Ιδιαίτερη σημασία στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του μεγάλου όγκου των κόκκινων δανείων δίνει ο κεντρικός τραπεζίτης τη χώρας μέσα από την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος, την ίδια στιγμή πάντως που τραπεζικά στελέχη σημειώνουν πως είναι μικρό το αγοραστικό ενδιαφέρον από ξένους θεσμικούς επενδυτές, εκτός και εάν οι τιμές υποχωρήσουν περαιτέρω.
Με βάση την έκθεση της ΤτΕ απαιτούνται 34,5 δισ. ευρώ πιστώσεις (δάνεια) για να πάρει μπρος η οικονομία (πιστοδοτικό κενό 34,5 δισ. ευρώ).
Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο των ανοιγμάτων σε ατομική βάση αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 45,1%, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης απομόχλευσης και της αναπροσαρμογής των δανείων σε εύλογη αξία, δεδομένου ότι το συνολικό ποσό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανήλθε στα επίπεδα του 2015.
Νέο «καμπανάκι» από Γ. Στουρνάρα για τα «κόκκινα» δάνεια
Προειδοποίηση
Η Τράπεζα της Ελλάδος σημειώνει πως αν το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία «θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση».
Σε ό,τι αφορά στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, τονίζεται η σημαντική βελτίωση μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση, αλλά σημειώνεται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος δεν αναμένεται να υποχωρήσει σύντομα, εφόσον:
(α) οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές, καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων
Νέο «καμπανάκι» από Γ. Στουρνάρα για τα «κόκκινα» δάνεια
(β) η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα
(γ) η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο
(δ) μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων
Από την ανάλυση των κατανομών των υπολοίπων των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί ανησυχητική ένδειξη το γεγονός ότι τα 2/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά διαμορφώνεται στο 70%, ενώ για τα καταναλωτικά στο 76%, τα οποία έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη του εξαμήνου.
Στο ίδιο πλαίσιο, ανησυχία προκαλεί η διαπίστωση ότι περισσότερα από 40% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης του έτους έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών.
Επιπλέον, δεδομένου ότι τα δάνεια που εντάσσονται στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών αποτελούν το 30% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, ανησυχία προκαλεί η αύξηση της εν λόγω κατηγορίας κατά 15,9%.
Ιδιαίτερα υψηλά (μεγαλύτερα του 90%) είναι τα ποσοστά των καταγγελμένων απαιτήσεων, για τις οποίες δεν έχει γίνει κάποια μορφή οριστικής διευθέτησης.
Όσον αφορά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, αξίζει να σημειωθεί ότι κάτι περισσότερο από 3 εκατομμύρια φάκελοι δανείων είναι μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, από ένα συνολικό αριθμό άνω των 9,4 εκατομμυρίων. Ο αριθμός αυτός είναι πολύ μεγάλος, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο αριθμός των ενεργά απασχολούμενων στην Ελλάδα είναι 3,6 εκατομμύρια το δ’ τρίμηνο του 2015.
Οι δείκτες
Σχετικά με τους δείκτες παρακολούθησης και αξιολόγησης της διαχείρισης των δανείων σε καθυστέρηση παρατηρούνται τα εξής:
Οι διαγραφές δανείων κατά τη διάρκεια του 2015 ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες (μόλις το 1% των συνολικών NPEs) και αφορούν κυρίως καταγγελμένες απαιτήσεις.
Ο δείκτης «αξία εξασφαλίσεων προς συνολικά ανοίγματα» είναι σχετικά χαμηλός για το συνολικό χαρτοφυλάκιο (λίγο περισσότερο του 50%).
Ως προς τα επιμέρους χαρτοφυλάκια, ο αντίστοιχος δείκτης φθάνει στο 86% για τα στεγαστικά, μόλις 11% για τα καταναλωτικά και 42% για τα επιχειρηματικά.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο δείκτης του βαθμού εξασφάλισης καταγγελμένων απαιτήσεων ανέρχεται στο 46% για το σύνολο του χαρτοφυλακίου.
Ως προς τα επιμέρους χαρτοφυλάκια, ο αντίστοιχος δείκτης διαμορφώνεται στο 73,5% για τα στεγαστικά, μόλις 12% για τα καταναλωτικά και 47% για τα επιχειρηματικά.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξασφαλίσεις κατά ένα μεγάλο ποσοστό (87% για το σύνολο του χαρτοφυλακίου) αφορούν εμπράγματη ασφάλεια επί ακινήτου15.
Όσον αφορά την κάλυψη των NPEs από προβλέψεις, ο δείκτης κάλυψης (σύνολο προβλέψεων επί των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων) και ο λόγος (Texas) «συνολικά μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ως προς τις συνολικές προβλέψεις και τα εποπτικά κεφάλαια» διαμορφώνονται στο 50% και 124% αντίστοιχα.
Ρυθμίσεις
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης εξυγίανσης (Cure rate)17 βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο (2,8%), και μάλιστα χαμηλότερα του δείκτη αθέτησης (Default rate)18, ο οποίος διαμορφώνεται στο 3,5%.
Μια σημαντική διάσταση της αποτελεσματικότητας της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελεί ο χρονικός ορίζοντας των ρυθμίσεων/διευθετήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι ρυθμίσεις δανείων είναι κυρίως βραχυπρόθεσμες (έως δύο χρόνια), ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά τις κατηγορίες επιχειρηματικών και στεγαστικών δανείων.
Σε ποια κατάσταση είναι οι ασφαλιστικές εταιρείες
Σύμφωνα με την έκθεση οι ασφαλιστικές εργασίες σε γενικές γραμμές δεν δημιουργούν ούτε και ενισχύουν καταστάσεις χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή συστημικούς κινδύνους κυρίως λόγω:
α. του ιδιαίτερου επιχειρηματικού τους μοντέλου, το οποίο τις εκθέτει κυρίως σε μη συστημικούς κινδύνους, όπως ενδεικτικά ασφαλιστικούς κινδύνους θνησιμότητας, νοσηρότητας ή κατά ζημιών
β. της ανάπτυξης από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις μεθόδων συγχρονισμού των επενδύσεών τους με τη δομή των υποχρεώσεών τους
γ. της φύσης των ασφαλιστικών αποζημιώσεων που επιτρέπει τη δυναμική διαχείριση των συναφών ταμειακών εκροών εντός ενός εκτεταμένου χρονικού διαστήματος από εβδομάδες μέχρι χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις.
Λόγοι για τους οποίους μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις εντείνουν τους συστημικούς κινδύνους σχετίζονται κυρίως με τις αλλαγές του επενδυτικού τους χαρτοφυλακίου συνδεόμενες με μαζικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που εντείνουν περαιτέρω έναν υφεσιακό κύκλο και με την πρακτική γενικής υποτιμολόγησης ασφαλίσεων κατά ζημιών, με αποτέλεσμα αύξηση των περιπτώσεων αφερετγγυότητας.
Αν και ο πρώτος λόγος -μαζικές πωλήσεις- δεν έχει γενικώς παρατηρηθεί στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, ο δεύτερος -γενική υποτιμολόγηση- είναι ένα περιοδικά εμφανιζόμενο φαινόμενο στην ελληνική αγορά ασφαλίσεων κατά ζημιών με έμφαση στον κλάδο αστικής ευθύνης αυτοκινήτων που έχει αφήσει τα σημάδια του πλήττοντας την εμπιστοσύνη των ασφαλισμένων.