Ούτε η οικονομία, ούτε και η χώρα γενικότερα αντέχουν σε ακόμη μία δοκιμασία έντασης και αβεβαιότητας στις σχέσεις με τους δανειστές.
Το σκηνικό της παρατεταμένης εκκρεμότητας όπου οι διαπραγματεύσεις δεν καταλήγουν πουθενά και η συμφωνία μένει γράμμα κενό το έχει ζήσει πολλές φορές η χώρα και το πληρώνει πάντα πολύ ακριβά.
Δυστυχώς, μεταξύ των δύο μερών ο χρόνος δεν μετρά το ίδιο. Διαπιστώθηκε αυτό και τον περασμένο Φεβρουάριο και τον Ιούνιο, που είχαν οριστεί ως χρονικό όριο για την υπογραφή συμφωνίας.
Τώρα διαφαίνεται πάλι ο κίνδυνος της μη συμφωνίας με τους δανειστές, οι εκπρόσωποι των οποίων αναχωρούν σήμερα από την Αθήνα.
Το δυσάρεστο είναι ότι η αδυναμία για σύγκλιση εντοπίζεται σε θέματα όπου μπορούσε και μπορεί ακόμη να βρεθεί κοινή συνισταμένη.
Μπορεί το Ασφαλιστικό, που χωρίζει τις δύο πλευρές, να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο ζήτημα και οι όποιες ρυθμίσεις να επηρεάζουν τη ζωή όλων των ασφαλισμένων, αλλά είναι και μια ανοιχτή πληγή που καθηλώνει την οικονομία και αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες που ταλανίζουν δημοσιονομικά τη χώρα.
Η λύση σε κάθε περίπτωση είναι επιβεβλημένη και αναγκαία συνθήκη για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση.
Κυρίως, όμως, γιατί η όποια συμφωνία επιτυγχάνονταν τώρα, θα έδινε νέα προοπτική και άλλον αέρα στην ίδια οικονομία.
Μια οικονομία που θα ένιωθε «απελεύθερη» πλέον από τη συνεχή πίεση μιας νέας παρατεταμένης διαπραγμάτευσης και του φόβου για νέα κρίση στις σχέσεις με την τρόικα, θα εκινείτο με άλλους ρυθμούς και σαφώς με περισσότερη αποτελεσματικότητα.
Αλλωστε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, σε πρόσφατη συνέντευξη, δήλωσε ότι η οικονομία είναι και θέμα ψυχολογίας. Και η επίτευξη μίας συμφωνίας θα άλλαζε το όλο κλίμα.
Επιτέλους, οι σχέσεις δανειστών και Ελλάδας οφείλουν να μπουν σε άλλες βάσεις. Το οφείλουν και η κυβέρνηση και η τρόικα σ’ ένα λαό που έξι χρόνια ζει σε αγωνία και έχει πληρώσει ακριβά κάθε αποτυχία ή αστοχία και των δύο.