Στο ίδιο έργο θεατές άλλη μια φορά, οι έλληνες καταναλωτές βλέπουν τη βενζίνη να καίει τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Το κράτος με το ένα χέρι να αρπάζει φόρους (1 ευρώ στο λίτρο) και με το άλλο να χαϊδεύει την αγορά (μονομερές πλαφόν), ενώ όλοι οι κρίκοι στην αλυσίδα της αγοράς καυσίμων (διυλιστήρια, εταιρείες εμπορίας, πρατήρια) να βγάζουν την ουρά τους απ' έξω, πετώντας το μπαλάκι η μία στην άλλη.
Οι αρμόδιες αρχές για τον ανταγωνισμό και την παρακολούθηση της αγοράς (Επιτροπή Ανταγωνισμού και ΡΑΕ) περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν τις «τετριμμένες» και ήδη γνωστές επισημάνσεις για τα προβλήματα ανταγωνισμού και ολιγοπωλίων που κυριαρχούν στην αγορά καυσίμων, χωρίς όμως να αναδεικνύουν σε προτεραιότητά τους την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η ΡΑΕ κρίνει ότι πρέπει η πολιτεία να ξαναδεί τα συμπεράσματα παλιότερων μελετών της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ενώ η τελευταία υποστηρίζει ότι έχει ήδη ξανανοίξει κύκλο ερευνών για την αγορά πετρελαιοειδών σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Στην πραγματικότητα ο ανταγωνισμός στην ελληνική αγορά καυσίμων ήταν και παραμένει ουσιαστικά ανύπαρκτος. Δύο όμιλοι διύλισης (ΕΛΠΕ και Motor Oil) λειτουργούν στην αγορά και ασκούν παρόμοια τιμολογιακή πολιτική. Σε αυτούς ανήκουν οι μεγαλύτερες εταιρείες εμπορίας στη χονδρική (ΕΚΟ, ΒΡ, Shell, AVIN), οι οποίες με τη σειρά τους ελέγχουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των πρατηρίων υγρών καυσίμων στην Ελλάδα, είτε ως ιδιόκτητα είτε με συμβάσεις αποκλειστικής συνεργασίας. Ο όποιος ανταγωνισμός ουσιαστικά περιορίζεται κυρίως στη λιανική. Αλλά και εκεί ακόμη και οι «ανεξάρτητες» εταιρείες εμπορίας δεν έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν εισαγωγές από το εξωτερικό, λόγω έλλειψης αποθηκευτικών χώρων.
Απόδειξη για το πόσο στρεβλό είναι το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς είναι ότι οι τιμές λιανικής στην Ελλάδα δεν είναι μόνο οι ακριβότερες πανευρωπαϊκά μετά τους φόρους, αλλά βρίσκονται ψηλά και σε επίπεδα προ φόρων. Με αυτό το κριτήριο η χώρα μας είναι η 8η ακριβότερη στους 27 της Ε.Ε. με 711 ευρώ το χιλιόλιτρο. Να σημειωθεί ότι σήμερα σε ένα λίτρο αμόλυβδης βενζίνης, το 59% είναι φόροι, το 35% η τιμή διυλιστηρίου, και περίπου το 6% το μεικτό περιθώριο κέρδους των εταιρειών και των πρατηρίων.
Φέτος, πρώτη φορά, η κυβέρνηση αποφάσισε να επιβάλει ανώτατες τιμές, όχι μόνο στα πρατήρια, αλλά και σε εταιρείες εμπορίας. Περιόρισε, όμως, το μέτρο μόνο στους πέντε από τους 13 νομούς, όπου μπήκε πλαφόν στη λιανική, με επιχείρημα ότι «αλλού δεν υπήρχε πρόβλημα». Οσο για τα αποτελέσματα, αυτά ήδη αμφισβητούνται. Μετά την επιβολή πλαφόν, η μέση λιανική τιμή στους δεκατρείς ακριβότερους νομούς της χώρας υποχώρησε από 1 έως το πολύ 6 λεπτά, ενώ πανελλαδικά ενισχύθηκε στα 1,633 (από 1,629) η ελάχιστη και στα 1,897 (από 1,893) η μέγιστη τιμή.
Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που σε όλους τους τόνους η κυβέρνηση αποκλείει τη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων στα καύσιμα, με το επιχείρημα ότι τα έσοδα έχουν προϋπολογιστεί, ο καταναλωτής έχει να ελπίζει μόνο σε μια μεγάλη πτωτική κίνηση στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου για να αποκλιμακωθούν οι λιανικές τιμές. Ηδη από την Παρασκευή η μέση τιμή της αμόλυβδης πανελλαδικά έδειξε να μπαίνει σε τροχιά αποκλιμάκωσης. Υποχώρησε στα 1,716 ευρώ το λίτρο από τα 1,72 ευρώ, ενώ μεγαλύτερη μείωση τιμών πρέπει να αναμένεται τις αμέσως επόμενες ημέρες, όταν θα περάσουν στη λιανική οι νέες παραγγελίες, που γίνονται με τις μειωμένες διεθνείς τιμές.