Οι οικονομικές προοπτικές στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη το 2015 δεν είναι ευοίωνες.
Τα περισσότερα κράτη-μέλη συνεχίζουν την επίπονη, αλλά αναπόφευκτη, προσαρμογή των εξωτερικών και εσωτερικών οικονομικών ανισορροπιών τους που «κτίσθηκαν» ή ενισχύθηκαν στην πρώτη δεκαετία του ευρώ. Τα μεγάλα ελλείμματα στα εμπορικά ισοζύγια και στα τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώθηκαν, η ανάκτηση των ανταγωνιστικοτήτων εξελίσσεται, αλλά το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος των περισσοτέρων κρατών-μελών παραμένει υψηλό ή αυξανόμενο.
Τόσο στην Ε.Ε. όσο και στην Ευρωζώνη οι προοπτικές έστω και μικρής μεγέθυνσης είναι ισχνές. Η εμπειρία του 2014 δείχνει τη μεγέθυνση να επιστρέφει μόνον σε θύλακες της Ευρωζώνης (βαλτικά μέλη της, Σλοβακία, Λουξεμβούργο) και σε κράτη-μέλη εκτός αυτής (Ηνωμένο Βασίλειο, Ουγγαρία, Τσεχία Πολωνία). Ο χαμηλός πληθωρισμός και η ισχυρή πιθανότητα αντιπληθωρισμού επιδεινώνουν το βάρος του χρέους και καθιστούν υψηλότερου κόστους την αναπόφευκτη προσαρμογή στο εσωτερικό μιας ασύμμετρης Ευρωζώνης και Ε.Ε., ενώ ήδη οι κοινωνικοί δείκτες (ανεργία, κίνδυνος φτώχειας) βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά -προκαλώντας τεκτονικές πολιτικές μετακινήσεις.
Σε αυτό το, όχι ιδιαίτερα ευμενές, ευρωπαϊκό πλαίσιο η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2015 παραμένοντας μία ακραία περίπτωση στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Όχι μόνον επειδή αυτή μένει ακόμη -μαζί με την Κύπρο που εισήλθε αργότερα- σε πρόγραμμα προσαρμογής των Ε.Ε. - ΕΚΤ - ΔΝΤ. Αλλά γιατί αυτό δείχνουν τα θεμελιώδη οικονομικά της. Ναι μεν «έκλεισε» το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών, αλλά αυτό το έκανε κυρίως μέσω της αναπόφευκτης συρρίκνωσης της ζήτησης και, επίσης, μέσω της μεγάλης συρρίκνωσης των επενδύσεων, και όχι μέσω της παραγωγής και των εξαγωγών.
Οσον αφορά τις επενδύσεις η ελληνική οικονομία παραμένει μια ακραία περίπτωση, έχοντας στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. το χαμηλότερο μερίδιο επενδύσεων στο ΑΕΠ (μαζί με την Κύπρο), κι αυτό συνεπάγεται αρνητικές επιπτώσεις μεσοπρόθεσμα για τη στροφή στη μεγέθυνση και την ανάπτυξη, και για το δυνητικό προϊόν της οικονομίας.
Οσον αφορά τη συνεχιζόμενη υστέρηση της εγχώριας παραγωγής και των εξαγωγών, η Ελλάδα εξακολουθεί να αποκλίνει έναντι ακόμη και συγκρίσιμων χωρών, π.χ. της Πορτογαλίας η οποία όπως και η Ισπανία έχουν αρχίσει ήδη από το 2010 την προσαρμογή με τη μεταφορά πόρων (επενδύσεων, ανθρωπίνου δυναμικού, και προστιθέμενης αξίας) σε κλάδους «διεθνώς εμπορευσίμων». Εδώ δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητή η αναγκαιότητα της ραγδαίας μεταφοράς πόρων στον τομέα «διεθνώς εμπορευσίμων» και οι συνεπαγωγές της, καθώς και ότι σε αυτό συνίσταται η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Η ελληνική οικονομία εισέρχεται στο 2015 με τη δυσμενέστερη (μαζί με την Κύπρο) καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (NIIP) στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, χωρίς ορατές προοπτικές βελτίωσης. Για να υπάρξει βελτίωση σε αποδεκτά επίπεδα ισορροπίας (στο -50% ή στο -35% του ΑΕΠ το 2024) η ελληνική οικονομία πρέπει να επιτυγχάνει πλεονάσματα στο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 5%-6% του ΑΕΠ ετησίως, και ο μοναδικός τρόπος να φθάσει σε αυτό είναι η στροφή στην παραγωγή και την εξαγωγή «διεθνώς εμπορευσίμων».