Σε φιάσκο τείνει να εξελιχθεί η επιλογή στελεχών μέσω της περίφημης διαδικασίας με τα βιογραφικά. Η ανακοίνωση των διοικήσεων των νοσοκομείων της Αττικής «αποκάλυψε» άλλη μία φορά ότι το μεγάλο πλεονέκτημα όσων επελέγησαν είναι η στενή σχέση τους με το κυβερνών κόμμα.
Ο αδελφός του πρώην υπουργού Λ. Ανωμερίτης τοποθετήθηκε διοικητής στο «Γενικό Κρατικό», ο πρώην υφυπουργός Λ. Λωτίδης στο «Θριάσιο» και ο πρώην βουλευτής Ηλ. Λαμπίρης στον «Ερυθρό Σταυρό». Στο «Γενικό Κρατικό» τοποθετήθηκε διοικητής ο Λ. Ανωμερίτης, αδελφός του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ και προέδρου του ΟΛΠ. Στο «Αττικόν» τοποθετήθηκε ο πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ρεθύμνου, Ηλ. Λαμπίρης. Διοικητής του «Ερυθρού Σταυρού» ορίστηκε ο πρώην υφυπουργός Αμυνας, Λ. Λωτίδης, στο Θριάσιο Νοσοκομείο ο πρώην αντινομάρχης Δυτικής Αττικής Αγγ. Λιόσης και στο «Σπηλιοπούλειο» ο πρώην δήμαρχος Παλλήνης Γ. Σμέρος.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι ανήκουν στο κυβερνών κόμμα, όμως, προκαλεί τη μικρότερη κριτική. Αυτό που προξενεί αναστάτωση, ακόμα και εντός κυβερνητικών κύκλων, είναι οι ίδιες οι επιλογές, για τις οποίες δεν γνωστοποιήθηκε ούτε με ποια κριτήρια έγιναν, ούτε από ποιους αποφασίστηκαν.
Η υπουργός Υγείας, μάλιστα, μη τηρώντας καν τα προσχήματα περί διαφάνειας, αρνήθηκε να δώσει στη δημοσιότητα τα βιογραφικά τους, όπως είχε γίνει με τους γραμματείς.
Η επιλογή των διοικήσεων των νοσοκομείων είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του περασμένου Δεκεμβρίου. Τελικά, ξεκίνησε στις αρχές Μαρτίου και συνεχίζεται. Η κριτική για την καθυστέρηση εστιάζεται κυρίως στα χρέη των νοσοκομείων, που τους πέντε μήνες «ακυβερνησίας» τους έχουν αυξηθεί κι άλλο.
Αυτή, όμως, είναι και η δικαιολογία της κυβέρνησης: «Επρεπε να επιλεγούν οι καλύτεροι μάνατζερ, καθώς το πρόβλημα με τα χρέη των νοσοκομείων είναι πολύ σοβαρό» λένε συνεργάτες του πρωθυπουργού, που έχουν άμεση ανάμειξη στην επιλογή των διοικήσεων. Ολες όσες ανακοινώθηκαν, εγκρίθηκαν πρώτα από το Μαξίμου, ενώ δεν ήταν λίγες και οι περιπτώσεις όπου οι προτάσεις της υπουργού απορρίφθηκαν. Σε αρκετές περιπτώσεις υπήρχε έντονη διαβούλευση της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου και με βουλευτές, καθώς για κάποια πρόσωπα είχαν εκφραστεί αντιρρήσεις.
Δεν είναι λίγοι στο ΠΑΣΟΚ αυτοί που θεωρούν πιο αποτελεσματική τη διαδικασία που είχε ακολουθηθεί -έπειτα από νομική ρύθμιση το 2001- από τον Αλ. Παπαδόπουλο, τότε υπουργό Υγείας. «Και τότε είχαν κατατεθεί βιογραφικά ύστερα από δημόσια προκήρυξη. Την αξιολόγηση έκανε επιτροπή που είχε ιδρυθεί βάσει νόμου και όλοι οι ενδιαφερόμενοι είχαν δικαίωμα ένστασης και προσφυγής στη Δικαιοσύνη, κάτι που δεν υπάρχει τώρα».
Ανεπαρκή στελέχη
Συνεργάτης του Αλ. Παπαδόπουλου θυμάται ότι κάποιοι είχαν κάνει χρήση του δικαιώματος αυτού και δυο- τρεις είχαν δικαιωθεί.
«Δεν λέω ότι είχαμε πετύχει απόλυτα και ότι όλοι ήταν άριστοι. Ενα 30% ήταν πολύ καλό, ένα 30% ικανοποιητικό και οι υπόλοιποι... Στην Ελλάδα δεν έχουμε πολλούς μάνατζερ στον τομέα της Υγείας, με καλές σπουδές και εμπειρία», δηλώνει χωρίς να κρύβει ότι θεωρεί ανεπαρκή αρκετά από τα νέα στελέχη.
«Θετικό βήμα σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία» το χαρακτηρίζει ο καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γ. Τούντας, αν και επισημαίνει ότι «έπρεπε να γίνει σε πιο αντικειμενική βάση. Η επιτροπή που επιλέγει τα βιογραφικά πρέπει να είναι δημόσια και να αποτελείται από ανθρώπους που γνωρίζουν τον χώρο. Κανείς δεν ξέρει ποιοι τους επέλεξαν και με ποια κριτήρια», αναφέρει, τονίζοντας κι εκείνος ότι οι καλές σπουδές και η εμπειρία στη διοίκηση είναι τα σημαντικότερα προσόντα.
Μία επιπλέον επιφύλαξη υπάρχει για τους διοικητές - γιατρούς. Οσοι έχουν αντιρρήσεις ισχυρίζονται ότι: «Οι κλινικοί γιατροί δεν έχουν εμπειρία διοίκησης ούτε κουλτούρα περιστολής δαπανών. Πρέπει επίσης να ελέγχονται και όχι να ελέγχουν».
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις -και δεν αφορά μόνο τα νοσοκομεία- όπου πολλές επιλογές έγιναν με κριτήρια που δεν γνωρίζει ή δεν μπορεί να ερμηνεύσει ακόμα και ο υφυπουργός Παιδείας, Γ. Πανάρετος, ο οποίος έχει αναλάβει τη γενική ευθύνη της πλήρωσης των θέσεων του κρατικού μηχανισμού μέσω της επιλογής των «καλύτερων βιογραφικών». Τον προβληματισμό τους δεν κρύβουν, πλέον, ακόμα και στενοί συνεργάτες του πρωθυπουργού που αρχικά πίστεψαν με πάθος το εγχείρημα.