Από την αρχή της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, πολιτικοί και σχολιαστές αναφέρονται συχνά στο σχέδιο Μάρσαλ που επέτρεψε μετά το 1948 την ανοικοδόμηση των οικονομιών της δυτικής Ευρώπης.
Μέχρι τώρα, η πολιτική στιγμή δεν φαινόταν κατάλληλη. Όπως γράφει όμως ο Μπιλ Έμοτ στην εφημερίδα Le Monde, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
Η σημερινή κατάσταση της Ευρώπης παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με εκείνη της δεκαετίας του '40. Έχοντας λυγίσει κάτω από το βάρος του δημοσίου χρέους, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης έχουν επίγνωση αυτού που έχουν ανάγκη. Όμως η αμοιβαία δυσπιστία είναι μεγάλη και δεν επιτρέπει μια πραγματική συνεργασία. Κανείς φορολογούμενος δεν θέλει να πληρώσει για τις υπερβολές των άλλων: το ενιαίο νόμισμα, άλλωστε, δεν επιβάλλει το μοίρασμα των ευθυνών. Όσο οι δανειστές - με πρώτη τη Γερμανία - δεν καταβάλλουν παρά τις ελάχιστες δυνατές προσπάθειες για τη διατήρηση του ευρώ στη ζωή, άλλο τόσο οι χώρες που δανείζονται διαμαρτύρονται για την επιμονή της Γερμανίας στη δημοσιονομική λιτότητα.
Παρ' όλα αυτά, σημειώνει ο αρθρογράφος, μετά τις εξελίξεις στην Ελλάδα, την Ισπανία και τη Βρετανία θα μπορούσε να διαφανεί μια συναίνεση. Η πορεία που ακολούθησαν άλλωστε οι δανειζόμενες χώρες δεν έχει κατά γενική ομολογία οδηγήσει σε αποτελέσματα. Το Βερολίνο επιμένει ότι η χορήγηση δανείων γίνεται μόνο με αντάλλαγμα τη δημοσιονομική πειθαρχία, τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τη μείωση των δαπανών που σχετίζονται με τους μισθούς και τις συντάξεις. Μόνο έτσι, λέει, θα υπάρξει ανάπτυξη. Αν όμως η ανάπτυξη ήρθε στην Ιρλανδία, τα αποτελέσματα ήταν μικρότερα στην Ισπανία και την Πορτογαλία, κι ακόμα μικρότερα στην Ελλάδα. Γιατί αυτό που φρενάρει την ανάπτυξη είναι η μικρή ζήτηση σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αυτός είναι ο λόγος που καθίσταται αναγκαία η υιοθέτηση μιας σύγχρονης εκδοχής του σχεδίου Μάρσαλ. Θα ήταν καλύτερα μάλιστα να αναλάμβανε σχετική πρωτοβουλία η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ, παρά να αναγκαστεί να προβεί σε παραχωρήσεις σε νεοεκλεγόμενες κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Ισπανίας ή άλλων χωρών. Ακόμη καλύτερα θα ήταν με την πρωτοβουλία αυτή να συντάσσονταν και οι Φρανσουά Ολάντ και Ντέιβιντ Κάμερον.
Ένα σύγχρονο σχέδιο Μάρσαλ θα περιλάμβανε τρία σκέλη. Πρώτον, την αναδιάρθρωση των χρεών στην ευρωζώνη, ώστε να ανακουφιστούν οι πληθυσμοί της Ελλάδας και της Ισπανίας. Δεύτερον, ένα δημόσιο πρόγραμμα επενδύσεων που θα χρηματοδοτηθεί συλλογικά και θα έχει επίκεντρο την ενέργεια και τις υποδομές. Τρίτον, την οργάνωση της φιλελευθεροποίησης της ενιαίας αγοράς, κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών και της ψηφιακής οικονομίας.
Η αναδιάρθρωση του χρέους συναντά μεγάλες αντιδράσεις στη Γερμανία. Θα πρέπει όμως να θυμούνται οι Γερμανοί ότι το σχέδιο Μάρσαλ, όπως και μια σειρά άλλες μείζονες επιταχύνσεις του μεταπολεμικού «γερμανικού θαύματος», γεννήθηκε από τη συμφωνία που υπεγράφη στο Λονδίνο το 1953 και προέβλεπε κούρεμα του γερμανικού χρέους κατά 50% και επιμήκυνση της αποπληρωμής του υπολοίπου.
Η αναδιάρθρωση ενός σημαντικού μέρος του ευρωπαϊκού δημοσίου χρέους μπορεί να γίνει μέσω της αναχρηματοδότησής του με ευρωομόλογα μεγαλύτερης διάρκειας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να γίνει κάτι τέτοιο για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, και όχι μόνο για ένα κράτος.
Με την προσθήκη των δημοσίων επενδύσεων και την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς, αυτό το «σχέδιο Μάρσαλ» θα μπορούσε να τονώσει την οικονομική ανάπτυξη, μέσω της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Η εφαρμογή ενός τέτοιου σχεδίου, βέβαια, θα προσέκρουε σε ένα τείχος επιφυλάξεων και αντιθέσεων από ομάδες εθνικών συμφερόντων. Εάν όμως δράσουν ενιαία, οι ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορέσουν να κερδίσουν αυτή τη μάχη.