Στο 30%, το χαμηλότερο ποσοστό της τελευταίας πενταετίας, περιορίστηκε κατά τη διάρκεια του 2019 το ποσό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό. Περίπου 180.000 «διέφυγαν» από τη συγκεκριμένη στατιστική μέσα στο 2019, καθώς ξεπέρασαν το σχετικό εισοδηματικό όριο, το οποίο μάλιστα κινήθηκε αυξητικά.
Το κατώφλι της φτώχειας ορίστηκε στα 4.917 ευρώ για τον εργένη με βάση τα στοιχεία του 2019 και στα 10.326 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Από την ετήσια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα, όπως το γεγονός ότι η καλύτερη εκπαίδευση μειώνει τον κίνδυνο της φτώχειας, ενώ η πλήρης απασχόληση εξασφαλίζει σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να αποφύγει κάποιος τον κίνδυνο της φτώχειας συγκριτικά με τη μερική απασχόληση. Εξαιρετικά αποτελεσματικά αποδείχθηκαν και το 2019 τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής αλλά και οι συντάξεις, καθώς μείωσαν δραματικά τα ποσοστά του κινδύνου της φτώχειας.
Οι συντάξεις πάντως για μια ακόμη χρονιά αποδεικνύονται σαφώς πιο αποτελεσματικό «όπλο» σε σχέση με τα κοινωνικά επιδόματα. Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2019, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 30,0% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα (3.348.500 άτομα, που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού). Το υψηλότερο ποσοστό έχει καταγραφεί το 2014, όταν είχε φτάσει στο 36%. Όσον αφορά σε απόλυτο αριθμό προσώπων, τα 3,162 εκατομμύρια άτομα είναι η καλύτερη επίδοση από το 2011 και μετά και αντίστοιχη με αυτή που είχε σημειωθεί το 2005.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (33,1%). Από τον πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 31,4% είναι Έλληνες και το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σε ποσοστό 53,7% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ σε ποσοστό 30,9% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά διαβιώνει σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,5%. Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιώνει σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,8%. Το ποσοστό του πληθυσμού που ενώ δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιώνει σε νοικοκυριά με υλική στέρηση, αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας, ανέρχεται σε 8,0%. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιώνει σε νοικοκυριά με υλική στέρηση και με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,2%.
Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος. Ουσιαστικά, επανήλθε στα επίπεδα που ήταν λίγο πριν από το 2013 (σ.σ.: το 2012 ήταν στα 10.676 ευρώ και σε μια χρονιά κατέρρευσε στα 8.303 ευρώ). Το έτος 2019 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2018), το 17,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012, όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 698.454 σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας. *Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 16.147 ευρώ.
Το κατώφλι της φτώχειας ορίστηκε στα 4.917 ευρώ για τον εργένη με βάση τα στοιχεία του 2019 και στα 10.326 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια. Από την ετήσια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα, όπως το γεγονός ότι η καλύτερη εκπαίδευση μειώνει τον κίνδυνο της φτώχειας, ενώ η πλήρης απασχόληση εξασφαλίζει σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να αποφύγει κάποιος τον κίνδυνο της φτώχειας συγκριτικά με τη μερική απασχόληση. Εξαιρετικά αποτελεσματικά αποδείχθηκαν και το 2019 τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής αλλά και οι συντάξεις, καθώς μείωσαν δραματικά τα ποσοστά του κινδύνου της φτώχειας.
Οι συντάξεις πάντως για μια ακόμη χρονιά αποδεικνύονται σαφώς πιο αποτελεσματικό «όπλο» σε σχέση με τα κοινωνικά επιδόματα. Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2019, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 30,0% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαία μονάδα (3.348.500 άτομα, που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού). Το υψηλότερο ποσοστό έχει καταγραφεί το 2014, όταν είχε φτάσει στο 36%. Όσον αφορά σε απόλυτο αριθμό προσώπων, τα 3,162 εκατομμύρια άτομα είναι η καλύτερη επίδοση από το 2011 και μετά και αντίστοιχη με αυτή που είχε σημειωθεί το 2005.
Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18-64 ετών (33,1%). Από τον πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 31,4% είναι Έλληνες και το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, σε ποσοστό 53,7% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ σε ποσοστό 30,9% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.
Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά διαβιώνει σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,5%. Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιώνει σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,8%. Το ποσοστό του πληθυσμού που ενώ δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιώνει σε νοικοκυριά με υλική στέρηση, αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας, ανέρχεται σε 8,0%. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, διαβιώνει σε νοικοκυριά με υλική στέρηση και με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,2%.
Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος. Ουσιαστικά, επανήλθε στα επίπεδα που ήταν λίγο πριν από το 2013 (σ.σ.: το 2012 ήταν στα 10.676 ευρώ και σε μια χρονιά κατέρρευσε στα 8.303 ευρώ). Το έτος 2019 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2018), το 17,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Ο δείκτης αυτός που κατά το έτος 2005 (με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2004) ανερχόταν στο 19,6%, σημείωσε αυξητική πορεία έως το έτος 2012, όπου εκτιμήθηκε στο 23,1%, ενώ άρχισε να μειώνεται από το έτος 2014.
Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 698.454 σε σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού της χώρας. *Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.917 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 10.326 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται δε στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.195 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 16.147 ευρώ.