Μπορεί για τους περισσότερους κλάδους το 2015 να θεωρείται έτος επιστροφής στην ανάπτυξη, ύστερα από μια πενταετία βαθιάς ύφεσης και δραματικής συρρίκνωσης των πωλήσεών τους, ωστόσο για την αγορά των μίνι μάρκετ (παντοπωλεία) και των περιπτέρων η ανάκαμψη φαίνεται πως αργεί.
Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει μελέτη της «Στόχασις Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε.» που επιμελήθηκε η Αυγή Οικονομίδου, σύμφωνα με την οποία η πτωτική πορεία που ξεκίνησε με το ξέσπασμα της κρίσης αναμένεται να συνεχιστεί τη διετία 2015-2016 και για τις δύο αγορές κυρίως λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών αλλά και του ισχυρού ανταγωνισμού από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ.
Ειδικότερα, στην αγορά των mini-market προβλέπεται μείωση του επιπέδου της τάξης του 4% περίπου κατ' έτος, λόγω του εντεινόμενου ανταγωνισμού από το οργανωμένο λιανεμπόριο, κυρίως με τη διείσδυση των καταστημάτων ευκολίας στις «γειτονιές» και την ανάπτυξη των συνεργασιών με πρατήρια καυσίμων, ενώ στην αγορά των περιπτέρων προβλέπεται μείωση του επιπέδου της τάξης του περίπου 5% κατ' έτος, λόγω της διάθεσης καπνικών προϊόντων (τα οποία κατέχουν σημαντική θέση στα έσοδά τους) και από τα super market, παράλληλα με τη διατήρηση του παρεμπορίου τσιγάρων.
Μίνι μάρκετ και περίπτερα «έχασαν» 3 δισ.
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους εκπροσώπους του κλάδου, αναμένεται συνέχιση της εξόδου των επιχειρήσεων / περιπτερούχων, κυρίως όσων δεν βρίσκονται σε εμπορικά σημεία. Συνολικά από το 2009 μέχρι το 2014, σύμφωνα με την «Στοχασις» έχουν «κατεβάσει ρολά» 6.000 μίνι μάρκετ και 9.500 περίπτερα, με αποτέλεσμα να έχουν απομείνει σήμερα 7.000 μίνι μάρκετ και περίπου 8.000 περίπτερα, η πλειονότητα των οποίων λειτουργεί ως ατομικές επιχειρήσεις ή οικογενειακής μορφής επιχειρήσεις με έδρα στην Αττική (το 1/3 περίπου). Εξίσου σημαντικές είναι και οι απώλειες που έχουν υποστεί οι δύο αγορές σε επίπεδο τζίρου. Συγκεκριμένα, από το 2009 η αγορά των μίνι μάρκετ έχει «χάσει» έσοδα περίπου 1,2 δισ. ευρώ, και από 3,1 δισ. ευρώ υποχώρησε σε περίπου 1,9 δισ. ευρώ το 2014, ενώ η αγορά των περιπτέρων μειώθηκε κατά 1,7 δισ. ευρώ. Αθροιστικά, οι δυο κατηγορίες «έχασαν» πωλήσεις άνω των 3 δισ. ευρώ στη διάρκεια της κρίσης.
Ο ανταγωνισμός με τα σούπερ μάρκετ
Ο μεγάλος αντίπαλος των μικρών σημείων λιανικής «ακούει» στο όνομα: αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Μέσω της επέκτασης του δικτύου των μικρών καταστημάτων «ευκολίας» και της ανάπτυξης συνεργασιών με πρατήρια καυσίμων, οι μεγάλοι λιανέμποροι καλύπτουν γεωγραφικά κάθε γειτονιά των μεγάλων πόλεων και κωμοπόλεων, παρέχοντας στους καταναλωτές τη δυνατότητα της ευκολίας πρόσβασης στις αγορές τους.
Επιπλέον, λόγω του μεγάλου όγκου παραγγελιών και της υψηλής επισκεψιμότητας έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους καταναλωτές προϊόντα σε χαμηλότερες τιμές ενώ «ισχυρό χαρτί» -ιδιαίτερα στις τρέχουσες οικονομικές συνθήκες- αποτελεί και η διάθεση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας (private label), τα οποία καλύπτουν την ανάγκη των καταναλωτών για φθηνά και ποιοτικά προϊόντα. Επιπλέον, οι συμπληρωματικές υπηρεσίες που παρέχουν τα μεγάλα σούπερ μάρκετ όπως οι τηλεφωνικές και οι online παραγγελίες, η παράδοση στο σπίτι, οι κάρτες μελών κ.ά., διευκολύνουν την αγοραστική εμπειρία και επηρεάζουν τους καταναλωτές στην επιλογή τους.
«Ανάχωμα» οι συνεργασίες
Σύμφωνα με την «Στόχασις», τα σημεία μικρής λιανικής προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται θα πρέπει να συνεργαστούν όσον αφορά στις παραγγελίες τους, ώστε να ενισχύσουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα, να επεκτείνουν την προϊοντική τους βάση, περιορίζοντας την εξάρτησή τους από τα καπνικά προϊόντα και να αξιοποιήσουν την τεχνολογία και το μάρκετινγκ για την ανάπτυξη των πωλήσεών τους.
Επειδή, στην πλειονότητά τους είναι επιχειρήσεις μικρού μεγέθους και ο όγκος των παραγγελιών τους είναι μικρός, δεν μπορούν να πετύχουν καλύτερες τιμές, καθώς υστερούν σε διαπραγματευτική δύναμη έναντι των προμηθευτών τους (κυρίως χονδρέμποροι, λιγότερο καταστήματα cash&carry και απευθείας παραγωγικές επιχειρήσεις). Στα «ατού» τους πέρα, από την ευκολία και την ταχύτητα των αγορών, την ευρεία γεωγραφική κάλυψη αλλά και την προσωπική σχέση με τους πελάτες, συγκαταλέγεται το διευρυμένο ωράριο λειτουργίας, το οποίο διευκολύνει την πραγματοποίηση αγορών σχεδόν όλη τη μέρα, αφού περίπου το 40% των περιπτέρων εκτιμάται έχουν 24ώρη λειτουργία.