Η χώρα δύσκολα θα μπει στο 2017 με σταθερά και ασφαλή βήματα. Την ευθύνη γι’ αυτό τη φέρει όλο το πολιτικό προσωπικό.
Η κυβέρνηση πάει «μπρος πίσω» και εκεί που υπάρχει πρόοδος, εμφανίζεται μετά παλινδρόμηση. Φυσικά, το δικό της έργο είναι το πιο δύσκολο, αλλά γι’ αυτό βρίσκεται εκεί που βρίσκεται. Στην άλλη -κυριολεκτικά- πλευρά του λόφου η αντιπολίτευση, και ειδικά η αξιωματική, συμπεριφέρεται συγκρουσιακά. Και άρα ανεύθυνα. Ουδείς έχει διδαχθεί οτιδήποτε από την τραγωδία, που σέρνει τη χώρα με την ευθύνη όσων κυβερνούν και όσων αντιπολιτεύονται.
Από την αρχή της οικονομικής κρίσης ήταν ορατή η χιονοστιβάδα που ερχόταν. Όλο το διάστημα της κρίσης έλλειψε στο πολιτικό πεδίο η πιο ουσιώδης προϋπόθεση για την αντιμετώπισή της: Δηλαδή η συναίνεση! Αγνοήθηκαν όλες οι προτροπές εταίρων και δανειστών, ότι χωρίς συναίνεση η όποια προσπάθεια «δεν βγαίνει πέρα». Η χώρα έγινε μαύρο πρόβατο στην Ευρωζώνη όχι μόνο λόγω απουσίας μεταρρυθμίσεων. Από την πρώτη στιγμή οι εταίροι, με μία φωνή, μας επισήμαιναν το κόστος απουσίας συναίνεσης.
Τα γεγονότα είναι γνωστά. Ο Γ. Παπανδρέου αντί να προσπαθεί να δαιμονοποιεί τους αντιπάλους του, έπρεπε να ζητήσει συστράτευση. Δεν το έκανε. Κατέρρευσε υπό το βάρος της ανικανότητάς του. Βρέθηκε αντιμέτωπος με τον πρωτοφανή συγκρουσιακό λαϊκισμό του Σαμαρά. Ο τελευταίος, αντί να αφήσει τον Παπαδήμο να σταθεροποιήσει την κατάσταση (όπως συνέβη με τον Μόντι στην Ιταλία), προκάλεσε πρόωρες εκλογές. Όμως, ό,τι έσπειρε θέρισε. Ήρθε στην εξουσία ο Τσίπρας προκαλώντας συγκρουσιακά και αυτός πρόωρες εκλογές. Με τη σειρά του ο Μητσοτάκης είναι εκείνος που επιλέγει τη μετωπική σύγκρουση και απαιτεί τώρα πρόωρες εκλογές, που είναι το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα.
Το αίτημα των αντιπολιτεύσεων για πρόωρες εκλογές, από μόνο του, είναι όχημα ακραίας πόλωσης. Διότι οι όποιες κυβερνήσεις δαιμονοποιούνται. Καταγγέλλονται ως «καταστροφείς». Προσφάτως, βουλευτής -του σκληρού πυρήνα της ηγεσίας της ΝΔ- αποκάλεσε τον ΣΥΡΙΖΑ «συμμορία». Έτσι απλά. Ως κουβέντα του καφενείου. Σιγά σιγά οι καφενειακές εκφράσεις έχουν ενσωματωθεί στον λόγο του πολιτικού προσωπικού. Η κλίμακα ύβρεων ανεβαίνει διαρκώς. Και το επίπεδο (ή ό,τι απομένει από αυτό) κατρακυλά στα τάρταρα. Και ουδείς εκπλήσσεται.
Χρειαζόμαστε συναίνεση των πολιτικών ελίτ στη μάχη κατά της κρίσης; Την απάντηση την έδωσαν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Κύπρος, που σταθεροποίησαν την οικονομία τους αποφεύγοντας ακραίες κομματικές συγκρούσεις και χτίζοντας γέφυρες πολιτικής συνεννόησης. Μειώνουν την ανεργία τους. Έχουν ανάπτυξη. Προσελκύουν επενδύσεις. Η Ιρλανδία ειδικά πέρασε από την καταστροφή στο θαύμα. Όλες αυτές οι χώρες, στο πολιτικό πεδίο, υπήρξαν ο αντίποδας του άρρωστου κλίματος της χώρας μας. Βρήκαν κοινούς τόπους. Δεν προχώρησαν σε ολοκληρωτικούς πολιτικούς πολέμους που, όπως λένε οι Αγγλοσάξονες, δεν θα αφήσουν πίσω τους αιχμαλώτους.
Οι πολιτικές ελίτ συνεχίζουν αμείωτα τον δρόμο των τυφλών μετωπικών συγκρούσεων. Δεν εξόρισαν απλώς τα όποια ψήγματα συναίνεσης απέμειναν. Αντί κουλτούρας συναίνεσης, διαμορφώνεται πλέον μια κουλτούρα ακραίας σύγκρουσης! Αυτή σκορπίζει παντού το δηλητήριό της. Με τις κραυγές, οι αρχηγοί νομίζουν ότι γίνονται ηγέτες. Ενώ είναι απλώς μαριονέτες άρρωστων κομμάτων, που ζητούν αίμα. Άτολμα οι αρχηγοί, αντί να κάνουν τα δύσκολα και υπεύθυνα, επιλέγουν τα εύκολα και ανεύθυνα. Εδώ, χωρίς να το καταλαβαίνουν, συμφωνούν εν τέλει ο ένας με τον άλλο. Σε τι; Στο να γίνει η χώρα για τα καλά μια πολιτικά καμμένη γη. Αυτή είναι η κυρίαρχη κληρονομιά τους. Καθώς σερνόμαστε στο 2017.