Να λάβουν μόνιμο χαρακτήρα οι μειώσεις των τιμών στην αγορά και όχι σποραδικό επιδιώκει η κυβέρνηση.
Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας και ο υφυπουργός Ανάπτυξης Θανάσης Σκορδάς επεξεργάζονται παρέμβαση στον τρόπο με τον οποίο οι βιομηχανίες χορηγούν τις εκπτώσεις και τις λοιπές παροχές στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ μετά τη χονδρική πώληση των προϊόντων τους.
Για την ακρίβεια θα προβλέπει την υποχρεωτική αναγραφή στα τιμολόγια των εκπτώσεων που δίνουν οι προμηθευτές στους εμπόρους. Οι εκπτώσεις, οι παροχές, τα πιστωτικά σημειώματα, οι επιπλέον δωρεάν παλέτες με προϊόντα, είναι ουσιαστικά «δώρα» που κάνουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ή οι πολυεθνικές στα καταστήματα για μία καλύτερη θέση των προϊόντων τους στο «ράφι». Εχει διαπιστωθεί από έρευνες που έχει κάνει στο παρελθόν το υπουργείο Ανάπτυξης ότι οι παροχές αυτές δεν περνάνε αυτούσιες στην κατανάλωση. Μπορεί για παράδειγμα μία βιομηχανία να κάνει έκπτωση μετά την πώληση χονδρικής του προϊόντος στο σούπερ μάρκετ, ωστόσο το ποσοστό αυτό να μην περνά αυτούσιο στη λιανική. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ίδιες οι έρευνες δείχνουν πως οι εκπτώσεις και οι παροχές «φουσκώνουν» κατά 25% με 30% τις τελικές τιμές πώλησης.
Ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο χορηγούνται οι εκπτώσεις από τη βιομηχανία στο λιανεμπόριο κρατά από τη δεκαετία του '90. Ήταν τότε η εποχή που έκαναν την είσοδό τους στην ελληνική αγορά οι μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Αυτές για να κερδίσουν μερίδια στην αγορά και για να εκτοπίσουν τις μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις, με δέλεαρ την καλύτερη προβολή στα ράφια τους και τη δυνατότητα επίτευξης υψηλότερων τζίρων, πίεζαν τους προμηθευτές για εκπτώσεις επί των τιμών χονδρικής. Οι τελευταίοι, πράγματι, για να αποσπάσουν κι εκείνοι μερίδια έκαναν εκπτώσεις, έδιναν παροχές στα ξένα σούπερ μάρκετ.
Ωστόσο, επειδή κάθε χρόνο οι αλυσίδες λιανικού εμπορίου ζητούσαν όλο και περισσότερες παροχές, οι βιομηχανίες υπερτιμολογούσαν τα προϊόντα τους προκειμένου να έχουν όσο το δυνατό λιγότερη χασούρα. Εκτός όμως από αυτό το «φούσκωμα» είχε καταγραφεί και το φαινόμενο, μία προμηθευτική επιχείρηση να διαμορφώνει ενιαία τιμή χονδρικής για όλους τους πελάτες λιανεμπόρους της. Έτσι, ενώ βιομηχανίες και σούπερ μάρκετ θα έπρεπε να παζαρεύουν για χαμηλότερες τιμές διαπραγματεύονταν -κάτι το οποίο πράττουν και σήμερα- για υψηλότερες εκπτώσεις. Μάλιστα πολλές φορές είχε σημειωθεί και το τραγελαφικό η τιμή χονδρικής να είναι υψηλότερη κι από τη λιανική.
Η άλλη αρνητική επίπτωση που προκαλεί αυτή η στρεβλή κατάσταση στην αγορά είναι οι μικρότεροι επιχειρηματίες λιανικής να μην μπορούν να σταθούν στον ανταγωνισμό καθώς οι μεγάλοι δεν κάνουν σε αυτούς το «χατίρι» της διάθεσης μεγαλύτερων και περισσότερων παροχών και εκπτώσεων.
Πολυεθνικές
Επιπλέον, οι αρμόδιες αρχές, το υπουργείο Ανάπτυξης, η Ελληνική Στατιστική Αρχή δεν μπορούν να βρουν με ευκολία το πραγματικό κόστος ενός προϊόντος, αλλά και ούτε να μετρήσουν τις μειώσεις των τιμών, ιδίως αυτών της χονδρικής. Οι αλυσίδες και οι βιομηχανίες προτιμούν να κάνουν παροδικές προσφορές και όχι μία μείωση στην τιμή χονδρικής που να περνά στη λιανική και να διαρκεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Μέχρι τις αρχές του 2012 η κατάσταση αυτή, η σκληρή κόντρα ανάμεσα στους προμηθευτές και το λιανικό εμπόριο, είχε πάρει άγριες διαστάσεις. Τη στρέβλωση συντηρούσε και διαιώνιζε μία επίσης κρατική παρέμβαση. Έως και πέρυσι το υπουργείο Ανάπτυξης υποχρέωνε τις βιομηχανίες, τις πολευθνικές εισαγωγικές επιχειρήσεις, τους προμηθευτές και χονδρεμπόρους να γνωστοποιούν στη Γενική Γραμματεία Εμπορίου τους τιμοκαταλόγους χονδρικής. Οι επιχειρηματίες, φοβούμενοι ότι οι τιμές αυτές μπορεί να διέρρεαν προς τους εμπόρους της λιανικής, έστελναν πλασματικούς τιμοκαταλόγους, «φουσκωμένους» προκειμένου στην περίπτωση που οι τιμές τους γίνονταν γνωστές να έχουν περιθώριο να κάνουν εκπτώσεις.
Στα προηγούμενα χρόνια πολλοί προκάτοχοι του κ. Σκορδά επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν αυτήν τη στρεβλή κατάσταση στην αγορά. Ωστόσο, πάντα έβρισκαν εμπόδιο στις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Κι αυτό επειδή οι τελευταίες είχαν τη δυνατότητα της τιμολόγησης των παροχών σε «αδελφές» από τον όμιλο τους εταιρείες στο εξωτερικό. Οι λόγοι ήταν προφανείς...Τελευταία προσπάθεια έγινε πριν από περίπου τρία χρόνια από την τότε υπουργό Λούκα Κατσέλη και τον, ακόμη και σήμερα, γενικό γραμματέα Εμπορίου Στέφανο Κομνηνό.
Η επίμαχη αγορανομική διάταξη για την υποβολή τιμοκαταλόγων καταργήθηκε στις αρχές του 2012 από τον τότε υπουργό Ανάπτυξης Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.
Ο κ. Σκορδάς, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει ξεκινήσει διάλογο με τις αλυσίδες των σούπερ μάρκετ και τους βιομηχάνους προκειμένου να καταγράψει τις θέσεις τους επί του θέματος. Το θέμα αξίζει να σημειωθεί ό,τι το άνοιξε στον ίδιο τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδας στη διάρκεια των επαφών που έγιναν τον περασμένο μήνα ενόψει της Διεθνούς Έκθεσης της Θεσσαλονίκης. Ο κ. Σαμαράς πήρε εκτός από τη σύμφωνη γνώμη του κ. Σκορδά και εκείνη του κ. Στουρνάρα για τις δρομολογούμενες αλλαγές.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ
«Καθαρή τιμή» κατά της αισχροκέρδειας
Ο ΣΒΒΕ για το θέμα των εκπτώσεων τονίζει σε υπόμνημά του προς τον πρωθυπουργό: «Προτείνουμε οι τιμές πώλησης των προϊόντων από τις εγχώριες μεταποιητικές επιχειρήσεις προς τις αλυσίδες λιανικού εμπορίου, όπως συνηθίζεται και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, να πραγματοποιούνται στην καθαρή - «net» τιμή ή διαφορετικά στην τιμή εισαγωγής, όπως γίνεται άλλωστε και στις συμφωνίες των private label, δηλαδή των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας των super market», λέει ο ΣΒΒΕ και συνεχίζει περιγράφοντας τον τρόπο εφαρμογής της: «Η 'καθαρή' τιμή προτείνουμε να εφαρμόζεται ενιαία για όλο τον χρόνο και, εφόσον εφαρμοσθεί, προσφέρει το σημαντικό πλεονέκτημα ότι ανά πάσα στιγμή η επιχείρηση μπορεί να τεκμηριώσει τους συντελεστές κόστους και συνεπακόλουθα τα περιθώρια κέρδους τους. Για δε τα σούπερ μάρκετ θα είναι εύκολο να διαπιστωθεί από το υπουργείο Ανάπτυξης το περιθώριο κέρδους τους και έτσι να μπορεί να αποφευχθεί οποιαδήποτε αισχροκέρδεια».
Σε ό,τι αφορά τις λοιπές παροχές ο ΣΒΒΕ έκανε την ακόλουθη πρόταση: «Οι λοιπές παροχές, που αφορούν κατά κύριο λόγο σε προβολές, προωθήσεις, παρεχόμενες υπηρεσίες, στοχοθέτηση κ.λπ., θα πρέπει να προσδιορίζονται σε συγκεκριμένο ανώτατο ποσοστό επί του καθαρού τζίρου του προμηθευτή, και να εμφανίζονται στο τιμολόγιο. Το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να ποικίλλει ανά κατηγορία προϊόντων και το ύψος του να προσδιοριστεί μετά από συγκεκριμένες διαβουλεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων».