«Οι χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα προσαρμογής έχουν τις υψηλότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων του ΟΟΣΑ», σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά προειδοποίησε τις χώρες που ολοκληρώνουν τα προγράμματα να μην επαναπαυτούν και να συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις.
«Θα ήταν καταστροφικό να πούμε ότι έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο, παρά την πρόοδο που έχουμε επιτύχει. Οι χώρες που βρίσκονται σε πρόγραμμα πρέπει να γνωρίζουν ότι η ολοκλήρωση του προγράμματος δεν σημαίνει το τέλος των μεταρρυθμίσεων», δήλωσε ο κ. Σόιμπλε μιλώντας νωρίτερα σε συνέδριο για την Ευρώπη που διοργάνωσε η "Hertie School of Governance" στο Βερολίνο, στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο πρώην πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, ο επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ και ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Μόντι.
Ο Γερμανός υπουργός χαρακτήρισε «ανοησίες» τις εικασίες περί «γερμανικής Ευρώπης» και ανέδειξε την ανάγκη μεγαλύτερης συνοχής και ανάπτυξης της ΕΕ. Τάχθηκε υπέρ του ανοίγματος των διατλαντικών αγορών και των στοχευμένων επενδύσεων στην καινοτομία, και τόνισε ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να κρύβεται πίσω από τη νομισματική πολιτική, η οποία, όπως είπε, «δεν αποτελεί υποκατάστατο μεταρρυθμίσεων» και μπορεί να υπονομεύσει την πρόθεση των πολιτικών να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις.
Ο κ. Σόιμπλε προειδοποίησε ακόμη για τον κίνδυνο να δημιουργηθούν νέες «φούσκες» στην προσπάθεια «να προωθήσουμε τη ρευστότητα και την παροχή πιστώσεων» και αναφέρθηκε στα υψηλά επίπεδα ρευστότητας, τα οποία εκτίμησε ότι δημιουργούν λανθασμένα κίνητρα και καταστρέφουν τη δομή των τιμών, κάτι που μπορεί να οδηγήσει, όπως εξήγησε, σε ανεύθυνες και επιπόλαιες αποφάσεις για επενδύσεις. «Φοβάμαι ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει μεγάλος κίνδυνος», δήλωσε και επισήμανε ότι η ρευστότητα είναι μεγάλη, όχι μόνο στη Γερμανία και στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο, για να προσθέσει ότι, εάν δεν υπήρχε η ανεξαρτησία και τα όρια της εντολής της ΕΚΤ, θα έπρεπε να τα εφεύρουμε. «Ζούμε σε ιδιαίτερες εποχές, σε ό,τι αφορά τη νομισματική πολιτική», είπε χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην κρίση στην Ουκρανία, επισήμανε πως κατέστη σαφές ότι το θέμα δεν είναι μόνο η οικονομία. «Η Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας της Ευρώπης πρέπει να γίνει πιο ισχυρή και, το πιο σημαντικό, η πολιτική της Ευρώπης πρέπει να γίνει πιο ευδιάκριτη. Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να βασιζόμαστε στα οικονομικά και διπλωματικά εργαλεία τα οποία πιστεύουμε ότι θα είναι επιτυχημένα και μακροπρόθεσμα, είναι πολύ σημαντικό να είμαστε ισχυροί», ανέφερε.
Μιλώντας για τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές, τόνισε ότι χρειάζεται μια πιο αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Επιτροπή και ένα Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το οποίο να έχει μεγαλύτερη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. «Θα ήταν επιπλέον εφικτό να χρησιμοποιήσουμε τον προϋπολογισμό ως εργαλείο προκειμένου να θέσουμε προτεραιότητες σε συγκεκριμένα κράτη-μέλη και να στηρίξουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις», πρόσθεσε κι έκανε λόγο για την ανάγκη όσο το δυνατόν περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται με αποκεντρωμένο τρόπο. «Θα μπορούσα, ωστόσο, να δω έναν Επίτροπο Προϋπολογισμού, ο οποίος θα είχε την εξουσία να απορρίπτει εθνικούς προϋπολογισμούς, εφόσον δεν ανταποκρίνονται στους κανόνες στους οποίους έχουμε όλοι συμφωνήσει. Αντίστοιχα, θα πρέπει να υπάρχει έλεγχος της συμμόρφωσης των κρατών-μελών προς τους όρους που έχουν συμφωνήσει σε ό,τι αφορά τον ανταγωνισμό. Χρειαζόμαστε καλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση για τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Έχω κατ' επανάληψη προτείνει την απευθείας εκλογή του Προέδρου της Κομισιόν, κάτι που θα άλλαζε την επικοινωνία στην Ευρώπη με πολύ αποτελεσματικό τρόπο», συνέχισε, αλλά εμφανίστηκε επιφυλακτικός σε ό,τι αφορά την πολιτική ένωση.
«Ο όρος "πολιτική ένωση" είναι πολύ θολός. Όπως και το "Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης". Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε ήδη, αλλά και πάλι η έκφραση είναι πολύ ασαφής για να περιγράψει με ακρίβεια τον ειδικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις. Αν θέλουμε να είμαστε πιο ακριβείς, μιλούμε για μια πολυεπίπεδη δημοκρατία. Έχουμε πολλούς λόγους να είμαστε υπερήφανοι για την Ευρώπη. Εξακολουθούμε να διαθέτουμε τη μεγαλύτερη "ήπια ισχύ" στον κόσμο, αλλά η Ευρώπη διατρέχει τον κίνδυνο να μείνει πίσω σε ό,τι αφορά τον διεθνή ανταγωνισμό. Σε αυτόν τον διεθνή ανταγωνισμό η Ευρώπη έχει πιθανότητες να επιβιώσει μόνο εάν ενεργεί ως σύνολο και εάν εργάζεται διαρκώς για τη βελτίωσή της, για την πολιτική δομή και για την ανταγωνιστικότητά της. Για χάρη των μοναδικών χαρακτηριστικών μας, η Ευρώπη πρέπει πάντα να είναι λίγο καλύτερη, λίγο πιο σταθερή και λίγο πιο ελκυστική από άλλες περιοχές του κόσμου», υπογράμμισε.
Απαντώντας σε ερώτηση του Μάριο Μόντι σχετικώς με το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί καλύτερη λειτουργία της κοινής αγοράς, τόσο εντός της Ευρωζώνης όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο κ. Σόιμπλε τόνισε ότι ο ίδιος θα ήθελε η Βρετανία όχι απλώς να μείνει στην ΕΕ, αλλά να ενταχθεί και στην Ευρωζώνη. Πρόσθεσε ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται μεγαλύτερη συνοχή, προκειμένου το κοινό νόμισμα να παραμείνει σταθερό. «Πολλές φορές ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τη ρύθμιση των αγορών, παρά για την ελεύθερη αγορά, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο», σημείωσε.
Αναφερόμενος στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών εκτίμησε ότι έδωσαν κίνητρα για να σκεφτούμε όλοι τι πρέπει να κάνουμε καλύτερα. «Στην Ιταλία είχαμε ένα θετικό αποτέλεσμα-έκπληξη, στη Γερμανία τα πράγματα είναι σχετικά καλά, στη Γαλλία. . . ωχ! Όλοι μας στην Ευρώπη, όχι μόνο για τη Γαλλία, πρέπει να σκεφτούμε τι λάθη έχουμε κάνει και ένα τέταρτο των ψηφοφόρων ψήφισε όχι για ένα δεξιό κόμμα, αλλά για ένα φασιστικό, ακραίο κόμμα», δήλωσε χαρακτηριστικά και αναφέρθηκε σε πρόσφατη δημοσκόπηση που έδειχνε ότι μόλις το 39% των Γάλλων επιθυμεί την παραμονή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – ένα ποσοστό πιθανότατα χαμηλότερο από το ποσοστό στην Βρετανία, σχολίασε. Κατέληξε, μάλιστα, τονίζοντας ότι «χωρίς την Ιταλία, όπως και χωρίς τη Γαλλία, δεν είναι δυνατόν (να προχωρήσουμε), πρέπει να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα, όχι να πούμε "εντάξει, ο κόσμος δεν θέλει" και να τα παρατήσουμε».