Αν ισχύει ότι το παρελθόν είναι ο «οδηγός» για το μέλλον, τότε από μία ιστορία σχεδόν δύο αιώνων μπορεί να εξαχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη σημερινή κατάσταση που περνά η Ελλάδα. …Πάμε λοιπόν πίσω στο 1824 και στο 1825.
Οι ανάγκες χρηματοδότησης του απελευθερωτικού αγώνα πιεστικές. Ο εξωτερικός δανεισμός ήταν ουσιαστικά μονόδρομος. Οι κυβερνήσεις της επαναστατημένης Ελλάδας, στράφηκαν στο οικονομικό κέντρο της εποχής εκείνης το Λονδίνο, για να αναζητήσουν δάνεια. Η ιστορία των δύο αυτών δανείων, αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτική.
Το πρώτο δάνειο
Η ελληνική κυβέρνηση, στέλνει απεσταλμένους στη βρετανική πρωτεύουσα, τους Ι. Ορλάνδο και Α. Λουριώτη. Αυτοί, σε συνεργασία με το φιλελληνικό κομιτάτο* του Λονδίνου, υπογράφουν δανειακή σύμβαση (21/2/1824) με τον οίκο Λόφναν, ύψους 800.000 στερλινών σε τιμή εκδόσεων 59% και επιτόκιο 5% και διάρκεια 36 ετών. Από τις 800.00, θεωρητικά θα δίδονταν στην Ελλάδα μόνο οι 459.700 και από αυτό θα αφαιρούνταν ένα σημαντικό ποσό, επειδή η συμφωνία προέβλεπε ότι θα προπληρώνονταν: οι τόκοι και τα χρεολύσια δύο ετών, οι προμήθειες και τα διάφορα έξοδα.
Στην Ελλάδα έφθασαν μόλις 298.700 λίρες στερλίνες. Ας σημειωθεί ότι ως εγγύηση για τους τόκους των δανείων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα «εθνικά κτήματα».
Το δεύτερο δάνειο
Κεντρικός διαπραγματευτής ο Ι.Ορλάνδος, αφού ο Λουριώτης έχει πεθάνει. Το δάνειο δόθηκε από την τράπεζα των αδελφών Ρικάρδο. Η συμφωνία υπογράφηκε στις 7/2/1825 . Το ονομαστικό κεφάλαιο ανέρχονταν σε 2.000.000 στερλίνες που διαιρέθηκαν σε 200.000 ομολογίες που εκδόθηκαν σε τιμή υψηλότερη 55,5% από την ονομαστική αξία. Αυτό σημαίνει αυτόματα 1.100.000 στερλίνες κέρδος για τους τραπεζίτες. Παράλληλα προεισπράχθηκαν τόκοι 2 ετών (220.000 στερλίνες), χρεολύσια 1 έτους, προμήθεια πληρωμής τόκων (64.000 ), προμήθεια μεσιτείας και διάφορα έξοδα. Το ποσό που τελικά εκκαθαρίστηκε ήταν 816.000 λίρες.
Αλλά αντί ολόκληρο το ποσό αυτό να αποσταλεί στην Ελλάδα, απορροφήθηκε σε εξοπλιστικές δαπάνες εκτός Ελλάδος (!):
-Βαριά και ελαφρά όπλα: 77.000 στερλίνες. Παραδόθηκαν λιγότερα κανόνια και με μεγάλη καθυστέρηση
-Παραγγελία ατμοκίνητων πλοίων στην Αγγλία και σύσταση εκστρατευτικού σώματος: 160.000 στερλίνες. Παραγγέλθηκαν 6 πλοία σε ναυπηγείο που είχε κεντρικό πελάτη τον Ιμπραήμ που σάρωνε την Πελοπόννησο. Από αυτά, έφθασαν στην Ελλάδα τρία (Καρτερία, Ελπίδα, Ερμής) με μεγάλη καθυστέρηση
-Παραγγελία 2 φρεγατών στις ΗΠΑ: 155.600 στερλίνες. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα απίστευτη: Οι δύο τους συμφώνησαν να σταλεί ως εμπειρογνώμονας στο ναυπηγείο των ΗΠΑ ένας …Γάλλος στρατηγός ιππικού (Lallemand)! Του έδωσαν μισθό 120 λίρες το μήνα και τον έστειλαν να κάνει το ναυπηγό. Μόλις ο Γάλλος έφθασε στη Νέα Υόρκη, απευθύνθηκε σε δύο ναυπηγεία ((Leroy ,Bayard &Co και G.G.Howland). Επέλεξε το πρώτο, καθώς ένας από τους δύο συνεταίρους ήταν πρόεδρος του φιλελληνικού κομιτάτου. Πριν ακόμα ξεκινήσουν οποιαδήποτε εργασία, εισέπραξαν μία επιταγή 120.000 λιρών. Αμέσως μετά, ο Γάλλος συμφώνησε να αλλάξει η συμφωνία.
Δηλαδή αντί να προχωρήσουν με βάση μία κλειστή τιμή, το τελικό κόστος να υπολογίζονταν με βάση τις ώρες εργασίας!!! Σε έξη μήνες που είχαν προθεσμία παράδοσης, είχαν εισπράξει 750.000 δολάρια και δεν είχαν παραδώσει ούτε βάρκα. Για να έχει κανείς ένα μέτρο σύγκρισης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ, για όμοια πλοία πλήρωνε 250.000 δολάρια το ένα. Δηλαδή είχε πέσει ένα «καπέλο» 250.000 μέχρι στιγμής. Το καπέλο θα έφθανε τις 550.000-600.000, αφού το κόστος του κάθε καραβιού θα κυμαίνονταν στις 500-550.000 δολάρια. Ζήταγαν μάλιστα άλλες 275.000 δολάρια για να συνεχιστούν οι εργασίες. Όμως δεν υπήρχε σάλιο, αφού όλα τα λεφτά είχαν «φαγωθεί». Τότε ξεσπά το «σκάνδαλο του Λονδίνου» και αποφασίζεται να πουληθεί η μία από τις δύο. Την αγοράζει η αμερικάνικη Κυβέρνηση, για 223.570 δολάρια (225.000 δολάρια λιγότερο από ό,τι στοίχισε). Δηλαδή το ένα καράβι που παραδόθηκε, κόστισε 750.000 δολάρια, δηλαδή υπερτιμολόγηση 500.000 δολαρίων.