Διαφορετική «γλώσσα» φαίνεται ότι μιλούν η Αθήνα και οι Βρυξέλλες, καθώς παρά τη συμφωνία που επετεύχθη -έστω και στο παρά πέντε- μία σειρά πολιτικών και τεχνικών ζητημάτων, ουσιαστικών για την εφαρμογή και υλοποίησή της, «σκοντάφτουν» διαρκώς στο διαφορετικό νόημα που αποδίδει κάθε πλευρά στα συμφωνηθέντα.
Από την ορολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των κλιμακίων ελέγχου, μέχρι τον τόπο διεξαγωγής του ελέγχου και από το είδος και το εύρος των μεταρρυθμίσεων, μέχρι τον τρόπο που θα εισρεύσουν χρήματα στα κρατικά ταμεία.
Το όνομα των... ελεγκτών
«Τρόικα ή Brussels group;». «Στην Αθήνα ή στις Βρυξέλλες;». Χρειάστηκαν μαραθώνιες εξαντλητικές συσκέψεις μεταξύ των δύο πλευρών προκειμένου να καταλήξουν στο «όνομα» των κλιμακίων που θα πραγματοποιούν ελέγχους για την πορεία υλοποίησης των συμφωνηθέντων. Και όσο και αν αυτό δείχνει άνευ ουσίας, ωστόσο για την ελληνική κυβέρνηση αποτελούσε μείζον ζήτημα συμβολισμού, καθώς η επιστροφή της τρόικας στη χώρα, επί της ουσίας θα ακύρωνε το επιχείρημα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλαβε τη διακυβέρνηση.
«Η τρόικα, όπως τη γνωρίζαμε έχει τελειώσει», δηλώνουν τα κυβερνητικά στελέχη, επιμένοντας ότι στο εξής οι πολιτικές αποφάσεις θα λαμβάνονται σε ανώτατο επίπεδο στις Βρυξέλλες και οι επισκέψεις στη χώρα μας θα πραγματοποιούνται μόνο από χαμηλόβαθμα στελέχη, ενώ οι έλεγχοι δεν θα είναι επιτόπιοι στα υπουργεία, αλλά στα... ξενοδοχεία όπου θα διαμένουν. Θα πρόκειται δηλαδή, για παροχή στοιχείων -όπου αυτά ζητηθούν- επί των θεμάτων, όμως, της ελληνικής μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Εύλογα θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί, τότε, γιατί ο Β. Σόιμπλε επιμένει να αναφέρεται σε «ελέγχους της τρόικας» και αν το κάνει μόνο για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης. Μια καλύτερη «ανάγνωση» όμως τόσο της συμφωνίας, όσο και της συνολικότερης στάσης των Ευρωπαίων, καταδεικνύει ότι η «ορολογία» έχει περισσότερο να κάνει με τη δική μας εσωτερική πολιτική κατανάλωση και τον τρόπο με τον οποίο τη διαχειρίζεται επικοινωνιακά η κυβέρνηση, καθώς εκείνο που ενδιαφέρει αποκλειστικά τους δανειστές, είναι η ολοκλήρωση του προγράμματος και της αξιολόγησης. Από αυτά άλλωστε εξαρτούν και τη χρηματοδότηση της χώρας. Κατά συνέπεια η διαφορετική «γλώσσα» στο συγκεκριμένο θέμα, δεν αλλάζει επί της ουσίας τις απαιτήσεις των δανειστών.
Οι μεταρρυθμίσεις
Διαφορετικές είναι οι ερμηνείες των δύο πλευρών και αναφορικά με το περιεχόμενο των «μεταρρυθμίσεων». Είναι σαφές ότι η Ελλάδα επιμένει σε διαρθρωτικές αλλαγές που θα αφορούν τη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να καταστεί πιο αποτελεσματική και λιγότερο κοστοβόρα, την πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, το «χτύπημα των μεγάλων συμφερόντων» και την προώθηση των μέτρων για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης. Επιχειρεί μάλιστα να τις «περάσει» και με τη σφραγίδα του ΟΟΣΑ, ώστε να τους προσδώσει την απαραίτητη βαρύτητα.
Εξίσου σαφές όμως είναι ότι η πλευρά των δανειστών αναμένει να «δει» μέτρα που θα βοηθήσουν να υπάρξουν άμεσα έσοδα για τα κρατικά ταμεία. Θεωρείται βέβαιο ότι στην ατζέντα τους παραμένει - και θα τεθεί μετ' επιτάσεως στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις- το ζήτημα των αποκρατικοποιήσεων, το οποίο προκαλεί «ρίγη» σε πολλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι γεγονός ότι στην κυβέρνηση, επειδή γνωρίζουν καλά αυτή την απαίτηση, έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζουν με «ρεαλισμό» το θέμα. Αν και διευκρινίζουν ότι δεν ξεπουλάνε «ασημικά», ωστόσο σπεύδουν να διαχωρίσουν τις περιπτώσεις ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη προχωρήσει και συμβολαιοποιηθεί, ενώ σε ό,τι αφορά εκείνες που βρίσκονται σε ώριμο στάδιο δεν τις αποκλείουν, αλλά διευκρινίζουν ότι «βελτιώνουμε ό,τι μπορούμε». Σύμφωνα με πληροφορίες η κυβέρνηση δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο να μπουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποκρατικοποιήσεις όπως εκείνη του ΟΣΕ, των περιφερειακών αεροδρομίων και των λιμανιών.
Κοινή «γλώσσα» αναζητείται όμως και στο κρίσιμο θέμα του ΦΠΑ. Η «δημιουργική ασάφεια» του Γ. Βαρουφάκη και σε αυτό το ζήτημα, ίσως στη συγκεκριμένη περίπτωση να βοηθήσει στην εύρεση κοινού τόπου. Το σενάριο αύξησης του ΦΠΑ σε συγκεκριμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα στα κοσμοπολίτικα νησιά απορρίπτεται, αλλά είναι ένα από εκείνα που εξετάζει η κυβέρνηση, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει συμφωνία με τους δανειστές. Μία αντίστοιχη κίνηση που θα μπορούσε να τύχει θετικής ανταπόκρισης, είναι και το να ανοίξει η συζήτηση για το θέμα της συγχώνευσης των ασφαλιστικών ταμείων. Οι κινήσεις αυτές εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ του τι εννοούμε εμείς ως «μεταρρυθμίσεις» και τι οι εταίροι μας, αφού οι προτάσεις περί... under cover ελεγκτών και λοταρίας αποδείξεων, μάλλον δεν αντιμετωπίζονται ως σοβαρές από την άλλη πλευρά.
Μονομερείς ενέργειες
Σε... άλλο μήκος κύματος εκπέμπουν Αθήνα και Βρυξέλλες και σε ό,τι αφορά το θέμα των «μονομερών ενεργειών». Η ελληνική κυβέρνηση, αποδίδοντας το δικό της νόημα στη φράση, εκτιμά πως η προώθηση νομοσχεδίων στη Βουλή που αφορούν την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, σε καμία περίπτωση δεν οφείλει να τίθεται υπό τον έλεγχο των δανειστών. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, έχει καταστεί σαφές πως οποιοδήποτε μέτρο επιφέρει δημοσιονομικό κόστος, θα πρέπει να μπαίνει στο μικροσκόπιο των «θεσμών», ώστε να διαπιστωθεί ότι η χρηματοδότησή του είναι εξασφαλισμένη, ή, σε διαφορετική περίπτωση, να αναζητηθούν «ισοδύναμα».