Το είχε υποσχεθεί χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα ο Μάριο Ντράγκι στον Τσίπρα το φθινόπωρο του 2018.
Η Λαγκάρντ όμως έδωσε απάντηση με συγκεκριμένο χρόνο εφαρμογής: Στα μέσα του 'Α τριμήνου του 2020 η ΕΚΤ, δια του SSM, θα ακυρώσει το "απαγορευτικό” που είχε εκδοθεί στις αρχές του 2015. Τότε είχε βγάλει από την αγορά τις ελληνικές τράπεζες "παγώνοντας” την δυνατότητά τους να "παίζουν” ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και έτσι τις είχε στερήσει αφ' ενός την δυνατότητα να απολαμβάνουν τις υψηλές τους αποδόσεις – επηρεάζοντας δραστικά τα κέρδη τους – ενώ παράλληλα στερούσε το ελληνικό δημόσιο από ένα ισχυρό "ντόπιο” αγοραστή που θα βοηθούσε και στην διαμόρφωση των τιμών.
Το Capital.gr επανειλημμένα είχε αναδείξει από το φθινόπωρο του 2018 το "αίτημα” αυτό, που τελικά η οριστική αποδοχή του, φαίνεται ότι δρομολογήθηκε στην συνάντηση Λαγκάρντ – Μητσοτάκη.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μπορούν μετά την "πράξη” αυτή να επενδύουν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, αντικαθιστώντας έτσι τις ετήσιες "ζημίες” που προκύπτουν από τις καταθέσεις τους (με αρνητικά επιτόκια) στην ΕΚΤ, με "κέρδη” από τα θετικά επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Μέχρι σήμερα το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν είχε "παγώσει” στα 8 δισ. ευρώ, αλλά μετά την ακύρωση της απαγόρευσης ο στόχος είναι να αυξηθούν στα 12 και μετά στα 15 δισ. ευρώ.
Βέβαια η απαγόρευση αυτή που είχε συνδεθεί με την "επικινδυνότητα” των ελληνικών τίτλων έχει μέχρι σήμερα κοστίσει σημαντικές απώλειες σε διαφυγόντα κέρδη από τις ελληνικές τράπεζες, αφού τα ελληνικά ομόλογα στο ίδιο διάστημα έδωσαν υψηλές αποδόσεις σε όλους τους άλλους επενδυτές μαζί και στις κεντρικές τράπεζες που τα είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους, μεταξύ αυτών και η ΤτΕ.
Η αλλαγή αυτή όμως έχει και άλλες σημαντικές συνέπειες.
Μία εξ αυτών, ίσως η σημαντικότερη για την εγχώρια αγορά ομολόγων, είναι ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στην διαμόρφωση των τιμών και των αποδόσεων τους, καθώς ο σχετικά μικρός όγκος των ελεύθερων προς διαπραγμάτευση κρατικών τίτλων, με την "είσοδο” και των ελληνικών τραπεζών στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά θα επηρεάσει βελτιωτικά προφανώς την διαμόρφωση των τιμών.
Ένας νέος "παίκτης” (οι εγχώριες τράπεζες) θα μπει – έστω και καθυστερημένα - στην αγορά βελτιώνοντας την "ποιότητα” της ήδη αυξημένης... ζήτησης.
Οι εκτιμήσεις είναι ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των αποδόσεων και των spreads, πράγμα που θα περιορίσει μεν το εύρος της ωφέλειας για τις τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα θα συμπαρασύρει προς τα κάτω συνολικά το κόστος αναχρηματοδότησης και του ιδιωτικού τομέα (εταιρικά ομόλογα). Και αυτό θα συμβεί σε μία φάση που αναμένεται ραγδαία επέκταση εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, τόσο των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων όσο και – κυρίως – για τους τίτλους που θα εκδώσουν οι τράπεζες με την τιτλοποίηση των Npls και Npes μέσω του "Ηρακλή”.
Από την άποψη αυτή η εκ νέου εμπλοκή των των τραπεζών με την έγκριση της ΕΚΤ στην αγορά των κρατικών ομολόγων στα μέσα του 'Α τριμήνου του 2020, εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ένα καταλυτικό στοιχείο για την βελτίωση του περιβάλλοντος αναχρηματοδότησης του ιδιωτικού χρέους, πέραν του κρατικού.
Η Λαγκάρντ όμως έδωσε απάντηση με συγκεκριμένο χρόνο εφαρμογής: Στα μέσα του 'Α τριμήνου του 2020 η ΕΚΤ, δια του SSM, θα ακυρώσει το "απαγορευτικό” που είχε εκδοθεί στις αρχές του 2015. Τότε είχε βγάλει από την αγορά τις ελληνικές τράπεζες "παγώνοντας” την δυνατότητά τους να "παίζουν” ελληνικά κρατικά ομόλογα. Και έτσι τις είχε στερήσει αφ' ενός την δυνατότητα να απολαμβάνουν τις υψηλές τους αποδόσεις – επηρεάζοντας δραστικά τα κέρδη τους – ενώ παράλληλα στερούσε το ελληνικό δημόσιο από ένα ισχυρό "ντόπιο” αγοραστή που θα βοηθούσε και στην διαμόρφωση των τιμών.
Το Capital.gr επανειλημμένα είχε αναδείξει από το φθινόπωρο του 2018 το "αίτημα” αυτό, που τελικά η οριστική αποδοχή του, φαίνεται ότι δρομολογήθηκε στην συνάντηση Λαγκάρντ – Μητσοτάκη.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες θα μπορούν μετά την "πράξη” αυτή να επενδύουν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα, αντικαθιστώντας έτσι τις ετήσιες "ζημίες” που προκύπτουν από τις καταθέσεις τους (με αρνητικά επιτόκια) στην ΕΚΤ, με "κέρδη” από τα θετικά επιτόκια των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Μέχρι σήμερα το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν είχε "παγώσει” στα 8 δισ. ευρώ, αλλά μετά την ακύρωση της απαγόρευσης ο στόχος είναι να αυξηθούν στα 12 και μετά στα 15 δισ. ευρώ.
Βέβαια η απαγόρευση αυτή που είχε συνδεθεί με την "επικινδυνότητα” των ελληνικών τίτλων έχει μέχρι σήμερα κοστίσει σημαντικές απώλειες σε διαφυγόντα κέρδη από τις ελληνικές τράπεζες, αφού τα ελληνικά ομόλογα στο ίδιο διάστημα έδωσαν υψηλές αποδόσεις σε όλους τους άλλους επενδυτές μαζί και στις κεντρικές τράπεζες που τα είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους, μεταξύ αυτών και η ΤτΕ.
Η αλλαγή αυτή όμως έχει και άλλες σημαντικές συνέπειες.
Μία εξ αυτών, ίσως η σημαντικότερη για την εγχώρια αγορά ομολόγων, είναι ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στην διαμόρφωση των τιμών και των αποδόσεων τους, καθώς ο σχετικά μικρός όγκος των ελεύθερων προς διαπραγμάτευση κρατικών τίτλων, με την "είσοδο” και των ελληνικών τραπεζών στην πρωτογενή και δευτερογενή αγορά θα επηρεάσει βελτιωτικά προφανώς την διαμόρφωση των τιμών.
Ένας νέος "παίκτης” (οι εγχώριες τράπεζες) θα μπει – έστω και καθυστερημένα - στην αγορά βελτιώνοντας την "ποιότητα” της ήδη αυξημένης... ζήτησης.
Οι εκτιμήσεις είναι ότι αυτό θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συρρίκνωση των αποδόσεων και των spreads, πράγμα που θα περιορίσει μεν το εύρος της ωφέλειας για τις τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα θα συμπαρασύρει προς τα κάτω συνολικά το κόστος αναχρηματοδότησης και του ιδιωτικού τομέα (εταιρικά ομόλογα). Και αυτό θα συμβεί σε μία φάση που αναμένεται ραγδαία επέκταση εκδόσεων εταιρικών ομολόγων, τόσο των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων όσο και – κυρίως – για τους τίτλους που θα εκδώσουν οι τράπεζες με την τιτλοποίηση των Npls και Npes μέσω του "Ηρακλή”.
Από την άποψη αυτή η εκ νέου εμπλοκή των των τραπεζών με την έγκριση της ΕΚΤ στην αγορά των κρατικών ομολόγων στα μέσα του 'Α τριμήνου του 2020, εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ένα καταλυτικό στοιχείο για την βελτίωση του περιβάλλοντος αναχρηματοδότησης του ιδιωτικού χρέους, πέραν του κρατικού.