Προς τη στενωπό της πρώτης αξιολόγησης, του Ασφαλιστικού αλλά και του προσδιορισμού ενός νέου, «Μνημονίου» που θα συνοδεύει την αναδιάρθρωση του χρέους, οδεύουν ταχύτατα, κυβέρνηση και δανειστές.
Με κυρίαρχη την κόπωση σε όλα τα στρατόπεδα, με την Ευρώπη να μαστίζεται από τη διπλή κρίση, του προσφυγικού και της τρομοκρατίας, την πραγματική οικονομία στην Ελλάδα γονατισμένη από φόρους, ανεργία, περικοπές και το πολιτικό σύστημα να περνά τη χειρότερη κρίση των τελευταίων δεκαετιών, ο προβληματισμός εντός και εκτός συνόρων κορυφώνεται.
Έμπειροι ξένοι τεχνοκράτες, χωρίς να αποκλείουν παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για την πρώτη αξιολόγηση έως και τις αρχές της άνοιξης, κάνουν λόγο για έτος-φωτιά που θα κρίνει εάν η Ελλάδα θα αναρριχηθεί από το χείλος του γκρεμού ξεφεύγοντας οριστικά από την απειλή του Grexit: Για να μπορέσει η Ελλάδα να αποδράσει μία και καλή από τον κίνδυνο υλοποίησης ακραίων σεναρίων πρέπει να ολοκληρωθεί, άριστα, αλληλουχία δύσκολων βημάτων, σε σκηνικό μιας εξαιρετικά εύθραυστης ισορροπίας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής εντός και εκτός Ελλάδας.
Η πρώτη πράξη της δύσκολης μάχης που θα κλιμακωθεί τους επόμενους μήνες ξεκινά την ερχόμενη εβδομάδα με την έλευση των επικεφαλής των Θεσμών. Στόχος είναι να ολοκληρωθεί έως τις 11 Δεκεμβρίου η δεύτερη δέσμη προαπαιτούμενων, να εκταμιευθεί ομαλά έως το τέλος του έτους 1 δισ. ευρώ και να μπούμε στην τελική ευθεία για να ξεκινήσει η πρώτη αξιολόγηση, όχι νωρίτερα από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου, σύμφωνα με πηγές από τους Θεσμούς.
H μητέρα των μαχών
Η πρώτη αξιολόγηση μοιραία συνδέεται με το Ασφαλιστικό, τη μητέρα των μαχών, με κορυφαία τραπεζικά στελέχη να φοβούνται πως εάν προκύψει εμπλοκή στην πιο φιλόδοξη μεταρρύθμιση που καλείται να υλοποιήσει η Ελλάδα, η θέση μας θα επιδεινωθεί ραγδαία.
Με ό,τι αυτό σημαίνει για τη δυναμική σταθεροποίησης της οικονομίας και τη ρύθμιση για το χρέος. Άλλωστε η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού πηγαίνει χέρι με χέρι με τη νέα λύση για το χρέος, αφού οι νέες δημοσιονομικές παράμετροι που θα προκύψουν, αφού μεταρρυθμιστεί το Ασφαλιστικό θα έχουν επίπτωση στον προσδιορισμό των μέτρων για το χρέος.
Την ίδια ώρα, πηγές προσκείμενες στους Θεσμούς δεν κρύβουν την ενόχληση τους για τα έντονα σημάδια μεταρρυθμιστικής κόπωσης στην κυβέρνηση και προβληματίζονται εξαιτίας της ισχνής κυβερνητικής πλειοψηφίας αλλά και της απόστασης που χωρίζει πολλούς κορυφαίους υπουργούς από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. «Θεωρητικά η αξιολόγηση μπορεί να τελειώσει τον Φεβρουάριο.
Ρεαλιστικά θα μπορούσε να τραβήξει έως τον Μάρτιο ή και τον Απρίλιο», εκτιμά ξένος αξιωματούχος. Σενάριο εξαιρετικά δυσμενές για την Ελλάδα, αφού στο ενδεχόμενο παράτασης επίπονων διαπραγματεύσεων, για την αποδέσμευση μεταξύ άλλων 3,6 δισ. ευρώ, η ρευστότητα θα ξεκινήσει πάλι να κινείται σε «κόκκινη ζώνη» και θα σημάνουν δυσβάσταχτες πλέον καθυστερήσεις στην επιστροφή στην ομαλότητα για την πραγματική οικονομία.
Χέρι χέρι, οι μεγάλες μειώσεις στις συντάξεις και ρύθμιση για το χρέος
Ανυποχώρητοι εμφανίζονται οι Θεσμοί, ζητώντας, άμεσα επώδυνες περικοπές στις συντάξεις, ακόμη και κάτω από τα 1.000 ευρώ, ώστε να βγει ο λογαριασμός που συνδέεται άμεσα με τις αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους και το κόστος που θα επωμιστούν οι εταίροι από τη νέα αναδιάρθρωση.
Με τα σημερινά δεδομένα μιλάμε για μειώσεις στις συντάξεις τα επόμενα χρόνια μεταξύ 15% - 30%, με το ακριβές ποσοστό να εξαρτάται από το σενάριο που θα προκριθεί και από πού θα ξεκινήσουν οι περικοπές. Ξένα στελέχη εκτιμούν πως εάν οι μειώσεις επεκταθούν σε όλες τις συντάξεις τότε θα μιλούσαμε για μειώσεις 6%, ενώ εάν ήταν να εφαρμοστούν στις συντάξεις άνω των 1.000 ευρώ τότε θα μιλούσαμε για περικοπές της τάξης του 30%. Έτσι σε μια ενδιάμεση λύση τα ποσοστά θα περιοριστούν από τα ακραία σενάρια του 30%, αλλά μπορεί να αποδειχθούν υπερδιπλάσια του 6%.
Πρόταση για μετάθεση των πληρωμών στα 30 χρόνια
Το ΔΝΤ, εκτός από τις ισχυρές πιέσεις για μια γενναία μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, «κατεβαίνει» στη διαπραγμάτευση για το χρέος με μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, αφού σύμφωνα με πληροφορίες τάσσεται υπέρ της παράτασης στον χρόνο αποπληρωμής κεφαλαίου των δανείων ακόμη και στα 30 χρόνια.
«Πρόκειται για ακραίες, μπορεί να πει κανείς και προκλητικές θέσεις, αφού είναι λογικό οι Ευρωπαίοι πολιτικοί και ας θέλουν, να μην μπορούν να συναινέσουν σε μία λύση που θα μεταφέρει τόσο μακριά την αποπληρωμή του χρέους. Πρέπει και οι ψηφοφόροι τους να μπορούν να δούν το χρώμα του χρήματος», σχολιάζει τραπεζικός παράγοντας, διατυπώνοντας τον προβληματισμό του για το κατά πόσο μια τόσο σκληρή αφετηρία για το Ταμείο, θα αποβεί τελικά προς όφελος της Ελλάδας.
Όπως εξηγούν ξένα στελέχη με πλούσια εμπειρία στις διαπραγματεύσεις, η στάση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αυτή τη στιγμή ερμηνεύεται και από τη μεγάλη μάχη που μαίνεται στο παρασκήνιο για το εάν το Ταμείο θα μείνει ή θα κάνει μια αναίμακτη υποχώρηση από το ελληνικό πρόγραμμα.
«Αυτή τη φορά το Ταμείο έχει τη χρυσή ευκαιρία αφού και τυπικά η συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα λήγει τον Μάρτιο του 2016, οπότε μπορεί να αποχωρήσει αναίμακτα, χωρίς να θιγεί το κύρος του», λένε χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές.
Σημειώνοντας παράλληλα πως στην Ευρώπη ο Β. Σόιμπλε είναι εκείνος που απαιτεί πάση θυσία την παραμονή του Ταμείου, το οποίο χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων και ως τεκμήριο αξιοπιστίας έναντι των Γερμανών βουλευτών, ενώ εντός του ίδιου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες για το εάν πρέπει το Ταμείο να συνεχίσει να χρηματοδοτεί ή όχι την Ελλάδα. Άλλωστε, όπως έχει δείξει η εμπειρία των τελευταίων ετών, οι αποφάσεις για το ελληνικό χρέος, αποτελούν κατά κύριο λόγο προϊόν ενός συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών, δηλαδή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρώπης, με το Ταμείο κατά καιρούς να υποχωρεί από τις αρχικά θετικές για την Ελλάδα θέσεις του, προκειμένου να κερδίσει κάτι άλλο σε άλλα μέτωπα.
Μνημόνιο χρέους
Κυρίαρχη τάση στην Ευρώπη καταρχήν είναι η όποια συμφωνία προκύψει για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, να συνοδεύεται από αυστηρούς όρους, πιθανόν υπό τη μορφή ενός πολυετούς Μνημονίου Μεταρρυθμίσεων. Η ελληνική πλευρά φέρεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να έχει αντιπροτείνει η ενεργοποίηση των μέτρων να συνδέεται με ρήτρες ανάπτυξης, που αναγκαστικά, όπως υποστηρίζει, θα περνούν από την υλοποίηση συγκεκριμένων μεταρρυθμίσεων. Όπως έχει ήδη συζητηθεί στο παρασκήνιο, μπορεί να είναι κατανοητή η σπουδή των Ευρωπαίων να δέσουν την Ελλάδα με αυστηρούς όρους (conditionality) αλλά αυτό πρέπει να γίνει στον βαθμό που δεν θα ενοχλεί τις αγορές, οι οποίες είναι και ο τελικός αποδέκτης. «Αν η γραμμή παραμείνει εξαιρετικά σκληρή στο θέμα του conditionality για τα επόμενα χρόνια, θα διατηρηθεί ζωντανό το ντιμπέιτ της διατηρησιμότητας της όποιας λύσης, κάτι που μοιραία θα πλήξει την όποια προσπάθεια ανάκτησης της επενδυτικής εμπιστοσύνης», εκτιμούν στελέχη κοντά στις διαπραγματεύσεις. Αυτό ερμηνεύει και την πρόσφατη δήλωση του υπουργού Οικονομικών Ευκλ. Τσακαλώτου που κάλεσε την Ευρώπη να αποφασίσει εάν εμπιστεύεται ή όχι την ελληνική κυβέρνηση. «Κανείς δεν θα βάλει τα χρήματά του σε ένα δεκαετές ή πενταετές ομόλογο, εάν κάθε τρεις και λίγο θα πρέπει η Αθήνα να αντιμετωπίζει σκληρά προαπαιτούμενα και ασφυκτικούς ελέγχους», τονίζει κυβερνητικό στέλεχος.
Εξοδος στις αγορές
Κυβερνητικά στελέχη δεν αποκλείουν την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές φέτος. Παράγοντες της αγοράς τονίζουν όμως πως ακόμη και εάν αυτό γίνει φέτος, δεν θα έχει τη δυναμική που είχε το 2014. «Τότε η έκδοση ομολόγου ήταν ο παράγοντας που άλλαξε το παιχνίδι, ασχέτως εάν μετά οι πολιτικοί χειρισμοί ακύρωσαν αυτή την επιτυχία στην πράξη», υποστηρίζει τραπεζικό στέλεχος.
Η ίδια πηγή εκτιμά πως ένα «game changer», παράγοντας δηλαδή που μπορεί να γυρίσει την παρτίδα υπέρ της Ελλάδας είναι μόνον η πρόκληση επενδύσεων. Κάτι που δεν είναι καθόλου βέβαιο πως μπορεί να υποστηρίξει το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό στην Ελλάδα, ιδίως με δεδομένη τη μεγάλη δυστοκία που καταγράφεται σε κρίσιμους τομείς όπως είναι, για παράδειγμα, οι αποκρατικοποιήσεις.
«Πρέπει κάποιος να πείσει με ένα δυνατό αφήγημα τους επενδυτές. Το ερώτημα είναι ποιος και πότε θα το κάνει», εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, υπογραμμίζοντας πως παγκοσμίως υπάρχει τεράστια ρευστότητα από την οποία θα μπορούσε να επωφεληθεί η χώρα και η οικονομία.