«Η ελληνική κρίση έφτασε πάλι σε κορύφωση. Στο προσκήνιο πάλι η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Όμως, μετά τις ελληνικές εκλογές, φάνηκε ότι οι πολιτικοί παράγοντες, εξοπλισμένοι με την απλή κοινή λογική, θα μπορούσαν να φτάσουν σε μία συμφωνία».
Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, σε άρθρο του στη βελγική εφημερίδα Le Soir, ο καθηγητής στο London School of Economics, Πολ ντε Γκρου, ο οποίος παραθέτει απόψεις και επιχειρήματα για την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, τη συμβιβαστική επίλυση του ελληνικού προβλήματος, την υποχώρηση των αυστηρών προγραμμάτων λιτότητας και την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
«Σχηματίστηκε μία νέα κυβέρνηση, που θέλει να εξαλείψει το πρόβλημα της διαφθοράς και θέλει να μεταρρυθμίσει το φορολογικό σύστημα, ώστε οι πλούσιοι Έλληνες να πληρώνουν φόρους» τονίζει ο Βέλγος καθηγητής, υπογραμμίζοντας, ταυτόχρονα, την αυξανόμενη αναγνώριση, εντός των διεθνών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ ή η Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι τα προγράμματα λιτότητας που είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα είχαν παρατραβήξει και ωθήσει τη χώρα σε μία βαθιά οικονομική ύφεση, με τα ποσοστά ανεργίας σε απαράδεκτα επίπεδα.
Ο Βέλγος καθηγητής υποστηρίζει ότι μία συμφωνία ανάμεσα στη νέα κυβέρνηση και τους πιστωτές αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολη, διότι οι δύο πλευρές έδειξαν ανησυχητική έλλειψη κοινής λογικής, επισημαίνοντας ότι ένας συμβιβασμός είναι, παρά ταύτα, αναγκαίος, τουλάχιστον για δύο λόγους: Ο πρώτος λόγος είναι ότι ένα Grexit θα αποτελούσε πολιτική ήττα για το ιδανικό μίας ειρηνικής Ευρώπης που ευνοεί την ενσωμάτωση και την ευημερία όλων. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι το Grexit θα μπορούσε να σημάνει την αρχή του «redomination risk» και της εξόδου και άλλων χωρών από την Ευρωζώνη. Αυτό το ρίσκο θα πλανιόταν διαρθρωτικά πάνω από τη Νομισματική Ένωση, αλλάζοντας τη φύση της Ευρωζώνης. Για να αντιμετωπιστεί αυτός ο κίνδυνος, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις θα απέφευγαν να έχουν συναλλαγές ή χρέη έξω από τη χώρα τους, ακόμη και εάν αυτά ήταν σε ευρώ. Θα υπήρχε αναδόμηση της λήψης αποφάσεων για δανεισμό και επενδύσεις εντός της Ευρωζώνης. Η χρηματοοικονομική ολοκλήρωση και η τραπεζική ένωση θα «έκαναν όπισθεν». Θα μπορούσαμε μέχρι και να οδηγηθούμε στο τέλος του ενιαίου νομίσματος. Οι κρίσεις θα γίνονταν διαχρονικό χαρακτηριστικό της Ευρωζώνης.
Η συμφωνία, λοιπόν, είναι αναγκαία αλλά και δυνατή, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, όπου τονίζεται ότι θα πρέπει να βασιστεί σε δύο πυλώνες: Ο πρώτος αποτελείται από τα μέτρα της νέας κυβέρνησης για καταπολέμηση της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Ο δεύτερος πυλώνας θα πρέπει να προβλέπει μία ευελιξία του έντονου προγράμματος λιτότητας και ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Η επιμονή ορισμένων χωρών της Ευρωζώνης (μεταξύ των οποίων η Γερμανία, η Ισπανία και, δυστυχώς, τώρα και το Βέλγιο) να εφαρμοστεί το πρόγραμμα λιτότητας, προϊόν διαπραγμάτευσης με την προηγούμενη κυβέρνηση στο 100%, παραγνωρίζει μία οικονομική πραγματικότητα, αλλά και μία άλλη πολιτική πραγματικότητα.
Καταλήγοντας ο Βέλγος αναλυτής σημειώνει: «Η οικονομική πραγματικότητα είναι ότι η υπερβολική λιτότητα, όπως αυτή εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, δεν λειτουργεί. Καταστρέφοντας τον οικονομικό ιστό, μειώνεις την ικανότητα της κυβέρνησης να μειώσει το χρέος. Η δε πολιτική πραγματικότητα είναι ότι η επιμονή στη διατήρηση της λιτότητας μπορεί να προκαλέσει την πολιτική απόρριψη και να σπρώξει αυτήν τη χώρα ακόμη περισσότερο στον πολιτικό εξτρεμισμό. Μια συμφωνία, βασισμένη σε αυτούς τους δύο πυλώνες, θα είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας και της Ευρωζώνης στο σύνολό της. Ας ελπίσουμε ότι η κοινή λογική θα επικρατήσει».