Η ελληνική οικονομία το 2020, δηλαδή δύο χρόνια μετά την έξοδό της από τα Μνημόνια (την οποία η κυβέρνηση προσδιορίζει τον Αύγουστο του 2018), μετά βίας θα αγγίξει τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν το 2011, μεσούσης δηλαδή της κρίσης.
Το όνειρο της πραγματικής σύγκλισης θα παραμείνει άπιαστο, τουλάχιστον για πάρα πολλά χρόνια, ειδικά σε κάποια πεδία: στη δημόσια αλλά και την ιδιωτική κατανάλωση, στο ύψος των μισθών, αλλά και στην αξία των επιχειρηματικών κερδών. Και, βέβαια, η επάνοδος στην "κανονικότητα" μιας ανεργίας κοντά στο 10% θα καθυστερήσει ακόμα περισσότερο.
Η επιστροφή στην ανάπτυξη, σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, στηρίζεται σε μια υπεραισιόδοξη εκτίμηση για αύξηση των εξαγωγών, μια πρόβλεψη που πλέον επηρεάζεται άρρηκτα από τις εξελίξεις στο διεθνές περιβάλλον. Στηρίζεται και σε μια πάρα πολύ συγκρατημένη αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με το παρελθόν.
Τα στοιχεία προκύπτουν από την ανάλυση των εκτιμήσεων που το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών έχει ολοκληρώσει/ανακοινώσει, με στόχο την κατάθεση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Πολιτικής 2017-2020. Όσο για το ίδιο το Μεσοπρόθεσμο, όπως έκανε σαφές την προηγούμενη εβδομάδα κορυφαίο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών, πλέον θα καθυστερήσει, καθώς οι "θεσμοί" δεν θέλουν να ανοίξουν συζήτηση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018.
Στα χαρτιά
Το 2020 το ΑΕΠ της Ελλάδος υπολογίζεται ότι θα έχει επανέλθει σε 205 δισ. ευρώ, όταν το 2011 βρισκόταν στα 207 δισ. ευρώ. Ο λόγος για ένα ποσό πολύ μακριά από τα 242 δισ. ευρώ στα οποία έφτανε το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν στην Ελλάδα πριν ξεσπάσει η κρίση το 2008...
Η δημόσια κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί οριακά κατά 2,7% ή κατά 936 εκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα χρόνια, φτάνοντας στα 35,9 δισ. ευρώ. Τα επίπεδα αυτά υποδηλώνουν την πολιτική λιτότητας, η οποία θα συνεχιστεί αδιάλειπτα και μετά την έξοδο της Ελλάδας από το Μνημόνιο, με αποτέλεσμα η κατανάλωση του Δημοσίου να βρεθεί πολύ πιο μακριά όχι μόνο από τα επίπεδα του 2008 (50 δισ. ευρώ), αλλά και από τα επίπεδα του 2011 (45 δισ. ευρώ).
Η ιδιωτική κατανάλωση, παρά τον πακτωλό νέων εισπρακτικών μέτρων που ήρθαν ή θα... έρθουν στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 10,5% μέσα στα επόμενα χρόνια έως το 2020, στηρίζοντας – σύμφωνα πάντα με τη κυβέρνηση– την ανάκαμψη. Και πάλι, όμως, θα προσεγγίσει μόνο τα επίπεδα του 2011, στα 135,7 δισ. ευρώ, έναντι 139,8 δισ. ευρώ 2011, και τη στιγμή που προ κρίσης έτρεχε με 159 δισ. ευρώ τον χρόνο.
"Αέρας" τα κέρδη
Τα κέρδη των επιχειρήσεων τα χρόνια της κρίσης έχουν καταρρακωθεί. Από τα 132 δισ. ευρώ περίπου το 2008, περιορίστηκαν φέτος στα 91,4 δισ. ευρώ. Εκτιμάται ότι έως το 2020 θα αυξηθούν κατά 17,9%, στα 107,7 δισ. ευρώ, παραμένοντας, όμως, πάρα πολύ πιο χαμηλά, όχι από μόνο όχι μόνο από τα προ κρίσης επίπεδα, αλλά και από τις επιδόσεις εν μέσω της κρίσης το 2011.
Αλλά και οι μισθοί δεν πρόκειται να ανακάμψουν – τουλάχιστον όχι σημαντικά. Προ κρίσης έφτασαν σε αξία τα 83 δισ. ευρώ περίπου και το 2016 περιορίστηκαν στα 58,8 δισ. ευρώ. Το 2020 εκτιμάται ότι θα αυξηθούν στα 68,6 δισ. ευρώ, όταν το 2011 ήταν στα 73,2 δισ. ευρώ...
Η σχετική χαμηλή άνοδος των μισθών αντανακλά τις προβλέψεις για την πορεία της αγοράς εργασίας μέσα στα επόμενα χρόνια. Παρά την εκτίμηση για αύξηση του ΑΕΠ συνολικά κατά 17,2%, ο αριθμός των εργαζομένων και των μισθωτών θα αυξηθεί μόνο κατά 7,4% και το εργατικό δυναμικό θα αυξηθεί ελάχιστα, μόνο κατά 0,5%.
"Στοίχημα" οι εξαγωγές
Όσον αφορά τους παράγοντες που στηρίζουν την ανάπτυξη, πέρα από την κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα, υπάρχει και άλλος ένας παράγοντας υψηλής αβεβαιότητας: η πρόβλεψη για πάρα πολύ υψηλή άνοδο των εξαγωγών, στην οποία ουσιαστικά στηρίζεται πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής πρόβλεψης για την πορεία του ΑΕΠ.
Εκτιμάται ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν έως το 2020 κατά 27,1%, ξεπερνώντας κατά πολύ τα επίπεδα του 2011, ακόμα και τα επίπεδα του 2008, δηλαδή την προ κρίσης περίοδο. Υπολογίζεται ότι θα φτάσουν τα 3,5 δισ. ευρώ το 2020, έναντι 49,9 δισ. ευρώ φέτος και 56,5 δισ. ευρώ το 2008.
Αναλυτές κάνουν λόγο για μια πρόβλεψη που έχει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Και τούτο όχι μόνο λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης (προς το παρόν) να ξεδιπλώσει το νέο αναπτυξιακό της σχέδιο, το οποίο ακόμη διαπραγματεύεται με τους "θεσμούς" μαζί με τις αιτούμενες διευκολύνσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική ευχέρεια στις επενδύσεις.
Η αβεβαιότητα πηγάζει και από τις διεθνείς συνθήκες. Οι πολλές και διαφορετικές πηγές διεθνούς κρίσης, από τα δημοσιονομικά προβλήματα στην Ιβηρική χερσόνησο, την τραπεζική κρίση στην Ιταλία έως το προσφυγικό, την τρομοκρατία, το Βrexit και –εσχάτως– την τουρκική κρίση, δημιουργούν πολλαπλές πηγές πιέσεων όχι μόνο για τη διεθνή οικονομία, αλλά και για την ελληνική, όταν εκτιμώνται οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών αλλά και οι τουριστικές ροές...
Εισαγωγές... τέλος (;)
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση "ποντάρει" πάρα πολλά σε μια εξαιρετικά συντηρητική πρόβλεψη για την αύξηση των εισαγωγών σε σχέση με το παρελθόν. Σημειώνεται ότι οι εισαγωγές σε αξία αφαιρούνται από το ΑΕΠ. Άρα, η μείωσή τους ευνοεί την εκτίμηση για υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης.
Το ΥΠΟΙΚ, λοιπόν, στις προβλέψεις του εκτιμά ότι οι εισαγωγές, από 49,8 δισ. ευρώ φέτος, θα αυξηθούν στα 61,7 δισ. ευρώ το 2020, επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από αυτά του 2011, όταν βρίσκονταν στα 66 δισ. ευρώ και πολύ πιο μακριά από τα επίπεδα του 2008, όταν έφταναν στα 87 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, αρμόδια στελέχη της αγοράς εξηγούν ότι η Ελλάδα ακόμη παραμένει ένα κράτος απόλυτα εξαρτημένο από εισαγωγές, ειδικά εξοπλισμού και μηχανημάτων. Και εξηγούν ότι έως το 2020 θα πρέπει να έχει κορυφωθεί η υλοποίηση των έργων του ΕΣΠΑ και του πακέτου Γιούνκερ, κάτι που θα απαιτεί σημαντικής αξίας εξοπλισμό που πρέπει να έρθει από το εξωτερικό...
"Κόφτης" Μνημονίου στις κρατικές επενδύσεις
Η λιτότητα σε κομβικούς τομείς όπως αυτός των επενδύσεων που χρηματοδοτεί το κράτος θα συνεχιστεί. Οι επενδύσεις το 2020 θα αυξηθούν μόνο κατά 750 εκατ. ευρώ σε σχέση με φέτος, μένοντας πολύ κάτω από τα προ Μνημονίου επίπεδα.
Ο λόγος για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων που χρηματοδοτεί την εθνική συμμετοχή στο ΕΣΠΑ (δεν εξαιρέθηκε από το μνημονιακό πλεόνασμα). Χρηματοδοτεί, όμως, και μια σειρά από άλλες εθνικές επενδύσεις, όπως έργα που δεν μπορούν να μπουν στο ΕΣΠΑ ή αναγκαίες κοινωνικές/αναπτυξιακές υποδομές. Οι δημόσιες επενδύσεις το 2020 θα φτάνουν στα 7,67 δισ. ευρώ, έναντι 6,9 δισ. ευρώ φέτος, όταν το 2008 ήταν 13,5 δισ. ευρώ...