«Όσο παρατείνεται η ύφεση, τόσο μετατίθενται στο μέλλον κάποιες δυνατότητες για αντικυκλικά μέτρα από την πλευρά της ζήτησης» αναφέρεται στη νέα έκθεση του Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Η έκθεση αναφέρει ότι είναι σημαντικό το κόστος για την ελληνική οικονομία από την παράταση της διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς για την πρώτη αξιολόγηση, που κανονικά έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί το Νοέμβριο του 2015.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, η εκκρεμότητα της διαπραγμάτευσης παγίωσε την απαισιοδοξία, δημιουργώντας συνθήκες που αποτρέπουν τη βελτίωση των πραγμάτων αμέσως μετά την αξιολόγηση και απειλούν την επιστροφή στην ανάπτυξη εντός του 2016.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προσθέτει ότι το μείγμα των μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν, όπως συζητείται αυτή τη στιγμή, θα ασκήσει πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας.
Σε ό,τι αφορά τις μεταρρυθμίσεις, αναφέρει ότι όσο καθυστερούν, τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός που θα πρέπει να πληρωθεί, όπως έδειξε το παράδειγμα του ασφαλιστικού.
Καταλήγει ότι για να έρθει η ανάπτυξη χρειάζονται νέες επενδύσεις, οι οποίες θα έρθουν κυρίως από τον ιδιωτικό τομέα, με τις ξένες επενδύσεις να παίζουν τον κρισιμότερο ρόλο.
Το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να εφαρμόσει το τρίτο μνημόνιο και καθιστά σαφές ότι σ' ένα περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιοτήτων, η χώρα θα πρέπει να αποφύγει ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη σύγχυση.
H χώρα είναι αντιμέτωπη με συσσωρευμένες υστερήσεις δεκαετιών στα μεταρρυθμιστικά ζητήματα και με ένα σαθρό υπόβαθρο της δημόσιας οικονομίας. Σημειώνει επίσης: «Όσο μετατίθενται οι αναγκαίες τομές, τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός που θα πρέπει να πληρωθεί για να γίνει βιώσιμο και περιορίζονται τα περιθώρια για δίκαιη κατανομή των βαρών της προσαρμογής του» αναφέρεται στη συνέχεια.
Σχετικά με την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, καθιστά σαφές ότι η βιωσιμότητα του συστήματος είναι το μείζον κριτήριο για την αξιολόγηση του νομοσχεδίου.
Όσον αφορά την ανεργία, εκτιμά ότι μέτρα, όπως η προσωρινά επιχορηγούμενη απασχόληση, ανακουφίζουν προσωρινά μερικές χιλιάδες ανέργους, αλλά ουσιαστικά δεν λύνουν το πρόβλημα. «Η μείωση της ανεργίας θα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής μεγέθυνσης σε σταθερή βάση» τονίζει ενδεικτικά.
Αμφιβολίες εκφράζονται και για την απόδοση των μέτρων. Οπως τονίζεται: «Η κατάληξη ήταν νέα φορολογικά μέτρα που όμως είναι αμφίβολο αν θα αποδώσουν. Η δρομολογημένη νέα συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει νέα φορολογικά μέτρα 5,4 δισ. ευρώ και 3,6 δισ. ευρώ μέτρα υπό αίρεση όπως συζητείται αυτήν τη στιγμή, τα οποία θα ασκήσουν πιέσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές» σημειώνουν χαρακτηριστικά. Εκτός αυτού, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου περι ανάγκης νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που -αν χρειαστεί να γίνει- είναι πιθανόν να συνοδευτεί με κούρεμα καταθέσεων. «Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τείνει να εξουδετερωθεί από την εκκρεμότητα των μη εξυπηρετούμενων δανείων» υπογραμμίζεται στην έκθεση για να προστεθεί: «Συχνά υποτιμάται ότι το τραπεζικό σύστημα υποφέρει από τη χαμηλή ποιότητα των δανείων του («κόκκινα δάνεια») παρά την ανακεφαλαιοποίηση που έγινε τον περασμένο Νοέμβριο». Τέλος, υποστηρίζουν πως ένα νέο κούρεμα του ελληνικού χρέους δεν μπορεί να υπάρξει.