Το σύνταγμα της ΠΓΔΜ βρίθει αλυτρωτικών αναφορών, παρά τις αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις τις οποίες έχει υποστεί, με πιο πρόσφατη αυτή του 2011, αναφέρεται σε δημοσίευμα της Καθημερινής.
Ο αλυτρωτισμός είναι ευκρινής ήδη από το προοίμιο του συντάγματος, το οποίο, μάλιστα, έχει τροποποιηθεί και βελτιωθεί έναντι της αρχικής μορφής του. Εκεί γίνεται λόγος για "τις παραδόσεις της πολιτειακής κατάστασης και νομιμότητας της Δημοκρατίας του Κρουσόβου και των αποφάσεων της Αντιφασιστικής Συνέλευσης της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας, και το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου 1991", ως θεμέλια της απόφασης για δημιουργία της "Δημοκρατίας της Μακεδονίας", αλλά και του συντάγματος της χώρας.
Η Αντιφασιστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας, γνωστή με το ακρωνύμιο ASNOM, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό στόχο την "ενοποίηση" της γεωγραφικής Μακεδονίας, παρουσιάζοντας τα τμήματά της που ανήκαν τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στα υπόλοιπα κράτη ως υπό κατοχή. Στο άρθρο 3, το οποίο προσδιορίζει τα σύνορα της ΠΓΔΜ ως "απαραβίαστα", έχει γίνει μια προσθήκη η οποία αναφέρει ότι η χώρα "δεν έχει εδαφικές αξιώσεις έναντι οποιουδήποτε γειτονικού κράτους". Ωστόσο τονίζεται ότι τα σύνορα μπορεί να αλλάξουν μόνο σε συμφωνία με το σύνταγμα "και στην αρχή της ελεύθερης βούλησης, όσο και σε συμφωνία με τους γενικά αποδεκτούς διεθνείς κανόνες".
Τα άρθρα 4 και 7 του συντάγματος είναι εκείνα που προσδιορίζουν ως "μακεδονική" την ιθαγένεια και τη γλώσσα των Σλαβομακεδόνων της ΠΓΔΜ. Το άρθρο 49 του συντάγματος είναι, επίσης, μια κατ’ εξοχήν επίδειξη αλυτρωτισμού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι "η Δημοκρατία ενδιαφέρεται για το καθεστώς και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων που ανήκουν στον Μακεδονικό Λαό σε γειτονικές χώρες καθώς και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες, βοηθά την πολιτισμική ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς μεταξύ τους". Επ’ αυτού, στην τελευταία αναθεώρηση έγινε μια προσθήκη (Addendum) όπου αναφέρεται ότι "στην άσκηση αυτής της μέριμνας η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους".
Τα άρθρα 130 και 131 περιγράφουν τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει συνταγματική αναθεώρηση στη γείτονα και, εν πολλοίς, σκιαγραφούν τα εμπόδια της Ελλάδας στην πορεία για μια συμφωνία erga omnes. Στο άρθρο 130 τονίζεται ότι αλλαγή στο σύνταγμα μπορεί να γίνει α) με πρόταση του προέδρου (δηλαδή του εκ του VMRO προερχόμενου Γκιόργκι Ιβάνοφ), β) με κυβερνητική πρωτοβουλία 30 βουλευτών ή γ) με 150.000 υπογραφές. Στο άρθρο 131 ορίζεται ότι "για να αρχίσει" η διαδικασία αλλαγής του συντάγματος, απαιτούνται τα δύο τρίτα (δηλαδή 80 από τους 120 βουλευτές) της Βουλής. Επ’ αυτού έχει γίνει μια ενδιαφέρουσα προσθήκη το 2005, όπου η πλειοψηφία των ψήφων στη Βουλή θα πρέπει να ανταποκρίνεται όχι επί του συνόλου του πληθυσμού της ΠΓΔΜ αλλά επί κοινοτήτων που την απαρτίζουν.
Ο αλυτρωτισμός είναι ευκρινής ήδη από το προοίμιο του συντάγματος, το οποίο, μάλιστα, έχει τροποποιηθεί και βελτιωθεί έναντι της αρχικής μορφής του. Εκεί γίνεται λόγος για "τις παραδόσεις της πολιτειακής κατάστασης και νομιμότητας της Δημοκρατίας του Κρουσόβου και των αποφάσεων της Αντιφασιστικής Συνέλευσης της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας, και το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου 1991", ως θεμέλια της απόφασης για δημιουργία της "Δημοκρατίας της Μακεδονίας", αλλά και του συντάγματος της χώρας.
Η Αντιφασιστική Συνέλευση της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας, γνωστή με το ακρωνύμιο ASNOM, αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό στόχο την "ενοποίηση" της γεωγραφικής Μακεδονίας, παρουσιάζοντας τα τμήματά της που ανήκαν τόσο στη Γιουγκοσλαβία όσο και στα υπόλοιπα κράτη ως υπό κατοχή. Στο άρθρο 3, το οποίο προσδιορίζει τα σύνορα της ΠΓΔΜ ως "απαραβίαστα", έχει γίνει μια προσθήκη η οποία αναφέρει ότι η χώρα "δεν έχει εδαφικές αξιώσεις έναντι οποιουδήποτε γειτονικού κράτους". Ωστόσο τονίζεται ότι τα σύνορα μπορεί να αλλάξουν μόνο σε συμφωνία με το σύνταγμα "και στην αρχή της ελεύθερης βούλησης, όσο και σε συμφωνία με τους γενικά αποδεκτούς διεθνείς κανόνες".
Τα άρθρα 4 και 7 του συντάγματος είναι εκείνα που προσδιορίζουν ως "μακεδονική" την ιθαγένεια και τη γλώσσα των Σλαβομακεδόνων της ΠΓΔΜ. Το άρθρο 49 του συντάγματος είναι, επίσης, μια κατ’ εξοχήν επίδειξη αλυτρωτισμού. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι "η Δημοκρατία ενδιαφέρεται για το καθεστώς και τα δικαιώματα εκείνων των προσώπων που ανήκουν στον Μακεδονικό Λαό σε γειτονικές χώρες καθώς και για τους εκπατρισμένους Μακεδόνες, βοηθά την πολιτισμική ανάπτυξη και προωθεί τους δεσμούς μεταξύ τους". Επ’ αυτού, στην τελευταία αναθεώρηση έγινε μια προσθήκη (Addendum) όπου αναφέρεται ότι "στην άσκηση αυτής της μέριμνας η Δημοκρατία δεν θα παρεμβαίνει στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών ή στις εσωτερικές υποθέσεις τους".
Τα άρθρα 130 και 131 περιγράφουν τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να γίνει συνταγματική αναθεώρηση στη γείτονα και, εν πολλοίς, σκιαγραφούν τα εμπόδια της Ελλάδας στην πορεία για μια συμφωνία erga omnes. Στο άρθρο 130 τονίζεται ότι αλλαγή στο σύνταγμα μπορεί να γίνει α) με πρόταση του προέδρου (δηλαδή του εκ του VMRO προερχόμενου Γκιόργκι Ιβάνοφ), β) με κυβερνητική πρωτοβουλία 30 βουλευτών ή γ) με 150.000 υπογραφές. Στο άρθρο 131 ορίζεται ότι "για να αρχίσει" η διαδικασία αλλαγής του συντάγματος, απαιτούνται τα δύο τρίτα (δηλαδή 80 από τους 120 βουλευτές) της Βουλής. Επ’ αυτού έχει γίνει μια ενδιαφέρουσα προσθήκη το 2005, όπου η πλειοψηφία των ψήφων στη Βουλή θα πρέπει να ανταποκρίνεται όχι επί του συνόλου του πληθυσμού της ΠΓΔΜ αλλά επί κοινοτήτων που την απαρτίζουν.