Eντονες αντιδράσεις σε πολλές χώρες προκαλούν οι νέοι κανόνες τις Ε.Ε. για τις τραπεζικές διασώσεις, καθώς μπορεί να καταρτίστηκαν για να δώσουν τέλος στις διασώσεις προβληματικών ομίλων με δημόσιο χρήμα, πλην όμως ίσως καταλήξουν να πλήξουν ανύποπτους μικροεπενδυτές.
Στο «μικροσκόπιο» έχει μπει η κοινοτική οδηγία Bank Recovery and Resolution Directive που ενεργοποιείται την 1η Ιανουαρίου 2016 και που εισάγει υποχρέωση «κουρέματος» των μετόχων, των ομολογιούχων και των μεγαλοκαταθετών (για ποσά άνω των 100.000 ευρώ) προτού χρησιμοποιηθούν δημόσιοι πόροι για τη διάσωση μιας τράπεζας. Η οδηγία θεσπίστηκε στον απόηχο της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, κατά την οποία εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ δαπανήθηκαν για να αποτραπεί η κατάρρευση ομίλων, όπως η βρετανική Royal Bank of Scotland και η γερμανική Commerzbank.
Λίγες ημέρες προτού οι νέοι κανόνες τεθούν σε ισχύ, οι ανησυχίες για το υψηλό πολιτικό και οικονομικό κόστος που συνεπάγεται η επιβολή ζημιών σε μικροεπενδυτές ήρθε στο προσκήνιο, καθώς η Ιταλία έδωσε ένα παράδειγμα για το πώς τα πράγματα μπορούν να πάνε στραβά: 10.000 ιδιώτες έχασαν τα χρήματα που είχαν τοποθετήσει σε ομόλογα τεσσάρων μικρών τραπεζών (Banca Marche, Banca Etruria, CariChieti, CariFe) που διασώθηκαν τον περασμένο μήνα. Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι απευθύνουν έκκληση να δοθεί μεγαλύτερη περίοδος προσαρμογής στο νέο πλαίσιο, ενώ ο Ιταλός κεντρικός τραπεζίτης έκανε λόγο για εφαρμογή της οδηγίας με «λελογισμένο τρόπο». Η κυβέρνηση Ρέντσι -που επικρίθηκε σφόδρα για τους χειρισμούς της στην υπόθεση- εξετάζει τρόπους να αποζημιώσει τους μικροεπενδυτές, υποστηρίζοντας ότι ορισμένοι εξ αυτών παραπλανήθηκαν και αγόρασαν προϊόντα υψηλού κινδύνου, χωρίς να γνωρίζουν τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν.
«Εάν αποδειχθεί ότι οι ιδιώτες επενδυτές πλανήθηκαν κατά την αγορά ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης, τότε μπορεί βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι το νέο καθεστώς μετατοπίζει τον κίνδυνο από τους φορολογούμενους στους μικροαποταμιευτές», δηλώνει ο Τζόναθαν Χερμπστ, συνεργάτης της νομικής εταιρείας Norton Rose Fulbright στο Λονδίνο.
Η χρήση δημοσίου χρήματος για την αποζημίωση επενδυτών που επλήγησαν από «bail-in» αντίκειται στο πνεύμα, αν όχι και στο γράμμα των νέων κανόνων και θα μπορούσε να δημιουργήσει προηγούμενο για μελλοντικές τραπεζικές διασώσεις, υποχρεώνοντας πάλι τις κυβερνήσεις να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος του κόστους και διαιωνίζοντας τους διαβόητους «αμαρτωλούς δεσμούς» μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων που βάθυναν την κρίση χρέους της Ευρωζώνης.
Ο κεντροδεξιός Σουηδός Ευρωβουλευτής Γκούναρ Χόκμαρκ, εις εκ των αρχιτεκτόνων της οδηγίας υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να ανοίξουν «παραθυράκια» στην εφαρμογή των κανόνων. «Το νέο πλαίσιο μειώνει το βάρος (σ.σ. των τραπεζικών διασώσεων) για τις κυβερνήσεις και υποχρεώνει τους καταθέτες και τους επενδυτές να προσέχουν πού τοποθετούν τα χρήματά τους», λέει. Η δε Κομισιόν υποστηρίζει ότι τα προβλήματα στην Ιταλία προκλήθηκαν επειδή οι μικροεπενδυτές δεν κατάλαβαν ή δεν έλαβαν επαρκείς εξηγήσεις για τα χρηματοοικονομικά προϊόντα που αγόρασαν και όχι εξαιτίας των κανόνων.
H Ιταλία προσανατολίζεται τώρα στην απαγόρευση της πώλησης ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης σε ιδιώτες επενδυτές, ακολουθώντας το παράδειγμα της Βρετανίας που έχει ήδη απαγορεύσει την πώληση των λεγόμενων Additional Tier 1 χρεογράφων που μετατρέπονται σε μετοχές υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Οπως επισημαίνει ο Φρεντερίκ Λακρουά, εταίρος της δικηγορικής εταιρίας Clifford Chance στο Παρίσι, «εάν ένας μεγάλος όμιλος λιανικής τραπεζικής υπαχθεί σε bail-in τότε μπορεί να δημιουργηθεί μείζον θέμα εάν ο μέσος καταθέτης χάσει τις αποταμιεύσεις του... Είτε λοιπόν απαγορεύεις πλήρως τις επενδύσεις σε τίτλους που κινδυνεύουν με haircut, είτε αυξάνεις τη διαφάνεια και ενημερώνεις επαρκώς για τους κινδύνους που αυτοί ενσωματώνουν...».