Μετά την πτώση του Τείχους, η προτελευταία κυβέρνηση της χώρας -που ακόμα ελεγχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα- αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα μεγάλο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, το οποίο έθεσε σε εφαρμογή η τελευταία κυβέρνηση στις 17 Ιουνίου 1990, όταν ιδρύθηκε ο Οργανισμός Τρόεχαντ (Treuhand), με απόφαση του Κοινοβουλίου της.
Ετσι δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη επιχείρηση ιδιωτικοποιήσεων στον κόσμο, η οποία είχε στην κατοχή της 8.500 κρατικές εταιρείες, με 4 εκατομμύρια εργαζόμενους, 2,5 εκατομμύρια στρέμματα αγροτικών καλλιεργειών και δάσους, την πολύ μεγάλη ιδιοκτησία των μυστικών υπηρεσιών της Στάζι και του Λαϊκού Στρατού, αλλά και όλων των μαζικών οργανώσεων της Λαϊκής Δημοκρατίας.
Δολοφονία του προέδρου
Πρώτος πρόεδρος της «Τρόεχαντ» ορίστηκε ο Ντέντλεφ Ρόουβεντερ, ο οποίος την 1η Απριλίου του 1991 δολοφονήθηκε από αγνώστους, μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης RAF.
Τον Ρόουβεντερ διαδέχθηκε η Χριστιανοδημοκράτις πολιτικός Μπίργκιτ Μπρέουελ.
Ως το 1994, που έλαβε τέλος ο πρώτος γύρος ιδιωτικοποιήσεων στην πρώην Ανατολική Γερμανία, είχαν εισπραχθεί 270 δισ. γερμανικά μάρκα (135 δισ. ευρώ).
Επρόκειτο στην ουσία για την ιδιωτικοποίηση μιας ολόκληρης χώρας. Ενα πρωτοφανές και μοναδικό στην Ιστορία εγχείρημα.
Οι απώλειες ήταν μεγάλες για το εργατικό δυναμικό της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Από τα 4 εκατομμύρια εργαζομένους το 1990, το 1994 τα 2,5 εκατομμύρια είχαν μείνει άνεργοι.
Σύμφωνα με επικριτές του όλου εγχειρήματος, η «Τρόεχαντ» ξεπούλησε σε πολύ χαμηλότερη τιμή τις επιχειρήσεις της χώρας, ανεβάζοντας την ανεργία στο 12% το 1992.
Από την άλλη, οι υπέρμαχοι της συγκεκριμένης στρατηγικής ισχυρίστηκαν ότι αν δεν υπήρχαν οι αποκρατικοποιήσεις αυτές, οι απώλειες θα ήταν πολύ πιο σημαντικές σε εργατικό δυναμικό και η οικονομική ανάκαμψη πιο αργή.
Το 1990, το ΑΕΠ των Ανατολικογερμανών έφτανε μόνον το 27% του αντίστοιχου των Δυτικογερμανών. Την εποχή εκείνη η κυβέρνηση Κολ προχώρησε σε ένα ριζοσπαστικό μέτρο, που ήταν απόρροια πιέσεων που άσκησαν οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας, και μετέτρεψε το ανατολικογερμανικό μάρκο σε δυτικογερμανικό, σε αντιστοιχία 1 προς 1, ενώ στην πραγματικότητα η αντιστοιχία ήταν παραπάνω από 1 προς 5.
Η αλλαγή αυτή είχε μεγάλη επιρροή στην ανταγωνιστικότητα των ανατολικογερμανικών προϊόντων, τα οποία ήταν χαμηλότερης ποιότητας από τα δυτικογερμανικά, βρέθηκαν όμως ξαφνικά να έχουν την ίδια εμπορική αξία.
Ακόμη και οι Ανατολικογερμανοί σταμάτησαν να αγοράζουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παρήγαγαν και να στρέφονται στα δυτικογερμανικά. Αυτό ήταν και το μεγάλο πρόβλημα της «Τρόεχαντ», που κλήθηκε να αποκρατικοποιήσει επιχειρήσεις που παρήγαγαν χαμηλής ποιότητα προϊόντα, η αξία τους όμως υπολογιζόταν σε δυτικογερμανικά μάρκα.
Η γκάμα των επιχειρήσεων ήταν τεράστια: από χαλυβουργεία και διυλιστήρια μέχρι κινηματογραφικά στούντιο.
Κρατική επιδότηση
Οι πιο πολλές εταιρείες και βιομηχανίες δεν έβρισκαν αγοραστές στην κατάσταση που ήταν και για το λόγο αυτό το κράτος αναγκάστηκε να επιδοτεί τους αγοραστές.
Η υπόθεση της «Τρόεχαντ» σημαδεύθηκε και από πάρα πολλά σκάνδαλα, κυρίως δωροδοκιών ή πλαστών στοιχείων, ενώ πολλά από αυτά είχαν να κάνουν με τις κρατικές επιδοτήσεις.
180 δικάστηκαν
Μέχρι το 1996, οδηγήθηκαν στη Δικαιοσύνη 180 άτομα, με κατηγορίες σχετικές με σκάνδαλα που αφορούσαν τις αποκρατικοποιήσεις στην πρώην Ανατολική Γερμανία.
Το πιο γνωστό, αυτό των διυλιστηρίων Leuna και της κρατικής εταιρείας πετρελαίων Minol, που πουλήθηκαν στη γαλλική Elf Acquitaine.
Στην περίπτωση αυτή υπήρχε δεδομένη η θέληση της κυβέρνησης Κολ -σε ένδειξη καλής θέλησης προς την κυβέρνηση Μιτεράν- να δοθούν τα ανατολικογερμανικά διυλιστήρια στους Γάλλους.
Ωστόσο η επιχείρηση αυτή αποτελεί μία από τις μαύρες σελίδες στην ιστορία του Χέλμουτ Κολ, καθώς αργότερα αποδείχθηκε ότι από μαύρα ταμεία της Elf διοχετεύθηκαν 47 εκατομμύρια ευρώ σε μίζες προς Χριστιανοδημοκράτες πολιτικούς και πιθανότατα και το ίδιο το κόμμα.
Για την ιστορία αυτή στη Γαλλία καταδικάστηκε ο αξιωματούχος της Elf, Φλοχ Φριγκέρ, σε τρία χρόνια φυλάκιση, ενώ ποτέ δεν αποδείχθηκε ποιοι Γερμανοί πολιτικοί εισέπραξαν τις μίζες.
Το έργο της «Τρόεχαντ» συνεχίστηκε υπό άλλη μορφή, μέσω τεσσάρων ανάλογων εταιρειών μέχρι το 2008.
Η οικονομική ανάκαμψη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας κράτησε περίπου 20 χρόνια, που συνοδεύτηκαν από κοινωνικές κρίσεις.
Τον τελευταίο καιρό η ανεργία εκεί μειώνεται συνεχώς, οι υποδομές έχουν ξεπεράσει σε πολλές περιπτώσεις αυτές των Δυτικογερμανών, ενώ το ΑΕΠ αυξάνεται.