Νέο πρόγραμμα βοήθειας και ενδεχόμενη δεύτερη αναδιάρθρωση του χρέους προβλέπει για την Ελλάδα ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Γιούργκεν Σταρκ, ο οποίος ωστόσο επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα πρέπει πρώτα να «κλείσει» το χρηματοδοτικό κενό του 2014, ενώ αναφέρεται και στην παραβίαση των όρων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) από τη Γερμανία και τη Γαλλία.
«Αυτό δεν έχει ακόμη γίνει. Επιπλέον, θα υπάρξει ένα ακόμη πρόγραμμα βοήθειας. Οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης δεσμεύθηκαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να μειώσει το χρέος της ως το 2022 κάτω από το 110% του ΑΕΠ. Αυτό όμως είναι δύσκολο να επιτευχθεί και αυξάνονται οι πιθανότητες της πραγματοποίησης μιας ακόμη αναδιάρθρωσης του χρέους» δηλώνει ο κ. Σταρκ σε συνέντευξή του στην «Badische Zeitung». Διευκρινίζει πάντως ότι η εκ νέου αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα έπληττε τους Γερμανούς φορολογούμενους, ενώ θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες.
Αναφερόμενος στην κρίση του ευρώ, ο Γερμανός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι η κρίση δεν ξεπεράστηκε επειδή η ΕΚΤ δήλωσε ότι, σε περίπτωση ανάγκης, θα προβεί σε μαζική εξαγορά κρατικών ομολόγων ή επειδή η πολιτική εγγυήθηκε ότι καμία χώρα δεν θα εγκαταλείψει την Ευρωζώνη. Τονίζει δε ότι δεν θεωρεί βέβαιο ότι στην Ευρώπη θα τερματιστεί η ύφεση, ενώ προβλέπει ότι σε κάθε περίπτωση η ανάπτυξη θα παραμείνει ασθενική και, όπως λέει χαρακτηριστικά, «πρέπει όλοι να ντυθούν ζεστά», καθώς υπάρχουν πολλά ανοιχτά θέματα στην Ευρώπη.
«Η Δημοσιονομική Ένωση, όρος που κατανοείται με διαφορετικό τρόπο από τον κάθε πολιτικό ή Τραπεζική Ένωση, είναι εγχειρήματα παρόμοιου μεγέθους με την εισαγωγή του ευρώ. Υπάρχει ο φόβος ότι ο μηχανισμός εκκαθάρισης των προβληματικών τραπεζών και η εγγύηση των καταθέσεων θα αποτελέσουν ένα ακόμα βήμα προς την κατεύθυνση της συνευθύνης και της αναδιανεμητικής ένωσης» δηλώνει ο κ. Σταρκ και υποστηρίζει ότι «κάθε κυβέρνηση θα πρέπει να ευθύνεται για τα μη αποπληρωθέντα δάνεια», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι δεν έχουν όλες οι χώρες τα αναγκαία ως προς αυτό οικονομικά μέσα. Εκτιμά μάλιστα ότι οι αγορές ομολόγων και οι δηλώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, για περαιτέρω αγορά κρατικών τίτλων, μείωσαν τον μεταρρυθμιστικό ζήλο στις υπερχρεωμένες χώρες και αναφέρει ως παράδειγμα την Ιταλία.
Ο Γιούργκεν Σταρκ παραδέχεται πάντως ότι το πρόβλημα της ΟΝΕ εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι κανόνες στους οποίους βασίζεται δεν εφαρμόστηκαν σωστά, κυρίως δε σε ό,τι αφορά την εποπτεία της οικονομικής πολιτικής. «Αν οι κανόνες δεν είχαν αγνοηθεί, όπως π.χ. έκαναν η Γαλλία με τη Γερμανία, δεν θα είχε δημιουργηθεί η τωρινή κατάσταση» σημειώνει και προσθέτει ότι «το λάθος ήταν και ότι το 1999 εντάχθηκαν στην Ευρωζώνη πολλές χώρες, οι οποίες δεν ήταν εκ των προτέρων βέβαιο ότι θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της Νομισματικής Ένωσης - έγιναν μεν τα απαραίτητα τεστ, αλλά σε τελική ανάλυση η απόφαση ήταν πολιτική», και επανέρχεται στο παράδειγμα της Ιταλίας.
Σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο αποκλεισμού κάποιας χώρας από την Ευρωζώνη, ο πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων της ΕΚΤ εξηγεί ότι μπορεί πριν από την κρίση κάτι τέτοιο να ήταν αδύνατο και τονίζει ότι είναι πλέον σαφές ότι η οικονομική πίεση θα μπορούσε να οδηγήσει, έστω προσωρινά, στην αποχώρηση μιας χώρας από το ευρώ, προκειμένου να έχει μεγαλύτερη ευελιξία στις αποφάσεις της. «Με αυτό νοείται η υποτίμηση του νομίσματος, η οποία θα δώσει φτερά στην ανταγωνιστικότητα της χώρας και τις εξαγωγές της. Σαφώς και μία αποχώρηση θα δημιουργούσε αμφιβολίες για το μέλλον της Ευρωζώνης, αν όμως το κοινό νόμισμα στηριχθεί από τη Γαλλία και τη Γερμανία, τα προβλήματα θα είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν» συμπληρώνει ο κ. Σταρκ.