Δεν γίναμε και πολύ σοφότεροι μετά τις ερμηνευτικές εγκυκλίους που εξέδωσε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων τις τελευταίες ημέρες του προηγούμενου χρόνου και αναφέρονται στην εφαρμογή του νόμου 4387/2016.
Μετά από οκτώ και πλέον μήνες από την ψήφιση του νέου ασφαλιστικού νόμου, οι υπηρεσίες του νεοσύστατου ΕΦΚΑ, δεν θα έχουν όπως ακριβώς συνέβαινε με τις προηγούμενες υπηρεσίες των καταργηθέντων φορέων, τη δυνατότητα να υπολογίσουν τις συντάξεις, για όσους υπέβαλαν ή θα υποβάλλουν αιτήσεις από 13/5/2016 και μετά.
Η σχετική εγκύκλιος που εκδόθηκε, αναφέρεται στο συγκεκριμένο θέμα, χωρίς όμως ακόμη να υπάρχουν οι συντελεστές αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών από 1/1/2002 και μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τις διατάξεις του ασφαλιστικού νόμου 4387/2016, οι συντελεστές συνδέονται με την μεταβολή των μισθών για την ίδια περίοδο και τα στοιχεία προβλέπεται και αναμένεται να δοθούν από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Επομένως, ο νέος ενιαίος ασφαλιστικός φορέας παραμένει σε πλήρη αδυναμία για την έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων και θα συνεχίσει να χορηγεί, για πόσους μήνες ακόμη παραμένει άγνωστο, μόνο προσωρινές συντάξεις και αυτές όχι για όλους τους υποψήφιους συνταξιούχους, αλλά, για ένα μικρό ποσοστό.
Στο άλλο πεδίο που αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές των πρώην ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ και το ΕΤΑΑ, δηλαδή ελεύθερους επαγγελματίες, βιοτέχνες, εμπόρους κ.λ.π. οι μεγάλοι χαμένοι φαίνεται να είναι οι «νέοι» από 1/1/1993 και μετά ασφαλισμένοι, που συνεχίζουν να έχουν διπλή δραστηριότητα, αλλά, και όσοι ακόμη από το σύνολο των ασφαλισμένων παλαιών και νέων είχαν υψηλά εισοδήματα τα αμέσως προηγούμενα έτη και συγκεκριμένα το 2015 και 2016. Και όταν λέμε υψηλά εισοδήματα δεν εννοούμε βέβαια ποσά των 5 και 6 χιλιάδων το μήνα. Ακόμη και με εισόδημα 15.000 ευρώ ετησίως μπορεί να προκύπτει σημαντική επιβάρυνση.
Ασαφές παραμένει ακόμη το καθεστώς ασφάλισης των αμειβομένων με δελτίο παροχής υπηρεσιών (μπλοκάκια) ενώ πολλά ερωτηματικά υπάρχουν για στελέχη επιχειρήσεων και ιδιαίτερα για τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων Ανωνύμων Εταιρειών.
Οι «νέοι» ασφαλισμένοι, όπως είναι γνωστό, στην περίπτωση που απασχολούνταν ως μισθωτοί και παράλληλα είχαν ελεύθερο επάγγελμα, δεν είχαν υποχρέωση διπλής ασφάλισης. Έτσι, στην συντριπτική τους πλειοψηφία είχαν απαλλαγή από την ασφάλιση στο δεύτερο φορέα. Με το νέο καθεστώς υποχρεώνονται να καταβάλλουν εισφορές για κάθε δραστηριότητα.
Αυτό σημαίνει ότι για έναν εργαζόμενο που είναι μισθωτός αμειβόμενος έστω με τον κατώτατο μισθό των 586 ευρώ το μήνα και έχει ταυτόχρονα μια δεύτερη δραστηριότητα με «μπλοκάκι», από την οποία εισέπραξε 5.000 ευρώ το χρόνο, θα κληθεί να καταβάλει το ποσό των 1.347,5 ευρώ το 2017 μόνο για ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να υπολογίζεται ο φόρος από το πρώτο ευρώ και οι άλλες επιβαρύνσεις.
Με πιο κίνητρο μπορεί να δουλεύει έτσι ένας τέτοιος εργαζόμενος, προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του;
Για το λόγο αυτό «έτρεξαν» τους τελευταίους μήνες του χρόνου και «έκλεισαν» τα μπλοκάκια δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η Κυβέρνηση βέβαια τονίζει, με κάθε ευκαιρία, τις μειώσεις που υπάρχουν στις ασφαλιστικές εισφορές από 1/1/2017 σε πολλές κατηγορίες ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων και ότι υπάρχουν ωφελημένοι από το νέο σύστημα με το οποίο συνδέονται οι ασφαλιστικές εισφορές με τα εισοδήματα. Πράγματι υπάρχουν ελαφρύνσεις και πρέπει να υπάρξουν για όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα.
Εκείνο όμως που ξεχνούν όλοι όσοι υπεραμύνονται του νέου συστήματος, είναι ότι ανάμεσα στους ωφελούμενους υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες οι οποίοι δεν έχουν, αλλά, απλά δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα. Δηλαδή επαγγελματίες που φοροδιαφεύγουν.
Τώρα με τον δεύτερο φόρο που επί της ουσίας επιβάλλεται μέσα από την ευθεία σύνδεση των εισφορών με τα εισοδήματα, έχουν όλοι αυτοί διπλό κίνητρο να φοροδιαφεύγουν.
Και τελικά μπορούμε να μιλήσουμε για ωφελούμενους, εάν μπορούν ταυτόχρονα να ισορροπήσουν οικονομικά τα Ταμεία μέσα από το νέο σύστημα εισφορών, εάν καθίσταται έτσι βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα, κάτι εξαιρετικά αμφίβολο.
Αμφίβολο γιατί το νέο πλαίσιο για τις εισφορές αποθαρρύνει κάθε επαγγελματία που θα ήθελε να αυξήσει τον κύκλο εργασιών του, επομένως και τις θέσεις εργασίας.
Αμφίβολο γιατί εκείνοι για τους οποίους αυξάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές υπέρμετρα, πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις νέες τους υποχρεώσεις.
Όταν για ένα βιοτέχνη με 25.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα, οι εισφορές του αυξάνονται κατά μέσο όρο 40% ή για ένα ελεύθερο επαγγελματία με 50.000 εισόδημα από τις 5.250 ευρώ ετήσια εισφορά θα φθάσει στις 16.500 ευρώ, είναι αδύνατο να καλυφθεί έτσι το έλλειμμα που δημιουργείται από τη μείωση των εισφορών για πολλές κατηγορίες που έχουν ή δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα.
Επομένως, για την ώρα, ας δούμε αυτούς που θίγονται και είναι πολλοί και ας μη μιλήσουμε ακόμη για ωφελούμενους, πριν φανούν και τα αποτελέσματα στα έσοδα των Ταμείων.