Ενδεχόμενο δόλο των εταιρειών, στα προϊόντα των οποίων εντοπίστηκε από τον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) DNA αλόγου, διερευνούν οι εισαγγελείς που έχουν αναλάβει την υπόθεση.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των Νέων, οι υποψίες επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στις εταιρείες εκείνες σε προϊόντα των οποίων ο ΕΦΕΤ εντόπισε DNA αλόγου σε μεγάλο ποσοστό (για παράδειγμα από 40% και άνω), με το σκεπτικό πως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ήταν τυχαίο.
Εκείνο που ερευνούν οι εισαγγελείς είναι κατά πόσον οι φάκελοι που έχουν παραλάβει με τις υποθέσεις των 34 θετικών σε DNA αλόγου δειγμάτων στοιχειοθετούν ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες (από την παραγωγή και τη διακίνηση μέχρι την προμήθεια) γνώριζαν εκ των προτέρων ότι το κρέας αυτό προερχόταν από άλογο.
Εκείνο που μένει να αποδειχθεί, όπως αναφέρουν πηγές του ΕΦΕΤ, είναι κατά πόσον αληθεύουν οι ισχυρισμοί των εν λόγω εταιρειών ότι δεν γνώριζαν τίποτα για την πρόσμειξη κρέατος αλόγου στα προϊόντα κρέατος και αλλαντικών που παρήγαν ή διακινούσαν.
Παράλληλα, οι έρευνες στρέφονται και σε άλλες τρεις, τουλάχιστον, εταιρείες (μία με έδρα την Αθήνα και δύο με έδρα τη Θεσσαλονίκη), οι οποίες πέρυσι εισήγαγαν 30 τόνους αλογίσιου κρέατος.
Εξετάζεται συγκεκριμένα, με βάση τα τιμολόγιά τους, ποιοι είναι οι πελάτες τους και γενικότερα όλη η διαδρομή των ποσοτήτων αυτών στην ελληνική αγορά.
Σύμφωνα με τον ΕΦΕΤ και τα στοιχεία που μέχρι τώρα έχει συγκεντρώσει, μέχρι σήμερα έχουν καταναλωθεί στην Ελλάδα περισσότεροι από 75 τόνοι αλογίσιου κρέατος.