Οι ιθύνοντες οι οποίοι χαράσσουν την οικονομική πολιτική σε όλο τον κόσμο είχαν ήδη δείξει αυτοσυγκράτηση και προσοχή στις κινήσεις τους και πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος την προηγούμενη Πέμπτη στη Βρετανία - δημοψήφισμα, το οποίο ως έκβαση είχε την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Eνωση.
Πριν από λίγες ημέρες η πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Federal Reserve/ Fed) Τζάνετ Γέλεν είχε αποφασίσει να μην προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων δολαρίου, επικαλούμενη την αβέβαιη προοπτική του βρετανικού δημοψηφίσματος. Οι άμεσες συνέπειες της διαδικασίας στον υπόλοιπο κόσμο, δηλαδή οι μαζικές πωλήσεις μετοχών και η αναταραχή στις διεθνείς χρηματαγορές, προξενούν ανησυχία και είναι επώδυνες.
Πάντως, μέχρι στιγμής δεν δείχνουν να είναι ανεξέλεγκτες. Εντούτοις, τα χειρότερα έπονται ειδικά για την ίδια τη Βρετανία. Η οικονομία της ενδεχομένως να αντιμετωπίσει προσκόμματα στην πορεία της ή ακόμα και να συρρικνωθεί, ενόσω η ροή του παγκόσμιου κεφαλαίου προς το σημαντικότατο διεθνές χρηματοπιστωτικό της κέντρο, το Λονδίνο, αρχίζει να επιβραδύνεται. Οι εξελίξεις αυτές αποκαλύπτουν τις ανισορροπίες στην οικονομία της Βρετανίας, όταν, ταυτόχρονα, η πολιτική ηγεσία της χώρας είναι υποχρεωμένη να αντεπεξέλθει στις άλλες συνέπειες του δημοψηφίσματος. Μία από αυτές είναι και η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Βρετανίας τη Δευτέρα από τη S&P, καθώς και η απώλεια επωφελών εμπορικών συμφωνιών.
Το επόμενο ερώτημα έχει να κάνει με το πόσο δριμείες επιπτώσεις θα προκαλέσει η εξασθένηση της Γηραιάς Αλβιώνος σε άλλες περιοχές της Γης και ποιες κινήσεις πρέπει να γίνουν και τι πρωτοβουλίες να ληφθούν είτε για να αμβλυνθούν είτε να ελεγχθούν. Στην Ευρωπαϊκή Ενωση η διακοπή των εμπορικών συναλλαγών με μια σημαντική εταίρο, ενώ διατυπώνονται και ερωτήματα για το ποιο άλλο κράτος ίσως θελήσει να αποχωρήσει, απειλεί πραγματικά την ισχύ της οικονομίας της Ευρωζώνης.
Αυτό με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε νέα αστάθεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και εντεινόμενη πολιτική σύγχυση, επαναφέροντας στη μνήμη τις πρόσφατες κρίσεις της Ευρωζώνης. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η βρετανική ψήφος συμπίπτει με την πιο αργή αύξηση στη δημιουργία θέσεων εργασίας, τις ασθενικές εταιρικές επενδύσεις και μια γενικότερη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτή η ανάσχεση δεν φαίνεται να έχει προσωρινό χαρακτήρα και η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν αποκλείεται να έχει ως αποτέλεσμα να περιπλακούν τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Οι εξαγωγείς στις Ηνωμένες Πολιτείες πιθανώς να δεχθούν πλήγμα, εάν το δολάριο δείξει αξιοσημείωτη ενίσχυση τόσο προς τη στερλίνα όσο και προς το ευρώ. Η ευρύτερη οικονομία θα υποστεί ζημία, εάν οι μαζικές πωλήσεις αξιών στο χρηματιστήριο καταστούν τόσο δραστικές ώστε να αναγκάσουν τους εύπορους καταναλωτές να περιορίσουν τις δαπάνες τους. Τα επενδυτικά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και άλλοι όμιλοι που δραστηριοποιούνται στο πεδίο της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων συνιστούν άλλη πηγή δυνητικού κινδύνου.
Ορισμένοι αδιαμφισβήτητα έχουν υποστεί ζημίες λόγω των μεγάλων μεταβολών στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων μετά το δημοψήφισμα. Εάν αυτές οδηγήσουν σε ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, τότε οι τιμές τους θα κατακρημνισθούν. Σε μια συνολική θεώρηση, τέλος, όσο ασθενέστερη είναι η οικονομία τόσο δυσκολότερο είναι να απορροφήσει κραδασμούς. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σήμερα, επειδή τα επιτόκια είναι ήδη χαμηλά, δίνοντας μικρό περιθώριο στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα να ενδυναμώσει μια παραπαίουσα οικονομία. Πρόκειται για κάτι προφανές: αποφασίζοντας την έξοδό της από την Ε.Ε., η Βρετανία αναδείχθηκε σε μείζονα πηγή αβεβαιότητας και αυτό όχι μόνον για την Ευρώπη αλλά και για τις Ηνωμένες Πολιτείες επίσης.