Θέμα ημερών είναι, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας η οριστικοποίηση του νομοσχεδίου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, μετά την ανακοίνωση της σχετικής γνωμοδότησης από την ΕΚΤ. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα ζητά να υπάρξουν εχέγγυα ώστε να αποτραπεί ο ηθικός κίνδυνος -δηλαδή ο κίνδυνος να δημιουργηθεί κλίμα μη εξυπηρέτησης των δανείων- ενώ το υπουργείο απαντά ότι στο σχέδιο νόμου έχουν ήδη γίνει οι απαραίτητες βελτιώσεις.
Σύμφωνα με ανακοίνωση της γενικής γραμματείας Καταναλωτή τα βασικά σημεία από την γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το σχέδιο νόμου αναφορικά με τη ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών είναι τα εξής:
* Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται το σχέδιο νόμου πράγματι ως «μέρος ενός ολοκληρωμένου νομικού πλαισίου απεριόριστης διάρκειας και γενικής εφαρμογής». Το υπουργείο αναφέρει ότι η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί την ορθότητα ή αναγκαιότητα εισαγωγής, κατά τα πρότυπα και άλλων κρατών μελών, διαδικασιών, σύμφωνα με τις οποίες να μπορούν «υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα, που βρίσκονται σε αποδεδειγμένη και μόνιμη αδυναμία να εξυπηρετήσουν τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές τους προς τα πιστωτικά ιδρύματα και άλλους πιστωτές, να επιδιώξουν την αποπληρωμή των εν λόγω οφειλών τους με ευνοϊκότερους όρους και να απαλλαγούν από αυτές, εφόσον δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία ή εφόσον τα εκάστοτε υφιστάμενα και τα προσδοκώμενα δεν επαρκούν για την παραπάνω αποπληρωμή».
* Η ΕΚΤ επισημαίνει ότι «το νέο νομικό πλαίσιο θα πρέπει να είναι σαφές ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργεί και να λαμβάνει υπόψη τις υφιστάμενες νομικές σχέσεις μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων – και υπό την ιδιότητά τους ως ενυπόθηκων δανειστών - και των οφειλετών τους, παρέχοντας έτσι ασφάλεια δικαίου». Το σχέδιο νόμου σύμφωνα με το υπουργείο εμπεριέχει εκτενείς ρυθμίσεις που περιγράφουν με σαφήνεια τις προϋποθέσεις υπαγωγής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών. Προσθέτει όμως ότι προς την κατεύθυνση όμως της μεγαλύτερης ασφάλειας δικαίου θα επιδιωχθεί ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως λ.χ. και στην κατά προτεραιότητα ικανοποίηση των ενυπόθηκων δανειστών.
*Στην γνώμη αναφέρεται ότι «οι εν λόγω ρυθμίσεις θα πρέπει να περιέχουν τα απαραίτητα εχέγγυα προκειμένου να αποτραπούν τυχόν επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα». Σε αυτή τη συνάρτηση η ΕΚΤ αναφέρει ότι «θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιθανή αλληλεπίδραση των ρυθμίσεων αυτών με τις λοιπές παρόμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις που ήδη θέσπισε η ελληνική κυβέρνηση με σκοπό την αντιμετώπιση των τρεχουσών δυσμενών οικονομικών συνθηκών», και ειδικότερα το νόμο 3816/2010 για τη ρύθμιση οφειλών των επιχειρήσεων και επαγγελματιών προς τα πιστωτικά ιδρύματα. Όμως, με την πάροδο της προθεσμίας για υπαγωγή στις ρυθμίσεις του τελευταίου αυτού νόμου (την 15.4.2010) υπάρχει πλέον μια σαφής εικόνα και εμπειρική αποτίμηση των συνεπειών από την εφαρμογή του, που ουδόλως επιτρέπει οποιαδήποτε σοβαρή επίκληση περί δυσμενών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
* ¨Όπως επισημαίνεται από την EKT «το προτεινόμενο πλαίσιο πρέπει να είναι σαφές ως προς την παροχή στους οφειλέτες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του των ορθών κινήτρων και να περιέχει επαρκή εχέγγυα για την αποτροπή του ηθικού κινδύνου». Το υπουργείο τονίζει ότι το σχέδιο νόμου εμπεριέχει ένα εκτενές πλέγμα ρυθμίσεων, που σκοπό και μέριμνα έχουν να αποτρέψουν τον κίνδυνο κατάχρησης των διατάξεών του. Άλλωστε, οι βελτιώσεις που έγιναν και γίνονται προς αυτήν την κατεύθυνση υπερβαίνουν κατά πολύ τις προτάσεις που μέχρι σήμερα έχουν διατυπωθεί, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.
Προσθέτει ότι είναι σαφές ότι το σχέδιο νόμου επιτρέπει τη δυνατότητα απαλλαγής χρεών μόνο σε εκείνους που αποδεδειγμένα βρίσκονται σε μόνιμη αδυναμία αποπληρωμής και δεν έχουν καμία προοπτική να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Προϋπόθεση για την απαλλαγή του οφειλέτη από μέρος των οφειλών είναι να εξαντλήσει τις δυνατότητες πληρωμής για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Γι’ αυτό και ουσιαστικά ενθαρρύνει την αποπληρωμή απαιτήσεων, την ικανοποίηση των οποίων τα πιστωτικά ιδρύματα δυσχερώς θα μπορούσαν να επιτύχουν από τους συγκεκριμένους οφειλέτες. Και τούτο γιατί η πληρωμή δεν παραμένει σε αυτές τις περιπτώσεις στη διαιώνιση του χρέους, αλλά προσφέρει διέξοδο και προοπτική απεγκλωβισμού από την υπερχρέωση.