Στη δημιουργία bad bank για τη διαχείριση των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων οδηγεί η αδυναμία των τραπεζών να έρθουν σε συνεννόηση για την αποτελεσματική επίλυση του προβλήματος των επιχειρηματικών NPLs.
Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ανέρχονταν στο εννεάμηνο του 2017 σε 135,6 δισ. ευρώ και αποτελούν το 60,2% της συνολικής χρηματοδότησης των ελληνικών εμπορικών τραπεζών. Από τα δάνεια αυτά το 43,6% είναι δάνεια που δεν εξυπηρετούνται, με τον λόγο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο να συνεχίζει να επηρεάζεται κυρίως από το υψηλό ποσοστό στην κατηγορία των μεγάλων και μικρομεσαίων (38,9%) και των πολύ μικρών επιχειρήσεων (66,5%). Σχετικά με τη διάρθρωση των χρηματοδοτήσεων στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, σημειώνεται ότι το 19,7% των συνολικών χρηματοδοτήσεων προς επιχειρήσεις έχουν δοθεί σε εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον κλάδο του εμπορίου, με τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για τον εν λόγω κλάδο να κυμαίνεται σε επίπεδα μεγαλύτερα του μέσου όρου του αντίστοιχου δείκτη των επιχειρηματικών ανοιγμάτων (57,6% έναντι 43,6%).
Πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της εστίασης (77,9%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (56,4%), των τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (69%), της μεταποίησης (46,5%) και των κατασκευών (52,2%). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους της ενέργειας (4,9%), της δημόσιας διοίκησης (0,7%) και των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων (20,1%).
Ειδικότερα, την επόμενη μέρα για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων των ελληνικών τραπεζών, μετά τη λήξη του πλάνου στοχοθεσίας που έχει συμφωνηθεί με τον SSM, σχεδιάζουν οι εποπτικές αρχές. Σύμφωνα με πληροφορίες, ΕΚΤ και Κομισιόν έχουν καταλήξει στη δημιουργία ελληνικής bad bank, στο πλαίσιο μιας γενικότερης στρατηγικής, η οποία έχει απορρίψει τη δημιουργία πανευρωπαϊκού μηχανισμού στον οποίο θα μεταβιβαστούν τα «κόκκινα» δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών και έχει καταλήξει στη δημιουργία εθνικών bad banks. Η απόφαση για τη δημιουργία εθνικών «κακών» τραπεζών για τη διαχείριση των NPLs αναμένεται να βγει προσεχώς στη δημοσιότητα και θα αποτελέσει τη «χρυσή» τομή στον γρίφο της εξυγίανσης των τραπεζών μέσω της αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς να διακυβευθεί η ασφάλεια των καταθέσεων.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, στις εθνικές bad banks έχει αποφασιστεί να μεταβιβαστούν μόνο επιχειρηματικά δάνεια και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όσο για την τιμή στην οποία θα μεταβιβαστούν τα δάνεια στην bad bank, μελετάται στην παρούσα φάση η διαμόρφωση μιας τιμής μεταξύ της τρέχουσας τιμής αγοράς και της εύλογης αξίας που υπολογίζεται ότι θα έχουν τα δάνεια αυτά μετά από διάστημα 2-3 ετών.
Από την τιμολόγηση των δανείων θα κριθεί και το εάν οι εθνικές bad banks θα συσταθούν με κρατικά ή με ιδιωτικά κεφάλαια. Εάν η τιμή της μεταβίβασης στην bad bank είναι υψηλή και άρα οι τράπεζες απαλλαγούν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια χωρίς να γράψουν ζημιές, τότε δεν θα υπάρχει κίνητρο για ιδιώτες επενδυτές να συμμετάσχουν στην bad bank. Αν αντιθέτως, η τιμή μεταβίβασης των NPLs γίνει κοντά στις τιμές αγοράς, τότε θα υπάρξουν ζημίες για τις τράπεζες και η δημιουργία bad bank θα είναι υπόθεση ιδιωτικών κεφαλαίων.
Όσον αφορά την ελληνική bad bank, ο στόχος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, είναι να μπορεί να λειτουργήσει το αργότερο μέχρι τα τέλη του 2019, οπότε και λήγει το πλάνο στοχοθεσίας που έχει συμφωνήσει ο SSΜ με τις ελληνικές τράπεζες. Και αυτό διότι το τέλος του 2019 θα βρει τις ελληνικές τράπεζες με δείκτη NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα) στο 35,2%, ναι μεν μειωμένο από το σημερινό 44,6%, αλλά σχεδόν επτά φορές υψηλότερο από τον σημερινό μέσο ευρωπαϊκό όρο που κινείται στο 4,6%! Η απόσταση αυτή δεν θα μπορέσει να καλυφθεί με τα μέσα μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που θα χρησιμοποιήσουν οι τράπεζες (ρυθμίσεις, πλειστηριασμοί, πωλήσεις), ειδικά τη στιγμή που η ταχεία μείωση των NPLs είναι ζωτικής σημασίας ώστε οι ελληνικές τράπεζες να μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν την επανεκκίνηση της οικονομίας.
Στο τέλος του γ’ τριμήνου 2017 το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κατά 2,4% από το τέλος Ιουνίου 2017 (και 5,5% από το τέλος Δεκεμβρίου 2016), αγγίζοντας τα 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων. Σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, οπότε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, στο τέλος Σεπτεμβρίου η μείωση ήταν της τάξεως του 7,6% ή κατά 8,2 δισ. ευρώ. Ο τελικός στόχος για τον Δεκέμβριο του 2019 είναι το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων να διαμορφωθεί στα 64,6 δισ. ευρώ (από 106,9 δισ. στην εκκίνηση του πλάνου στοχοθεσίας τον Ιούνιο 2016) και των μη εξυπηρετούμενων δανείων στα 38,6 δισ. ευρώ (από 78,3 δισ. ευρώ αντιστοίχως).
Για τις ελληνικές τράπεζες, η λύση της bad bank θα οδηγήσει τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων εκτός τραπεζών, πράγμα το οποίο είναι το υγιές, αφού θα απελευθερώσει δυνάμεις προς την κατεύθυνση που αποτελεί το γνωστικό αντικείμενο των τραπεζών: τη χορήγηση δανείων. Κατ’ επέκταση, όσοι μέτοχοι επένδυσαν στις ελληνικές τράπεζες, αποβλέποντας στα κέρδη από τη διαχείριση των NPLs, θα πρέπει να επενδύσουν πλέον στην bad bank και στις τράπεζες να μπουν νέα, αμιγώς τραπεζικά κεφάλαια.
Υποχρέωση πληρωμών βάσει ρύθμισης
Η μεταφορά μη εξυπηρετούμενων δανείων στην bad bank δεν θα ισοδυναμεί για τους δανειολήπτες με χάρισμα οφειλών.
Η bad bank θα λειτουργεί όπως μία εταιρεία διαχείρισης και ο δανειολήπτης θα παραμένει υποχρεωμένος να αποπληρώσει την οφειλή του στη βάση της συμφωνημένης ρύθμισης.
Ακόμη και στην περίπτωση που η bad bank συσταθεί με κρατικά κεφάλαια, δεν θα είναι δυνατή η άσκηση πολιτικής μέσω των «κόκκινων» δανείων.
Και αυτό διότι καθώς η bad bank θα έχει συσταθεί με κεφάλαια των φορολογουμένων, οποιοδήποτε χάρισμα οφειλής θα έχει ως αντίβαρο είτε την επιβολή επιπλέον φόρων είτε το «κούρεμα» καταθέσεων.