Μπορεί η ελληνική οικονομία να ανακάμπτει, αργούν όμως να επουλωθούν οι πληγές της κρίσης. Η κατανάλωση των ελληνικών νοικοκυριών παραμένει σε επίπεδα κατώτερα του μέσου όρου της Ε.Ε., όπως και το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Σταθερό παραμένει και το χάσμα Βορρά και Νότου μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat γαι την πραγματική ιδιωτική κατανάλωση των ευρωπαϊκών νοικοκυριών το 2018, όπου παρατηρούνται πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών-μελών, με την κατανάλωση των νοικοκυριών σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο να ξεπερνούν κατά πολύ τον κοινοτικό μέσο όρο, έναντι χωρών όπως η Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, με ποσοστά κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε.
Το υψηλότερο επίπεδο πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ε.Ε. σημειώθηκε στο Λουξεμβούργο, όπου ήταν 34% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat. Ακολουθεί η Γερμανία(20% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.) και χώρες όπως Αυστρία, Δανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Φινλανδία, Σουηδία και Γαλλία, με επίπεδα 7% έως 17% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η κατά κεφαλήν ιδιωτική πραγματική κατανάλωση σε 14 χώρες-μέλη κινήθηκε πέρυσι μεταξύ του μέσου όρου της Ε.Ε. και 30% χαμηλότερα. Σε Ιταλία, Ιρλανδία και Κύπρο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ήταν 10% ή και χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ σε Λιθουανία, Πορτογαλία, Τσεχία και Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Σε Ελλάδα, Σλοβενία, Πολωνία, Εσθονία, Σλοβακία και Ρουμανία η κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν μεταξύ 20% και 30% κάτω το κοινοτικού μέσου όρου, ενώ σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες -Λετονία, Κροατία και Ουγγαρία- η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση ήταν σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα(30% έως 40% κάτω του μέσου όρου Ε.Ε.). H Bουλγαρία καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, με την κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση να διαμορφώνεται σχεδόν στο ήμισυ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ειδικότερα για τη χώρα μας, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση ανέρχεται μόλις στο 77% του κοινοτικού μέσου όρου, παραμένοντας σχεδόν στάσιμη την τριετία έως το 2018, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat.
Σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών-μελών παρατηρούνται και ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το Λουξεμβούργο είναι η χώρα που εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό 261%, ενώ η Βουλγαρία το χαμηλότερο(51% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Στην Ελλάδα και παρά την έξοδο από την κρίση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει την τελευταία τριετία σε επίπεδα κατώτερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου(68%). Mάλιστα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων είναι χαμηλότερο εν συγκρίσει με τα αντίστοιχα επίπεδα σε χώρες όπως η Πολωνία, Εσθονία ή Σλοβακία.
Σταθερό παραμένει και το χάσμα Βορρά και Νότου μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν τα τελευταία στοιχεία της Eurostat γαι την πραγματική ιδιωτική κατανάλωση των ευρωπαϊκών νοικοκυριών το 2018, όπου παρατηρούνται πολύ μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των χωρών-μελών, με την κατανάλωση των νοικοκυριών σε χώρες όπως το Λουξεμβούργο να ξεπερνούν κατά πολύ τον κοινοτικό μέσο όρο, έναντι χωρών όπως η Ελλάδα, Ιταλία και Ισπανία, με ποσοστά κάτω του μέσου όρου της Ε.Ε.
Το υψηλότερο επίπεδο πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης στην Ε.Ε. σημειώθηκε στο Λουξεμβούργο, όπου ήταν 34% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat. Ακολουθεί η Γερμανία(20% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.) και χώρες όπως Αυστρία, Δανία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Φινλανδία, Σουηδία και Γαλλία, με επίπεδα 7% έως 17% πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η κατά κεφαλήν ιδιωτική πραγματική κατανάλωση σε 14 χώρες-μέλη κινήθηκε πέρυσι μεταξύ του μέσου όρου της Ε.Ε. και 30% χαμηλότερα. Σε Ιταλία, Ιρλανδία και Κύπρο, η κατά κεφαλήν κατανάλωση ήταν 10% ή και χαμηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ σε Λιθουανία, Πορτογαλία, Τσεχία και Μάλτα ήταν μεταξύ 10% και 20% χαμηλότερα.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Σε Ελλάδα, Σλοβενία, Πολωνία, Εσθονία, Σλοβακία και Ρουμανία η κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν μεταξύ 20% και 30% κάτω το κοινοτικού μέσου όρου, ενώ σε τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες -Λετονία, Κροατία και Ουγγαρία- η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση ήταν σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα(30% έως 40% κάτω του μέσου όρου Ε.Ε.). H Bουλγαρία καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, με την κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση να διαμορφώνεται σχεδόν στο ήμισυ του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ειδικότερα για τη χώρα μας, η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση ανέρχεται μόλις στο 77% του κοινοτικού μέσου όρου, παραμένοντας σχεδόν στάσιμη την τριετία έως το 2018, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat.
Σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών-μελών παρατηρούνται και ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Το Λουξεμβούργο είναι η χώρα που εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό 261%, ενώ η Βουλγαρία το χαμηλότερο(51% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Στην Ελλάδα και παρά την έξοδο από την κρίση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ παραμένει την τελευταία τριετία σε επίπεδα κατώτερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου(68%). Mάλιστα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων είναι χαμηλότερο εν συγκρίσει με τα αντίστοιχα επίπεδα σε χώρες όπως η Πολωνία, Εσθονία ή Σλοβακία.