Με τη δημιουργία Fund που θα υπάγεται στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και με σύγχρονα χρηματοοικονομικά εργαλεία προτίθεται η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων.
Στην εισήγηση της Κερασίνας Ραυτοπούλου (συμβούλου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκη στον χρηματοπιστωτικό τομέα) στην Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει μία σειρά πιθανών λύσεων για το θέμα αυτό.Ως δυνητική λύση προβλέπεται η δημιουργία ενός ενδιάμεσου ανεξάρτητου φορέα διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, πιθανού δημοσίου ενδιαφέροντος που μπορεί να υπαχθεί στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Αναμένεται να υπάρχουν ξεχωριστοί τομείς για τις κατηγορίες των δανείων στεγαστικών καταναλωτικών και επιχειρηματικών. Ο φορέας αυτός δεν θα αποτελεί «Bad Bank», αλλά πιθανότητα θα έχει τη μορφή ενός fund για να μπορεί ακριβώς να κάνει χρήση των σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων, που θα του επιτρέπουν να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα κεφάλαιά του.
Σε ειδικό fund τα «κόκκινα» δάνεια των τραπεζών
Πρωταρχικός ρόλος του νέου φορέα θα είναι να θεσμοθετήσει ένα πρόγραμμα ρύθμισης που θα βασίζεται σε καθορισμένες αναγκαίες (ελάχιστες) δαπάνες αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Παράλληλα ο φορέας θα έχει και ρόλο εποπτικό για την εφαρμογή του πλαισίου.
Σε αυτόν θα μεταβιβάζονται οι οφειλές που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν από τις τράπεζες. Τα δάνεια αυτά ουσιαστικά θα τα αγοράζει από τις τράπεζες - έτσι δεν θα επηρεάζεται η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική τους αξία τους δεδομένου πως οι τράπεζες για τα δάνεια αυτά έχουν ήδη λάβει σχετικές προβλέψεις.
Μάλιστα η εν λόγω εταιρεία που θα δημιουργηθεί με συμμετοχή κρατική, ιδιωτική ή συνδυασμό και των δύο θα πρέπει να έχει τέτοια υπόσταση που να μπορεί να μοχλεύσει αποτελεσματικά και σχετικά φθηνά το αρχικό κεφάλαιο που θα εισρεύσει σε αυτήν. Αυτό θα της δώσει τη δυνατότητα να απορροφήσει και μεγαλύτερο μέρος προβληματικών δανείων.
Δυνητικός μέτοχος θα μπορούσε να είναι το ΤΧΣ κάτι που θα αποτελέσει το στόχο της διαπραγμάτευσης. Στο πλαίσιο αυτό, μέρος των κεφαλαίων που διακρατεί ο EFSF στη βάση της Συμφωνίας του Eurogroup θα μπορούσε να ζητηθεί για να καλυφθούν οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών που ενδεχομένως να ανακύψουν από τη μεταφορά των προβληματικών δανείων στη συγκεκριμένη εταιρεία.
Διεθνής εμπειρία
Ο φορέας που θα δημιουργηθεί θα ακουμπά στη διεθνή εμπειρία. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τόσο στο παρελθόν όσο και κατά την πρόσφατη κρίση ακολουθείται η επιλογή της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους μέσω εταιρειών διαχείρισης AMC.
Οι εταιρείες αυτές, μπορεί να λειτουργούν είτε κεντροποιημένα (μία για όλα τα μεταφερθέντα δάνεια) είτε μη κεντροποιημένα (μία για κάθε τράπεζα). Σε επίπεδο πρόσφατων παραδειγμάτων:
• Ιδρύθηκε από την ιρλανδική κυβέρνηση το Δεκέμβριο του 2009 η εταιρεία ΝΑΜΑ.
Σε αυτήν μεταφέρθηκαν κυρίως εμπορικά και στεγαστικά ακίνητα λογιστικής αξίας 77 δισ. ευρώ με μέσο συντελεστή απομείωσης περίπου 30%. Η χρηματοδότηση διενεργήθηκε μέσα από κρατικά ομόλογα. Υπενθυμίζεται πως το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ιρλανδία αφορούσε την αγορά ακινήτων.
• Τον Ιούνιο του 2009 η ισπανική κυβέρνηση ίδρυσε το FROM (Fund for Orderly Bank Restru-cturing).
Toν Δεκέμβριο του 2012 το FROΒ ίδρυσε το SAREB (AMC) στο οποίο μετέφερε κυρίως στεγαστικά δάνεια ιδιωτών λογιστικής αξίας 100 δισ. ευρώ με μέσο συντελεστή απομείωσης 45,5%. Τα δάνεια εξαγοράστηκαν με τη χρήση κρατικών εγγυήσεων.
Η ελληνική περίπτωση
Είναι αναντίρρητο ότι τα χρέη θα πρέπει να αναδιαρθρωθούν. Καμία προσπάθεια οικονομικής και κοινωνικής ανάταξης παραγωγικής ανασυγκρότησης, εξόδου εντέλει από την οικονομική κρίση δεν μπορεί να επιτύχει, αν δεν αντιμετωπιστεί με άμεσο και ουσιαστικό τρόπο το πρόβλημα της υπερχρέωσης, αναφέρει η μελέτη.
Τα χρέη ιδιωτών και επιχειρήσεων δεν είναι προς μία τράπεζα, αλλά συχνά υπάρχουν οφειλές προς πολλές διαφορετικές τράπεζες, καθιστώντας αναγκαίο τον κεντρικό συντονισμό και τη διαχείριση. Θα πρέπει να εξετάζονται συνολικά οι υποχρεώσεις και η δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών κάθε οφειλέτη, αφού υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές όχι μόνο προς τις τράπεζες αλλά και προς το Δημόσιο τα ασφαλιστικά ταμεία τις ΔΕΚΟ και προς τρίτους. Ετσι η διαχείριση τού ιδιωτικού χρέους δεν μπορεί να γίνει μόνον από τις τράπεζες, αλλά χρειάζεται η μεσολάβηση ενός άλλου ανεξάρτητου φορέα που θα έχει τη δυνατότητα να συνυπολογίσει και να διαχειριστεί τις συνολικές οφειλές κάθε οφειλέτη. Τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της εσωτερικής υποτίμησης η Ελλάδα βρίσκεται σε βαθύ αποπληθωρισμό.
Αποπληθωρισμός
Ο αποπληθωρισμός αυξάνει την πραγματική αξία των οφειλόμενων τόκων (το πραγματικό επιτόκιο αυξάνεται καθώς ισούται με το ονομαστικό μείον τον πληθωρισμό ο οποίος είναι αρνητικός και έτσι προστίθεται). Δηλαδή έχουμε μεγαλύτερο πραγματικό κόστος δανεισμού για κράτος, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ειδικά για το δημόσιο χρέος ο αποπληθωρισμός καθιστά δύσκολη την εξυπηρέτησή του παρά τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια των μνημονιακών δανείων. Το 2014 λόγω του μεγάλου αποπληθωρισμού το ονομαστικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 2% ή 3,5 δισ. ευρώ παρά την ανάπτυξη 0,7% που σημειώθηκε. Συγκεκριμένα το ονομαστικό ΑΕΠ έπεσε από τα 182,2 στα 178,7 δισ. ευρώ.
Ως αποτέλεσμα, τα εισοδήματα συνέχισαν να συρρικνώνονται επιβαρύνοντας την εξυπηρέτηση του ιδιωτικού χρέους. Παράλληλα το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έφτασε στο 181%, αντί για 174% που προβλεπόταν, ανατρέποντας πλήρως τις μέχρι σήμερα αναλύσεις για τη βιωσιμότητά του. Το πρόβλημα με την ελληνική περίπτωση είναι ότι το επίπεδο των NPL's είναι τόσο υψηλό (34,2%) στο τέλος του 2014 που η υποχώρησή τους σε ανεκτά επίπεδα δεν μπορεί να γίνει ακόμα υπό συνθήκες καταγραφής πολυετών ρυθμών ανάπτυξης.