Η βουτιά της τιμής του πετρελαίου ήταν αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που κλείνει, με τις επιπτώσεις να «αποκαλύπτονται» τη χρονιά που έρχεται:
Αφού χτύπησε «οροφή» στα 115 δολ./βαρέλι (το μπρεντ) τον Ιούνιο, οι τιμές του μαύρου χρυσού πήραν την κατιούσα, δεχόμενες πίεση τόσο στο «μέτωπο» της προσφοράς, όσο και σε αυτό της ζήτησης: Η «ενεργειακή επανάσταση» στις ΗΠΑ (δηλαδή η εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου από σχιστολιθικά πετρώματα-shale) που αύξησε κατακόρυφα την αμερικανική παραγωγή ενέργειας συνέπεσε με τις ενδείξεις επιβράδυνσης της οικονομίας στην Ευρωζώνη, την Κίνα και την Ιαπωνία που παραπέμπουν σε μείωση της ζήτησης για καύσιμα.
Η εξέταση του ενεργειακού ισοζυγίου οδήγησε τους επενδυτές στο συμπέρασμα ότι δημιουργούνται συνθήκες υπερπροσφοράς στην αγορά πετρελαίου, με το «πλεόνασμα» να εκτιμάται στο 1,5-2 εκατ. βαρέλια ημερησίως. Οι ρευστοποιήσεις ήρθαν ως φυσικό επακόλουθο, η πτώση όμως έλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας μετά τη θυελλώδη σύνοδο του ΟΠΕΚ στις 27 Νοεμβρίου, όπου ο μεγαλύτερος «παίκτης» του καρτέλ, η Σαουδική Αραβία επέβαλε τη γραμμή της ότι η παραγωγή του ΟΠΕΚ δεν θα μειωθεί, όσο και να πέσουν οι τιμές: Το Ριάντ έπαιξε ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου, εκτιμώντας ότι τα συναλλαγματικά του διαθέσιμα (700 δισ. ευρώ) θα αντέξουν περισσότερο από τους αμυντικούς μηχανισμούς της Μόσχας και της Τεχεράνης και το shale boom των ΗΠΑ. Το μπρεντ διαπραγματεύεται τώρα γύρω στα 60 δολ./βαρέλι (με τις απώλειες από τα υψηλά να προσεγγίζουν το 50%) κα το αμερικανικό αργό στα 55 δολ./βαρέλι.
Οι χώρες που είναι καθαροί καταναλωτές επιχαίρουν για την εξέλιξη αυτή που ενισχύει την αγοραστική δύναμη επιχειρήσεων και νοικοκυριών, με το ΔΝΤ να κάνει λόγο για μια τονωτική «ένεση» 0,3%-0,7% στους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας το 2015 που προβλέπονται στο 3,8%.
Υπάρχει όμως και έντονος προβληματισμός για τις αποπληθωριστικές πιέσεις που ασκεί το φθηνότερο πετρέλαιο, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί ποιος παράγοντας θα επικρατήσει?