Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ελληνική κυβέρνηση λειτουργεί ανεξάρτητα σε μια δημοκρατική χώρα.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμά της να διαπραγματεύεται όπως αυτή πιστεύει και στο πλαίσιο του εθνικού συμφέροντος. Ειδικά μετά τις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου απέκτησε και ένα ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της, αφού ο ελληνικός λαός ψήφισε βάσει προγράμματος που γνώριζε πού θα καταλήξει.
Το μνημόνιο του καλοκαιριού δεν αφήνει πολλά περιθώρια, οι δεσμεύσεις είναι συγκεκριμένες και οι προθεσμίες υλοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων έχουν συμφωνηθεί.
Βεβαίως, η εντολή που δόθηκε από τον ελληνικό λαό είναι να γίνει καλύτερη διαχείριση του σκληρού προγράμματος και να βρει η κυβέρνηση λύσεις στο κρίσιμο θέμα της διευθέτησης του χρέους. Επομένως, ο πρωθυπουργός μπορεί να κινηθεί όπως αυτός πιστεύει, αρκεί βεβαίως να έχει συγκεκριμένη στρατηγική. Και να έχει αναπτύξει συμμαχίες που θα επιτρέπουν ευελιξία κινήσεων ή θα βρίσκουν διεξόδους όταν έρθει η ώρα για συγκρούσεις.
Η ξαφνική ένταση στις σχέσεις της Αθήνας με το Βερολίνο ανοίγει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας με άδηλες συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Το βλέπουμε από το κλίμα που επικρατεί στο Χρηματιστήριο και την αγορά ομολόγων.
Ωστόσο, ακόμη κι αν η Ελλάδα έχει δίκιο σε ό,τι αφορά τις σκληρές πολιτικές λιτότητας στις οποίες επιμένουν οι Γερμανοί, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να επιστρέψουμε στο «μαύρο» φετινό καλοκαίρι. Τότε που οι συγκρούσεις και η τυφλή αντιπαράθεση απείλησαν να τινάξουν στον αέρα την οικονομία, έκλεισαν τις τράπεζες, έφεραν τα capital controls και το τρίτο μνημόνιο.
Επομένως, εάν η κυβέρνηση έχει συγκεκριμένο σχέδιο, τόσο για την «αποβολή» του ΔΝΤ από το πρόγραμμα όσο και για μια ενδεχόμενη ρήξη με το Βερολίνο, τότε ας το ακολουθήσει και θα κριθεί. Ομως, θα πρέπει να διασφαλίσει ότι δεν θα τεθεί ξανά σε κίνδυνο η οικονομία.
Αλλιώς, όπως λέει και μια παλιά παροιμία: «Λαγός τη φτέρη έσειε, κακό της κεφαλής του».