με ένα εντυπωσιακό ράλι, το οποίο άρχισε ουσιαστικά μετά το πρώτο τρίμηνο και ανέβασε αισθητά ταχύτητα από τα τέλη Μαΐου.
Οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις και οι ελπίδες για ένα μείγμα πολιτικής πιο φιλικό στην ανάπτυξη, όπως και το σήμα, που έστελναν οι Βρυξέλλες ότι η Αθήνα- έστω και με την εξαίρεση μικρών αγκαθιών- τηρεί τις δεσμεύσεις, με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος να αναγνωρίζει πια την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων είναι βεβαίως οι παράγοντες εκείνοι που βοήθησαν να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Περαιτέρω ώθηση όμως έδωσαν και οι διεθνείς εξελίξεις. Ένα περιβάλλον διαρκών και κλιμακούμενων εμπορικών αντιπαραθέσεων, γεωπολιτικών εντάσεων και φόβων για νέα παγκόσμια ύφεση, άνοιξε για τα καλά την όρεξη για ομόλογα. Όσοι δεν τρόμαξαν σε βαθμό που να αρχίσουν να πληρώνουν τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης για να «ασφαλίσουν» τα χρήματά τους στο χρέος τους, στράφηκαν στους τίτλους Ελλάδας και Ιταλίας.
Ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας, με το μεγάλο μέρος του χρέους να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, τα ομόλογα θεωρήθηκαν μία αρκετά ασφαλής επιλογή με άκρως ελκυστική απόδοση. Αξίζει να θυμηθούμε όμως πώς κύλησε η χρονιά για τα ελληνικά ομόλογα.
Το πρώτο δίμηνο του έτους η απόδοση του ελληνικού 10ετους είχε παγιδευθεί κοντά στο 4%. Οι εντεινόμενες ανησυχίες για την Ιταλία, αλλά και κάποια καμπανάκια από τους Ευρωπαίους για καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις έριχναν τη σκιά τους, ακόμη και μετά την επιτυχή έκδοση 5ετους ομολόγου στα τέλη Ιανουαρίου.
Εκείνη είχε προσελκύσει απρόσμενα μεγάλη ζήτηση, με τον γερμανικό Τύπο να σχολιάζει πως «αυτό που πριν μερικές ημέρες έμοιαζε σαν μια απρόβλεπτη παρτίδα σκάκι σήμερα είναι απόλυτη επιτυχία». Ήταν οπωσδήποτε μία σημαντικότατη δοκιμασία για την χώρα, που επί χρόνια ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις δόσεις του μηχανισμού στήριξης. Αλλά δεν αρκούσε.
Τον Μάρτιο ήρθε η έκδοση του νέου 10ετους, η οποία έδωσε περαιτέρω ώθηση, με την απόδοση του νέου ομολόγου να διαμορφώνεται την πρώτη ημέρα της διαπραγμάτευσης κοντά στο 3,87%.
Στις αρχές Απριλίου κλίμα ευφορίας έφεραν στην ΗΔΑΤ οι πληροφορίες ότι η Αθήνα εξετάζει το ενδεχόμενο να αποπληρώσει νωρίτερα μέρος των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. Η απόδοση του δεκαετούς αποκλιμακώθηκε κοντά στο 3,65% και του πενταετούς στο 2,92%. Όλο τον υπόλοιπο μήνα είχαμε- με μικρά σκαμπανεβάσματα- υποχώρηση του κόστους δανεισμού της χώρας. Όσο πλησίαζαν οι Ευρωκλογές του Μαΐου τόσο βελτιωνόταν και η εικόνα.
Μετά και την μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το ράλι πήρε φωτιά. Στα τέλη Μαΐου η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου υποχωρούσε για πρώτη φορά στην ιστορία κάτω από το όριο του 3% και εκείνη του πενταετούς ήταν χαμηλότερη από του αντίστοιχου ιταλικού. Οι πρόωρες κάλπες ήταν για τους επενδυτές μία αναμφίβολα θετική εξέλιξη, αφού η χώρα θα απέφευγε μία παρατεταμενή προεκλογική περίοδο υψηλών τόνων και παράλυσης της οικονομίας.
Όπως τόνιζαν τότε όλοι ο επενδυτικοί οίκοι στα σημείωμά τους για τη χώρα μας οι επενδυτές είχαν εν πολλοίς προεξοφλήσει την νίκη της Ν.Δ. και στις γενικές εκλογές και περίμεναν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη μία πολιτική πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις, που θα ξεμπλοκάρει μεγάλες επενδύσεις και θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Και κάπως έτσι η απόδοση έφτασε οριακά χαμηλότερα από το 2%.
Το εκλογικό ράλι έχασε την ορμή του από τα μέσα Ιουλίου, καθώς διεφάνη πως πολλά από τα «στοιχήματα» της κυβέρνησης θα κριθούν και από τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, ειδικά όσον αφορά στην επιδίωξη για μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Είχαμε πάντως ακόμη μία επιτυχή έκδοση 7ετους ομολόγου, που συνέβαλε στη διατήρηση του θετικού κλίματος στην αγορά.
Ο Αύγουστος αποδείχθηκε τελικά ο πιο θερμός μήνας για τους ελληνικούς τίτλους. Σήμερα μετά και την απόφαση για πλήρη άρση των capital controls η απόδοση του δεκαετούς είναι στο 1,83%, μειωμένη κατά 12 μονάδες βάσης σε σχέση με το χθεσινό κλείσιμο, καθώς εκτιμάται ότι ανοίγει πια ο δρόμος για αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας.
Οι ελληνικοί τίτλοι ξεπέρασαν και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις με ένα εντυπωσιακό ράλι, το οποίο άρχισε ουσιαστικά μετά το πρώτο τρίμηνο και ανέβασε αισθητά ταχύτητα από τα τέλη Μαΐου.
Οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις και οι ελπίδες για ένα μείγμα πολιτικής πιο φιλικό στην ανάπτυξη, όπως και το σήμα, που έστελναν οι Βρυξέλλες ότι η Αθήνα- έστω και με την εξαίρεση μικρών αγκαθιών- τηρεί τις δεσμεύσεις, με το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος να αναγνωρίζει πια την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων είναι βεβαίως οι παράγοντες εκείνοι που βοήθησαν να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών. Περαιτέρω ώθηση όμως έδωσαν και οι διεθνείς εξελίξεις. Ένα περιβάλλον διαρκών και κλιμακούμενων εμπορικών αντιπαραθέσεων, γεωπολιτικών εντάσεων και φόβων για νέα παγκόσμια ύφεση, άνοιξε για τα καλά την όρεξη για ομόλογα. Όσοι δεν τρόμαξαν σε βαθμό που να αρχίσουν να πληρώνουν τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του πυρήνα της Ευρωζώνης για να «ασφαλίσουν» τα χρήματά τους στο χρέος τους, στράφηκαν στους τίτλους Ελλάδας και Ιταλίας.
Ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας, με το μεγάλο μέρος του χρέους να βρίσκεται στα χέρια των επίσημων πιστωτών, τα ομόλογα θεωρήθηκαν μία αρκετά ασφαλής επιλογή με άκρως ελκυστική απόδοση. Αξίζει να θυμηθούμε όμως πώς κύλησε η χρονιά για τα ελληνικά ομόλογα.
Το πρώτο δίμηνο του έτους η απόδοση του ελληνικού 10ετους είχε παγιδευθεί κοντά στο 4%. Οι εντεινόμενες ανησυχίες για την Ιταλία, αλλά και κάποια καμπανάκια από τους Ευρωπαίους για καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις έριχναν τη σκιά τους, ακόμη και μετά την επιτυχή έκδοση 5ετους ομολόγου στα τέλη Ιανουαρίου.
Εκείνη είχε προσελκύσει απρόσμενα μεγάλη ζήτηση, με τον γερμανικό Τύπο να σχολιάζει πως «αυτό που πριν μερικές ημέρες έμοιαζε σαν μια απρόβλεπτη παρτίδα σκάκι σήμερα είναι απόλυτη επιτυχία». Ήταν οπωσδήποτε μία σημαντικότατη δοκιμασία για την χώρα, που επί χρόνια ήταν απολύτως εξαρτημένη από τις δόσεις του μηχανισμού στήριξης. Αλλά δεν αρκούσε.
Τον Μάρτιο ήρθε η έκδοση του νέου 10ετους, η οποία έδωσε περαιτέρω ώθηση, με την απόδοση του νέου ομολόγου να διαμορφώνεται την πρώτη ημέρα της διαπραγμάτευσης κοντά στο 3,87%.
Στις αρχές Απριλίου κλίμα ευφορίας έφεραν στην ΗΔΑΤ οι πληροφορίες ότι η Αθήνα εξετάζει το ενδεχόμενο να αποπληρώσει νωρίτερα μέρος των ακριβών δανείων του ΔΝΤ. Η απόδοση του δεκαετούς αποκλιμακώθηκε κοντά στο 3,65% και του πενταετούς στο 2,92%. Όλο τον υπόλοιπο μήνα είχαμε- με μικρά σκαμπανεβάσματα- υποχώρηση του κόστους δανεισμού της χώρας. Όσο πλησίαζαν οι Ευρωκλογές του Μαΐου τόσο βελτιωνόταν και η εικόνα.
Μετά και την μεγάλη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, το ράλι πήρε φωτιά. Στα τέλη Μαΐου η απόδοση του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου υποχωρούσε για πρώτη φορά στην ιστορία κάτω από το όριο του 3% και εκείνη του πενταετούς ήταν χαμηλότερη από του αντίστοιχου ιταλικού. Οι πρόωρες κάλπες ήταν για τους επενδυτές μία αναμφίβολα θετική εξέλιξη, αφού η χώρα θα απέφευγε μία παρατεταμενή προεκλογική περίοδο υψηλών τόνων και παράλυσης της οικονομίας.
Όπως τόνιζαν τότε όλοι ο επενδυτικοί οίκοι στα σημείωμά τους για τη χώρα μας οι επενδυτές είχαν εν πολλοίς προεξοφλήσει την νίκη της Ν.Δ. και στις γενικές εκλογές και περίμεναν από την κυβέρνηση Μητσοτάκη μία πολιτική πιο φιλική προς τις επιχειρήσεις, που θα ξεμπλοκάρει μεγάλες επενδύσεις και θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Και κάπως έτσι η απόδοση έφτασε οριακά χαμηλότερα από το 2%.
Το εκλογικό ράλι έχασε την ορμή του από τα μέσα Ιουλίου, καθώς διεφάνη πως πολλά από τα «στοιχήματα» της κυβέρνησης θα κριθούν και από τη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, ειδικά όσον αφορά στην επιδίωξη για μείωση του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα. Είχαμε πάντως ακόμη μία επιτυχή έκδοση 7ετους ομολόγου, που συνέβαλε στη διατήρηση του θετικού κλίματος στην αγορά.
Ο Αύγουστος αποδείχθηκε τελικά ο πιο θερμός μήνας για τους ελληνικούς τίτλους. Σήμερα μετά και την απόφαση για πλήρη άρση των capital controls η απόδοση του δεκαετούς είναι στο 1,83%, μειωμένη κατά 12 μονάδες βάσης σε σχέση με το χθεσινό κλείσιμο, καθώς εκτιμάται ότι ανοίγει πια ο δρόμος για αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας.