Η εκτίμηση πως η ύφεση στην Ελλάδα θα κυμανθεί ανάμεσα στο 4,4% και στο 9,4% φέτος για να υπάρξει όμως επιστροφή στην ανάπτυξη το 2021 περιλαμβάνεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2019-2020 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο.
Στην έκθεση γίνεται σαφές πως "παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών προς την ελληνική οικονομία.
Επισημαίνεται παράλληλα πως η πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας των τραπεζών ανακόπηκε από την πανδημία, ενώ υπογραμμίζεται πως καταγράφονται μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναφέρεται πως συνέχισαν να υποχωρούν, αναμένεται όμως να αντιστραφεί αυτή η τάση εξαιτίας της πανδημίας.
Η ΤτΕ επίσης προβαίνει σε σειρά προτάσεων για τη στήριξη της οικονομίας. Επιμένει στην ανάγκη δημιουργίας εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής” αλλά και στη στοχευμένη μείωση της φορολογίας και ιδιαίτερα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Η πορεία της οικονομίας
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση καταγράφεται υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας και σημειώνεται πως η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος υποβάλλεται σε μια περίοδο "μεγάλης αβεβαιότητας και έντονων οικονομικών αναταράξεων". Η εξάπλωση του κορονοϊού "ανέτρεψε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2020, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως ευοίωνες έως τότε" αναφέρει και επισημαίνει πως "η συνολική επίπτωση της επιβολής των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και της αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι γνωστή ακόμη".
Πως τα μέτρα στήριξης "αμβλύνουν έως ένα βαθμό τις αρνητικές συνέπειες του κορονοϊού στην οικονομία
Ιδιαίτερα θετική επίδραση στην επιτάχυνση της ανάκαμψης θα έχει η υλοποίηση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο μέσο ανάκαμψης ("Next Generation EU”).
Η αρνητική εικόνα κατά το α΄ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων. Αντίθετα, θετική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών, επισημαίνεται. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά το β΄ τρίμηνο, αλλά και στο σύνολο του έτους.
Καλά νέα από την ΕΚΤ
Στην έκθεση του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα επισημαίνεται πως "παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών προς την ελληνική οικονομία".
Αναφέρεται παράλληλα πως "οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικράτησαν το 2019 ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές, αντανακλώντας και τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας, ενώ παρέμειναν διευκολυντικές και στις αρχές του 2020. Ωστόσο, η ραγδαία επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών από τα μέσα Φεβρουαρίου του 2020, λόγω των εντεινόμενων ανησυχιών των επενδυτών για τις επιπτώσεις της πανδημίας, επέφερε αναπόφευκτα άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών, αλλά κυρίως των εταιρικών, ομολόγων και μεγάλη πτώση στις τιμές των μετοχών. Μετά την ανακοίνωση των μέτρων στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών, οι επιπτώσεις της αναταραχής στις τιμές και τις αποδόσεις μετοχών και ομολόγων περιορίστηκαν".
Η ΤτΕ επισημαίνει πως η Ελλάδα επωφελήθηκε από τις αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία αναφορικά με τη χορήγηση παρέκκλισης (waiver) για τους τίτλους που εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος: α) ως προς την αγορά τους στο έκτακτο λόγω πανδημίας πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ και β) την αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα στις ελληνικές εμπορικές τράπεζες. Η στήριξη αυτή προς την Ελλάδα συνέβαλε ώστε να συνεχιστεί η επιτυχής πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία, παρά τις συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας στην πραγματική οικονομία.
Τα τρία σενάρια για το ΑΕΠ
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκπονήσει ένα βασικό και δύο εναλλακτικά σενάρια, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές σε σχέση με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, καταγράφοντας ρυθμό μεταβολής -5,8%. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα ανακάμψει και θα αυξηθεί με ρυθμό 5,6%, ενώ το 2022 θα σημειώσει αύξηση 3,7%.
Σύμφωνα με το ήπιο σενάριο, το οποίο υποθέτει μια πιο σύντομη μεταβατική περίοδο προς την κανονικότητα, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4,4% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 5,8% και 3,8% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο συνδέεται με μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση του κορονοϊού, οι συνέπειες της πανδημίας αναμένεται να είναι πιο έντονες και με μεγαλύτερη διάρκεια και η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι βραδύτερη: το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9,4% το 2020, ενώ θα αυξηθεί κατά 5,7% το 2021 και 4,5% το 2022.
Θετικά τα μέτρα στήριξης – οι αβεβαιότητες
Η δέσμη δημοσιονομικών μέτρων περιλαμβάνει προσωρινού χαρακτήρα στοχευμένες παρεμβάσεις, προκειμένου να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, χωρίς όμως να δημιουργηθούν μόνιμα πρωτογενή ελλείμματα που θα επηρέαζαν αρνητικά τη μεσοπρόθεσμη δυναμική του δημόσιου χρέους, αναφέρει η ΤτΕ Αναφέρεται όμως πως "οι προβλέψεις υπόκεινται σε σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες". Σύμφωνα με την ΤτΕ ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας του κορονοϊού. Επίσης, η αναμενόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως απόρροια της προβλεπόμενης ύφεσης θα περιόριζε την παροχή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθυστερώντας την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας. Οι παράγοντες αυτοί θα οδηγούσαν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης, σε σημαντική επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και σε εκ νέου αύξηση του ήδη πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, μια επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό. Μια πιο θετική του αναμενομένου έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
Οι κίνδυνοι που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται με μια πιο αδύναμη της αναμενόμενης ανάκαμψη της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, λόγω μιας νέας έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και με μια επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επίσης, το περιεχόμενο και ο χρόνος σύναψης της συμφωνίας για τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν μια επιπλέον αβεβαιότητα. Αντιθέτως, μία ταχύτερη πρόοδος της ιατρικής επιστήμης ως προς την αντιμετώπιση του κορονοϊού θα μείωνε την αβεβαιότητα και θα επιτάχυνε την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι προκλήσεις
Η ΤτΕ αναφέρει πως η πανδημία του κορονοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα (το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το μεγάλο επενδυτικό κενό) που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010. Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση, την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδος.
Προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και την επιτάχυνση της ανάκαμψης Για την επιτυχή αντιμετώπιση των προκλήσεων και την επαναφορά της οικονομίας στην αναπτυξιακή τροχιά των τελευταίων ετών, κρίσιμες θεωρούνται, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι εξής πρωτοβουλίες θεωρούνται από την ΤτΕ αναγκαίες:
* Η αποτελεσματική και ευρεία αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων και των εθνικών δημοσιονομικών πόρων ώστε να μεγιστοποιηθεί η επίδρασή τους στην οικονομική δραστηριότητα και να ελαχιστοποιηθεί το δημοσιονομικό κόστος.
* Η συνέχιση της παροχής άμεσων ενισχύσεων και φορολογικών και ασφαλιστικών διευκολύνσεων σε επιχειρήσεις και κλάδους που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, προκειμένου οι επιπτώσεις της κρίσης να μην καταστούν μόνιμες.
* Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και της πολιτικής προστασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της υγειονομικής κρίσης.
* Η ταχεία ανάταξη, σε συνδυασμό βέβαια με την προστασία της δημόσιας υγείας, της οικονομικής δραστηριότητας – και ιδιαίτερα της τουριστικής, η εξέλιξη της οποίας δεν συνδέεται μόνο με τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και με εξωτερικούς παράγοντες.
Επίσης αναφέρει πως μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να αναληφθούν πρόσθετες πρωτοβουλίες με στόχο:
* Να αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και να μετριαστεί η επίπτωση των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, θα πρέπει να διατηρηθεί το υψηλό ταμειακό απόθεμα της γενικής κυβέρνησης ώστε να μη διαταραχθεί η ικανότητα αναχρηματοδότησης των μεσομακροπρόθεσμων δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου και να αποφευχθεί μια πιθανή αύξηση του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους στις αγορές κεφαλαίων.
* Να στηριχθούν οι τράπεζες ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του αύριο, που αφορούν την ψηφιακή τεχνολογία και, κυρίως, τη χρηματοδότηση δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων. Αυτό απαιτεί, κατά προτεραιότητα, την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Είναι επιτακτική ανάγκη σύντομα να υλοποιηθούν λύσεις για την αντιμετώπιση όχι μόνο του υψηλού υφιστάμενου υπολοίπου των ΜΕΔ, αλλά και την πολύ πιθανή καταγραφή και νέων ΜΕΔ λόγω της επίπτωσης της πανδημίας. Μια τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής”, θα αναλάβει τη διάθεση μέρους των ΜΕΔ, ενώ θα αντιμετωπίζει και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται ένα σχήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
* Να τονωθεί η δημόσια και ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών, να στηριχθούν οι επενδυτικές πρωτοβουλίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά και να προσαρμοστεί το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων στις νέες, μετά την πανδημία, συνθήκες. Ταυτόχρονα, οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για την ενίσχυση των υποδομών, ειδικότερα στον τομέα της ψηφιακής υγείας και εκπαίδευσης, αποκτούν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο μετά την εμπειρία της πανδημίας.
* Να διαφυλαχθεί η κυβερνητική δέσμευση και αξιοπιστία ως προς την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ισχυρά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομική δραστηριότητα και στην ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις σχετικές με: (α) τη στοχευμένη μείωση της φορολογίας και ιδιαίτερα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, (β) την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, (γ) τη βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, (δ) την αναβάθμιση των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης και (ε) τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών με ανακατανομή πόρων σε αναπτυξιακές δράσεις.
* Να ενισχυθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας τους πόρους του νέου μέσου ανάκαμψης "Next Generation EU”. Eπίσης, απαιτείται η υιοθέτηση πολιτικών που ενθαρρύνουν την έρευνα και την καινοτομία.
• Να αποφευχθεί μια μόνιμη αύξηση της ανεργίας. Για τη στήριξη της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων θα χρειαστούν πρόσθετες ενεργητικές πολιτικές, με αξιοποίηση του μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ.
Η ευκαιρία
Η ΤτΕ εξηγεί επίσης πως τα μέτρα περιορισμού, παρότι συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού, έχουν υψηλό οικονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα. Τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας και οι εκτεταμένες δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και των λοιπών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων αναμένεται να αντισταθμίσουν, έως ένα βαθμό, τις αρνητικές επιπτώσεις του κορωνοϊού στην ανάπτυξη και την απασχόληση το 2020 και να οδηγήσουν σε ανάκαμψη της οικονομίας το 2021.
Για να αντιμετωπιστούν όμως οι υπάρχουσες και μελλοντικές προκλήσεις, θα πρέπει, επενδύοντας στη νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών, να συνεχιστεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλιστεί, μεσοπρόθεσμα, η διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής θέσης με πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους στις αγορές κεφαλαίων και να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητά του.
Εν κατακλείδι, η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση.
Η πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας των τραπεζών ανακόπηκε από την πανδημία
Στο τραπεζικό πεδίο η έκθεση αναφέρει πως οι τράπεζες εμφάνισαν κέρδη προ φόρων ύψους 18 εκατ. ευρώ για το α΄ τρίμηνο του 2020, μειωμένα κατά 87% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, με στοιχεία Μαρτίου 2020, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σε επίπεδα (14,5% και 16,1% αντίστοιχα) υψηλότερα των εποπτικών απαιτήσεων. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Ωστόσο, πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να υποχωρούν – αναμένεται όμως να αντιστραφεί αυτή η τάση εξαιτίας της πανδημίας
Σύμφωνα με τα προσωρινά εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) διαμορφώθηκαν σε 60,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 7,6 δισεκ. ευρώ (ή 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 46,3 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ, αναφέρει η ΤτΕ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2020 σε υψηλό επίπεδο (37,4%), εντούτοις μειώθηκε για πρώτη φορά μετά από αρκετά έτη σε επίπεδα κάτω του 40% σε ατομική βάση. Το ποσοστό κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 43,6%. Εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης είναι χαμηλότερος από ό,τι θα αναμενόταν για ένα τραπεζικό κλάδο με σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού.
"Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας άλλαξαν τις συνθήκες, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν αναθεωρήσει τα σχέδια υλοποίησης τιτλοποιήσεων σε σχέση με το χρονικό ορίζοντα και την περίμετρο δανείων, γεγονός που θα καθυστερήσει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Ταυτόχρονα, παρά τα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την πολιτεία και τις τράπεζες, αναμένεται εισροή νέων ΜΕΔ, ιδίως από τις αρχές του επόμενου έτους. Το ύψος της νέας γενιάς ΜΕΔ θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ύφεσης και την αύξηση της ανεργίας το τρέχον έτος, καθώς και την επακόλουθη ανάκαμψη’ αναφέρει η ΤτΕ.
Στην έκθεση γίνεται σαφές πως "παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών προς την ελληνική οικονομία.
Επισημαίνεται παράλληλα πως η πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας των τραπεζών ανακόπηκε από την πανδημία, ενώ υπογραμμίζεται πως καταγράφονται μεσοπρόθεσμες προκλήσεις. Για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναφέρεται πως συνέχισαν να υποχωρούν, αναμένεται όμως να αντιστραφεί αυτή η τάση εξαιτίας της πανδημίας.
Η ΤτΕ επίσης προβαίνει σε σειρά προτάσεων για τη στήριξη της οικονομίας. Επιμένει στην ανάγκη δημιουργίας εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής” αλλά και στη στοχευμένη μείωση της φορολογίας και ιδιαίτερα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Η πορεία της οικονομίας
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση καταγράφεται υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της πανδημίας και σημειώνεται πως η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος υποβάλλεται σε μια περίοδο "μεγάλης αβεβαιότητας και έντονων οικονομικών αναταράξεων". Η εξάπλωση του κορονοϊού "ανέτρεψε τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το 2020, οι οποίες χαρακτηρίζονταν ως ευοίωνες έως τότε" αναφέρει και επισημαίνει πως "η συνολική επίπτωση της επιβολής των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και της αναστολής της λειτουργίας πολλών κλάδων οικονομικής δραστηριότητας δεν είναι γνωστή ακόμη".
Πως τα μέτρα στήριξης "αμβλύνουν έως ένα βαθμό τις αρνητικές συνέπειες του κορονοϊού στην οικονομία
Ιδιαίτερα θετική επίδραση στην επιτάχυνση της ανάκαμψης θα έχει η υλοποίηση της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το νέο μέσο ανάκαμψης ("Next Generation EU”).
Η αρνητική εικόνα κατά το α΄ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων. Αντίθετα, θετική ήταν η συμβολή της δημόσιας κατανάλωσης και των καθαρών εξαγωγών, επισημαίνεται. Η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να περιοριστεί σημαντικά το β΄ τρίμηνο, αλλά και στο σύνολο του έτους.
Καλά νέα από την ΕΚΤ
Στην έκθεση του κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα επισημαίνεται πως "παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ ενισχύει την εμπιστοσύνη των αγορών προς την ελληνική οικονομία".
Αναφέρεται παράλληλα πως "οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες που επικράτησαν το 2019 ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές, αντανακλώντας και τις αναβαθμίσεις του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας, ενώ παρέμειναν διευκολυντικές και στις αρχές του 2020. Ωστόσο, η ραγδαία επιδείνωση των διεθνών χρηματοπιστωτικών συνθηκών από τα μέσα Φεβρουαρίου του 2020, λόγω των εντεινόμενων ανησυχιών των επενδυτών για τις επιπτώσεις της πανδημίας, επέφερε αναπόφευκτα άνοδο των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών, αλλά κυρίως των εταιρικών, ομολόγων και μεγάλη πτώση στις τιμές των μετοχών. Μετά την ανακοίνωση των μέτρων στήριξης από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις των ανεπτυγμένων οικονομιών, οι επιπτώσεις της αναταραχής στις τιμές και τις αποδόσεις μετοχών και ομολόγων περιορίστηκαν".
Η ΤτΕ επισημαίνει πως η Ελλάδα επωφελήθηκε από τις αποφάσεις που έλαβε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από την πανδημία αναφορικά με τη χορήγηση παρέκκλισης (waiver) για τους τίτλους που εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο από τα κριτήρια επιλεξιμότητας του Ευρωσυστήματος: α) ως προς την αγορά τους στο έκτακτο λόγω πανδημίας πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ και β) την αποδοχή τους ως εξασφαλίσεων για την παροχή ρευστότητας από το Ευρωσύστημα στις ελληνικές εμπορικές τράπεζες. Η στήριξη αυτή προς την Ελλάδα συνέβαλε ώστε να συνεχιστεί η επιτυχής πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές κεφαλαίων, επιβεβαιώνοντας την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία, παρά τις συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας σχετικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας στην πραγματική οικονομία.
Τα τρία σενάρια για το ΑΕΠ
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει εκπονήσει ένα βασικό και δύο εναλλακτικά σενάρια, το ένα πιο ήπιο και το άλλο πιο δυσμενές σε σχέση με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, καταγράφοντας ρυθμό μεταβολής -5,8%. Το 2021 η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα ανακάμψει και θα αυξηθεί με ρυθμό 5,6%, ενώ το 2022 θα σημειώσει αύξηση 3,7%.
Σύμφωνα με το ήπιο σενάριο, το οποίο υποθέτει μια πιο σύντομη μεταβατική περίοδο προς την κανονικότητα, το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 4,4% το 2020 και θα αυξηθεί κατά 5,8% και 3,8% το 2021 και το 2022 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, το οποίο συνδέεται με μια ενδεχόμενη αναζωπύρωση του κορονοϊού, οι συνέπειες της πανδημίας αναμένεται να είναι πιο έντονες και με μεγαλύτερη διάρκεια και η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι βραδύτερη: το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 9,4% το 2020, ενώ θα αυξηθεί κατά 5,7% το 2021 και 4,5% το 2022.
Θετικά τα μέτρα στήριξης – οι αβεβαιότητες
Η δέσμη δημοσιονομικών μέτρων περιλαμβάνει προσωρινού χαρακτήρα στοχευμένες παρεμβάσεις, προκειμένου να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, χωρίς όμως να δημιουργηθούν μόνιμα πρωτογενή ελλείμματα που θα επηρέαζαν αρνητικά τη μεσοπρόθεσμη δυναμική του δημόσιου χρέους, αναφέρει η ΤτΕ Αναφέρεται όμως πως "οι προβλέψεις υπόκεινται σε σημαντικούς κινδύνους και αβεβαιότητες". Σύμφωνα με την ΤτΕ ο μεγαλύτερος κίνδυνος σχετίζεται με τυχόν αναζωπύρωση της πανδημίας του κορονοϊού. Επίσης, η αναμενόμενη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως απόρροια της προβλεπόμενης ύφεσης θα περιόριζε την παροχή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθυστερώντας την ανάκαμψη των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας. Οι παράγοντες αυτοί θα οδηγούσαν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης, σε σημαντική επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και σε εκ νέου αύξηση του ήδη πολύ υψηλού δημόσιου χρέους. Επιπλέον, μια επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης θα μπορούσε να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό. Μια πιο θετική του αναμενομένου έκβαση σχετίζεται με την ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων.
Οι κίνδυνοι που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται με μια πιο αδύναμη της αναμενόμενης ανάκαμψη της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, λόγω μιας νέας έξαρσης της πανδημίας του κορωνοϊού, καθώς και με μια επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Επίσης, το περιεχόμενο και ο χρόνος σύναψης της συμφωνίας για τη μελλοντική σχέση του Ηνωμένου Βασιλείου με την Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστούν μια επιπλέον αβεβαιότητα. Αντιθέτως, μία ταχύτερη πρόοδος της ιατρικής επιστήμης ως προς την αντιμετώπιση του κορονοϊού θα μείωνε την αβεβαιότητα και θα επιτάχυνε την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Οι προκλήσεις
Η ΤτΕ αναφέρει πως η πανδημία του κορονοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα (το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το υψηλό ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το μεγάλο επενδυτικό κενό) που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010. Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση, την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της Ελλάδος.
Προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και την επιτάχυνση της ανάκαμψης Για την επιτυχή αντιμετώπιση των προκλήσεων και την επαναφορά της οικονομίας στην αναπτυξιακή τροχιά των τελευταίων ετών, κρίσιμες θεωρούνται, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, οι εξής πρωτοβουλίες θεωρούνται από την ΤτΕ αναγκαίες:
* Η αποτελεσματική και ευρεία αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων και των εθνικών δημοσιονομικών πόρων ώστε να μεγιστοποιηθεί η επίδρασή τους στην οικονομική δραστηριότητα και να ελαχιστοποιηθεί το δημοσιονομικό κόστος.
* Η συνέχιση της παροχής άμεσων ενισχύσεων και φορολογικών και ασφαλιστικών διευκολύνσεων σε επιχειρήσεις και κλάδους που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση, προκειμένου οι επιπτώσεις της κρίσης να μην καταστούν μόνιμες.
* Η ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας και της πολιτικής προστασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το ενδεχόμενο αναζωπύρωσης της υγειονομικής κρίσης.
* Η ταχεία ανάταξη, σε συνδυασμό βέβαια με την προστασία της δημόσιας υγείας, της οικονομικής δραστηριότητας – και ιδιαίτερα της τουριστικής, η εξέλιξη της οποίας δεν συνδέεται μόνο με τις ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης, αλλά και με εξωτερικούς παράγοντες.
Επίσης αναφέρει πως μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να αναληφθούν πρόσθετες πρωτοβουλίες με στόχο:
* Να αποκατασταθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και να μετριαστεί η επίπτωση των έκτακτων μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας στη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Παράλληλα, θα πρέπει να διατηρηθεί το υψηλό ταμειακό απόθεμα της γενικής κυβέρνησης ώστε να μη διαταραχθεί η ικανότητα αναχρηματοδότησης των μεσομακροπρόθεσμων δανειακών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου και να αποφευχθεί μια πιθανή αύξηση του κινδύνου αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους στις αγορές κεφαλαίων.
* Να στηριχθούν οι τράπεζες ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του αύριο, που αφορούν την ψηφιακή τεχνολογία και, κυρίως, τη χρηματοδότηση δυναμικών κλάδων και επιχειρήσεων. Αυτό απαιτεί, κατά προτεραιότητα, την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Είναι επιτακτική ανάγκη σύντομα να υλοποιηθούν λύσεις για την αντιμετώπιση όχι μόνο του υψηλού υφιστάμενου υπολοίπου των ΜΕΔ, αλλά και την πολύ πιθανή καταγραφή και νέων ΜΕΔ λόγω της επίπτωσης της πανδημίας. Μια τέτοια λύση είναι η δημιουργία εταιρίας διαχείρισης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company), η οποία θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το σχέδιο "Ηρακλής”, θα αναλάβει τη διάθεση μέρους των ΜΕΔ, ενώ θα αντιμετωπίζει και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Η Τράπεζα της Ελλάδος επεξεργάζεται ένα σχήμα προς αυτή την κατεύθυνση.
* Να τονωθεί η δημόσια και ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα με αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων. Προς το σκοπό αυτό θα πρέπει να ενισχυθούν οι δημόσιες επενδύσεις για την αναβάθμιση των δημόσιων υποδομών, να στηριχθούν οι επενδυτικές πρωτοβουλίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, αλλά και να προσαρμοστεί το πρόγραμμα των ιδιωτικοποιήσεων στις νέες, μετά την πανδημία, συνθήκες. Ταυτόχρονα, οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) για την ενίσχυση των υποδομών, ειδικότερα στον τομέα της ψηφιακής υγείας και εκπαίδευσης, αποκτούν ενδεχομένως νέο περιεχόμενο μετά την εμπειρία της πανδημίας.
* Να διαφυλαχθεί η κυβερνητική δέσμευση και αξιοπιστία ως προς την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην ολοκλήρωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με ισχυρά πολλαπλασιαστικά οφέλη στην οικονομική δραστηριότητα και στην ενίσχυση του δυνητικού προϊόντος. Προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλουν δράσεις σχετικές με: (α) τη στοχευμένη μείωση της φορολογίας και ιδιαίτερα των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, (β) την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, (γ) τη βελτίωση της ποιότητας της διακυβέρνησης στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, (δ) την αναβάθμιση των συστημάτων υγείας και εκπαίδευσης και (ε) τον εξορθολογισμό των δημόσιων δαπανών με ανακατανομή πόρων σε αναπτυξιακές δράσεις.
* Να ενισχυθεί η μετάβαση σε ένα βιώσιμο πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης, αξιοποιώντας τους πόρους του νέου μέσου ανάκαμψης "Next Generation EU”. Eπίσης, απαιτείται η υιοθέτηση πολιτικών που ενθαρρύνουν την έρευνα και την καινοτομία.
• Να αποφευχθεί μια μόνιμη αύξηση της ανεργίας. Για τη στήριξη της αγοράς εργασίας και των επιχειρήσεων θα χρειαστούν πρόσθετες ενεργητικές πολιτικές, με αξιοποίηση του μηχανισμού ενίσχυσης της απασχόλησης ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ.
Η ευκαιρία
Η ΤτΕ εξηγεί επίσης πως τα μέτρα περιορισμού, παρότι συμβάλλουν στη διατήρηση της υγείας του πληθυσμού, έχουν υψηλό οικονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα. Τα δημοσιονομικά μέτρα που ελήφθησαν από την κυβέρνηση για τη στήριξη της οικονομίας και οι εκτεταμένες δράσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και των λοιπών ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων αναμένεται να αντισταθμίσουν, έως ένα βαθμό, τις αρνητικές επιπτώσεις του κορωνοϊού στην ανάπτυξη και την απασχόληση το 2020 και να οδηγήσουν σε ανάκαμψη της οικονομίας το 2021.
Για να αντιμετωπιστούν όμως οι υπάρχουσες και μελλοντικές προκλήσεις, θα πρέπει, επενδύοντας στη νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών, να συνεχιστεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που έχει ανάγκη η χώρα. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλιστεί, μεσοπρόθεσμα, η διατήρηση υγιούς δημοσιονομικής θέσης με πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης, προκειμένου να αποτραπεί η αύξηση του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους στις αγορές κεφαλαίων και να διαφυλαχθεί η βιωσιμότητά του.
Εν κατακλείδι, η υγειονομική κρίση, παρά τις ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της για την κοινωνία και την οικονομία, αποτελεί μια αξιοσημείωτη ευκαιρία για να προωθηθούν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε η Ελλάδα να προχωρήσει προς τη νέα ψηφιακή εποχή, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τις προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής. Ταυτόχρονα, η πρόσφατη κρίση (όπως και η κρίση χρέους που οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού) είναι μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσει η Ευρώπη ακόμη ένα σημαντικό βήμα προς την οικονομική ολοκλήρωση.
Η πορεία ανάκαμψης της κερδοφορίας των τραπεζών ανακόπηκε από την πανδημία
Στο τραπεζικό πεδίο η έκθεση αναφέρει πως οι τράπεζες εμφάνισαν κέρδη προ φόρων ύψους 18 εκατ. ευρώ για το α΄ τρίμηνο του 2020, μειωμένα κατά 87% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2019. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, με στοιχεία Μαρτίου 2020, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σε επίπεδα (14,5% και 16,1% αντίστοιχα) υψηλότερα των εποπτικών απαιτήσεων. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), ο δείκτης CET1 διαμορφώνεται σε 12,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 13,8%. Ωστόσο, πάνω από το ήμισυ των κεφαλαίων των τραπεζών αντιστοιχεί σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Το ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών εκτιμάται ότι θα αυξηθεί στο πλαίσιο της υφιστάμενης στρατηγικής για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να υποχωρούν – αναμένεται όμως να αντιστραφεί αυτή η τάση εξαιτίας της πανδημίας
Σύμφωνα με τα προσωρινά εποπτικά στοιχεία Μαρτίου 2020, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) διαμορφώθηκαν σε 60,9 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 7,6 δισεκ. ευρώ (ή 11,1%) συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου του 2019 και κατά 46,3 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ, αναφέρει η ΤτΕ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Μάρτιο του 2020 σε υψηλό επίπεδο (37,4%), εντούτοις μειώθηκε για πρώτη φορά μετά από αρκετά έτη σε επίπεδα κάτω του 40% σε ατομική βάση. Το ποσοστό κάλυψης ΜΕΔ από προβλέψεις παρέμεινε σχεδόν σταθερό στο 43,6%. Εκτιμάται ότι ο εν λόγω δείκτης είναι χαμηλότερος από ό,τι θα αναμενόταν για ένα τραπεζικό κλάδο με σημαντικά προβλήματα ποιότητας ενεργητικού.
"Οι εξελίξεις στο μέτωπο της πανδημίας άλλαξαν τις συνθήκες, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να έχουν αναθεωρήσει τα σχέδια υλοποίησης τιτλοποιήσεων σε σχέση με το χρονικό ορίζοντα και την περίμετρο δανείων, γεγονός που θα καθυστερήσει την περαιτέρω αποκλιμάκωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ. Ταυτόχρονα, παρά τα θετικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την πολιτεία και τις τράπεζες, αναμένεται εισροή νέων ΜΕΔ, ιδίως από τις αρχές του επόμενου έτους. Το ύψος της νέας γενιάς ΜΕΔ θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της ύφεσης και την αύξηση της ανεργίας το τρέχον έτος, καθώς και την επακόλουθη ανάκαμψη’ αναφέρει η ΤτΕ.