Η απαγόρευση του καπνίσματος μπορεί να αποτελεί μεν σημαντικό περιορισμό στην ελευθερία όσων επιλέγουν να καπνίζουν, καθώς και στην επαγγελματική ελευθερία των ιδιοκτητών κέντρων διασκέδασης, κ.λπ., αλλά είναι συνταγματικά επιτρεπτή, ενόψει της υποχρέωσης που δημιουργεί ευθέως το Σύνταγμα στο κράτος, να παίρνει θετικά μέτρα για την προστασία της υγείας των πολιτών.
Το Δ΄ τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρίπτοντας προσφυγές ιδιοκτητών καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος (εστιατορίων, μπαρ, ζαχαροπλαστείων, καφετεριών, κ.λπ.) έκρινε, με πλειοψηφία 5 - 2, ότι η απαγόρευση αποτελεί συνταγματικά θεμιτό περιορισμό (τόσο για τους καπνιστές, όσο και για τους ιδιοκτήτες κέντρων) αφού επιβάλλεται από λόγους δημοσίου συμφέροντος που αφορά στην προστασία των πολιτών από τους κινδύνους που εγκυμονεί το κάπνισμα (σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα επιστημονική άποψη) για την υγεία των καπνιστών και όσων υφίστανται τις επιδράσεις του ως παθητικοί καπνιστές σε κλειστούς χώρους.
Η δικαστική απόφαση βάζει «φρένο» στο κάπνισμα σε δημόσιους χώρους και σε κέντρα με ένα σκεπτικό που είναι πιθανό στο άμεσο μέλλον να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα των νεώτερων ρυθμίσεων, που επέτρεψαν κατ' εξαίρεση το κάπνισμα σε μεγάλα κέντρα, έναντι καταβολής ειδικού τέλους.
Η πλειοψηφία δέχεται ότι τα απαγορευτικά μέτρα είναι αντικειμενικά, πρόσφορα και αναγκαία και δεν παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αφού τα αρχικά ηπιότερα μέτρα (διαχωρισμός χώρων καπνιστών-μη καπνιστών στο ίδιο κέντρο) αποδείχθηκαν απρόσφορα. Σύμφωνα με τη μειοψηφία, οι συνταγματικές αρχές για την ανθρώπινη αξία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας -κατά τους μειοψηφούντες δικαστές- επιβάλλουν στην πολιτεία να αναγνωρίζει ότι ο άνθρωπος (που δεν στερείται της χρήσης λογικού) δικαιούται να ζει υπό ιδίαν ευθύνη. Αλλιώς, με την αναγωγή της πολιτείας σε υπέρτατο λογικό προστάτη, η ελευθερία των ανθρώπων αναιρείται, με συνέπεια την απώλεια της αξιοπρέπειάς τους.