Οι εργασιακές σχέσεις βρίσκονται και πάλι στο επίκεντρο των συζητήσεων μεταξύ Κυβέρνησης και εκπροσώπων των δανειστών.
Δεν είναι ακόμη γνωστό , τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές , εάν υπάρχει σύγκλιση ώστε να είναι εφικτή μια συμφωνία. Το βέβαιο όμως είναι ότι υπάρχουν πολλά ερωτηματικά σε σχέση με τις προσεγγίσεις της μιας ή της άλλης πλευράς για το μεγάλο αυτό θέμα , χωρίς να είναι και το σημαντικότερο από αυτά που συζητούνται στα πλαίσια της δεύτερης αξιολόγησης.
Υπάρχει για παράδειγμα το θέμα των μέτρων για να «καλυφθεί» ένα ποσό 3,6 δισ. ευρώ με τη μείωση του αφορολόγητου και τη μείωση των συντάξεων.
Υπάρχει το ύψος του πλεονάσματος στο 3,5% του ΑΕΠ που πρέπει να πετύχει η χώρα για τα επόμενα 3, 5 ή και περισσότερα χρόνια. Ένας στόχος ανέφικτος που οδηγεί σε νέα μέτρα λιτότητας.
Το γεγονός ότι δίνεται μια μεγάλη «μάχη» για τις εργασιακές σχέσεις αυτή την περίοδο και ειδικά με τον τρόπο που δίνεται, είναι μάλλον σε λάθος κατεύθυνση.
Όχι γιατί δεν είναι μεγάλο θέμα. Όχι γιατί δεν θα πρέπει να δούμε το μεγάλο πρόβλημα της συνεχούς απορρύθμισης στην αγορά εργασίας.
Από τη μια πλευρά οι « θεσμοί» απαιτούν αλλαγές για τις οποίες δεν υπάρχει λογική. Καμιά εργοδοτική οργάνωση στην Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα με το καθεστώς των απολύσεων ή με το πλαίσιο προκήρυξης των απεργιών ούτε έχει τεθεί τέτοιο θέμα από την πλευρά τους. Άλλα είναι τα προβλήματα για τις επιχειρήσεις και αυτά έχουν να κάνουν με την αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει, με το έλλειμμα ρευστότητας, με τη συνεχή λιτότητα που μειώνει την κατανάλωση, με την υπερφορολόγηση, με τις αδυναμίες της Δημόσιας Διοίκησης και άλλα πολλά.
Από την άλλη πλευρά η Κυβέρνηση φαίνεται να έχει υπερεκτιμήσει τη σημασία των συλλογικών συμβάσεων με την προηγούμενη μορφή τους , ως άμεσο μέτρο εφαρμογής. Το μεγάλο πρόβλημα της απορρύθμισης στην αγορά εργασίας δεν μπορεί να λυθεί ακόμη και με το πιο φιλεργατικό νομοθετικό πλαίσιο , όταν είναι αυτές οι συνθήκες στην οικονομία με την ανεργία σταθεροποιημένη σε επίπεδα άνω του 23%. Εξάλλου, όπως είναι γνωστό, πολλές από τις ρυθμίσεις που έγιναν το 2011 και 2012, είχαν συγκεκριμένη περίοδο ισχύος . Ειδικότερα η κατάργηση της επεκτασιμότητας των συμβάσεων , της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων , σύμφωνα με το άρθρο 37 του νόμου 4024/2011, όπως και η κατάργηση επί της ουσίας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού με την υπ’ αριθ. 6 ΠΥΣ του 2012, ήταν ρυθμίσεις οι οποίες έληγαν το 2015 αρχικά και μετά το 2016. Δηλαδή μέχρι τη λήξη του τότε προγράμματος με βάση το 2ο μνημόνιο.
Αφού καταφέραμε να έχουμε νέο μνημόνιο μέχρι το καλοκαίρι του 2018 είναι πολύ δύσκολο να πετύχεις συμφωνία με την οποία να ακυρώνονται οι ρυθμίσεις που αφορούν σε όλη την περίοδο που η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Δεν είναι κακή μια τέτοια προσπάθεια , αλλά, είναι μάλλον δυσανάλογη σε σχέση με την αξία της και με την δυνατότητα επίτευξης των στόχων.
Σε κάθε περίπτωση η επιχειρηματολογία δεν μπορεί να εστιάζεται στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και μόνο. Ένα κεκτημένο που βέβαια υπάρχει στην Ευρώπη και είναι σημαντικό σε κρίσιμους τομείς.
Η Ευρώπη είναι η περιοχή του πλανήτη που έχει ως κεκτημένο τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ασφάλιση , την περίθαλψη, το ελάχιστο εγγυημένο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης , το δικαίωμα του «συνδικαλίζεστε» , της απεργίας , του κοινωνικού διαλόγου , των συλλογικών συμβάσεων εργασίας κ.λ.π.
Όλα αυτά, όμως, δυστυχώς , χωρίς...ενιαίο πλαίσιο.
Γιατί υπάρχουν χώρες που έχουν επί της ουσίας ελεύθερο καθεστώς απολύσεων. Όμως στη Δανία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες ο άνεργος προστατεύεται με ικανοποιητικό εισόδημα και με ένα οργανωμένο κοινωνικό κράτος, κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα.
Υπάρχουν χώρες που οι επιχειρησιακές συμβάσεις αποτελούν τον κορμό των συλλογικών συμβάσεων , όπως στην Γερμανία , αλλά, εκεί λειτουργούν πολλές επιχειρήσεις με εκατοντάδες ή και χιλιάδες εργαζόμενους. Δεν συμβαίνει το ίδιο στην Ελλάδα όπου πάνω από το 97% των επιχειρήσεων απασχολούν μέχρι 20 εργαζόμενους. Άρα, εδώ οι κλαδικές συμβάσεις προφανώς και έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία. Και όταν αυτές οι συμβάσεις υπογράφονται από μια διαπιστωμένη πλειοψηφία η οποία μπορεί να είναι και ενισχυμένη, δεν είναι δίκαιο ούτε προς όφελος του υγιούς ανταγωνισμού να υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν την εφαρμόζουν. Αυτή είναι η αξία της επεκτασιμότητας.
Στην όποια λοιπόν επιχειρηματολογία, δεν μπορεί να απουσιάζει η επίκληση της ιδιαιτερότητας της χώρας σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο.