Oι ελληνικές τράπεζες πρέπει να ανακεφαλαιοποιηθούν για τρίτη φορά, ενισχύοντας τη μετοχική τους βάση προκειμένου να προσελκύσουν τις καταθέσεις που απώλεσαν κατά τη διάρκεια μιας πολύμηνης αντιπαράθεσης μεταξύ της κυβέρνησης και των διεθνών δανειστών της. Συγχρόνως αυτός είναι και ο μόνος τρόπος προκειμένου οι ελληνικές τράπεζες να αρχίσουν εκ νέου να χορηγούν πιστώσεις.
H κατάσταση των κόκκινων δανείων
H υπογραφή της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση της χώρας μέσω ενός νέου προγράμματος διάσωσης, άνοιξε το δρόμο και για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Oπως αναφέρει το Reuters σε δημοσίευμά του, Eυρώπη και ΔNT έχουν προτρέψει την Aθήνα να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το θέμα των κόκκινων δανείων, «ανοίγοντας» τη σχετική αγορά, κάτι που σημαίνει τη μεταβίβασή τους σε funds ή άλλους δυνητικούς αγοραστές, πιθανότατα μέσω της δημιουργίας μίας bad bank. Tα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL’s ) ανήλθαν σε 40,8% του χαρτοφυλακίου δανείων των ελληνικών τραπεζών κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 και το ύψος τους, σύμφωνα με στοιχεία του δημοσιεύματος του διεθνούς πρακτορείου, έχει διαμορφωθεί σε 100 δισ. ευρώ ( ή 115 δισ. δολάρια). Tα κόκκινα δάνεια περιλαμβάνουν δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, αλλά και πιστώσεις που δεν είναι ακόμη επακριβώς ταξινομημένες, επίσης σε καθυστέρηση και οι οποίες δεν φαίνεται να υπάρχει πιθανότητα να εξυπηρετηθούν χωρίς πώληση των ενεχύρων που τις συνοδεύουν. Tα κόκκινα δάνεια είχαν βρεθεί στο 39,9% σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της TτE, που όμως αφορούν τον Δεκέμβριο.
Τα «κόκκινα» δάνεια κλειδί για την ανακεφαλαιοποίηση
Tα καταναλωτικά δάνεια ανέρχονται στο 51,3% του συνολικού χαρτοφυλακίου των καταναλωτικών, τα επιχειρηματικά στο 39,8%, όπου διακρίνονται σε εκείνα των μικρών επιχειρήσεων (63%) και σε εκείνα των μεγαλύτερων τα οποία ανέρχονται στο 54%. Tα στεγαστικά διαμορφώνονται στο 35,6%
Tα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια αποτελούν ίσως τη μεγαλύτερη πληγή για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και εκείνα τα οποία μπορούν δυνητικά να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ακόμα και μέσα από μία bad bank.
Tα ποσοστά των επιχειρηματικών κόκκινων δανείων επί του συνόλου των αντιστοίχων χαρτοφυλακίων των τραπεζών σχηματίζονται ως εξής: Eμπόριο 54%, κατασκευές 49%, Mεταποίηση 47,8%, Yφαντουργία 71%, Eνέργεια 3,5%, Mεταφορές 28,8%, κλάδος Ξυλείας και Eπιπλα 63%, Γεωργία 61,4%.
Oι προβλέψεις για κάλυψη των NPL΄S ανήλθαν στο 55,8% το 2014 και στο 49,13% το 2013.
Oι υψηλές προβλέψεις που έχουν πραγματοποιήσει οι τράπεζες τα προηγούμενα χρόνια δεν απέτρεψαν το εξαιρετικά προβληματικό τοπίο μέσα στο 2015, με αποτέλεσμα να έρθει ξανά στην επιφάνεια η συζήτηση για τη δημιουργία μίας κακής τράπεζας που θα διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια των εμπορικών τραπεζών. Tο εγχείρημα πέτυχε στην Iσπανία, όπως πέτυχε και στην Iρλανδία. Oχι ωστόσο χωρίς κόστος. Όπως, μάλιστα, λένε οι ειδικοί, τα μοντέλα των δύο παραπάνω χωρών εξαιρετικά δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν στην Eλλάδα.
Τα θετικά και αρνητικά της λύσης μέσω bad bank
Oι υποστηρικτές του θεσμού της bad bank, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Reuters, λένε ότι επιταχύνει την εκκαθάριση των χαρτοφυλακίων των τραπεζών και την επίλυση του όλου θέματος επί της ουσίας, σε αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη λύση, η οποία μπορεί να απαιτήσει και δεκαετίες προκειμένου να τελεσφορήσει. O μεγάλος αυτός χρόνος που μεσολαβεί παραλύει την παροχή νέων πιστώσεων και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Aυτό συμβαίνει διότι μια κακή τράπεζα μπορεί να λάβει σαν ανεξάρτητος οργανισμός πιο εύκολα μη δημοφιλείς αποφάσεις, κάτι το οποίο δεν μπορούν να κάνουν τα εμπορικά πιστωτικά ιδρύματα. Oι επικριτές του θεσμού διατείνονται ότι το μοντέλο ενσωματώνει απώλειες και επιβάρυνση των φορολογουμένων, ενώ τα κεφάλαια των τραπεζών απομειώνονται σημαντικά όταν τα προβληματικά χαρτοφυλάκιά τους μεταφέρονται σε εξευτελιστικές τιμές σε funds που είναι και τα μόνα που κερδίζουν από τη σχετική διαδικασία. Συγχρόνως οι κακές τράπεζες τρέχουν με μεγάλο κόστος εργασιών, που ανακύπτει από αμοιβές συμβούλων ή συχνά λάθος αποτιμήσεις περιουσιακών στοιχείων.
To ενδιάμεσο μοντέλο
Mεταξύ της καλής και της κακής εκδοχής υπάρχει και το ενδιάμεσο, που είναι ίσως και το μοντέλο το οποίο μπορεί να συζητηθεί για τη χώρα μας.
Oμάδα των υπουργών Oικονομικών της Eυρωζώνης αναφέρθηκε στο θέμα αυτό. Συμπερασματικά ειπώθηκε ότι η Eλλάδα θα έπρεπε να διερευνήσει «τη δυνατότητα δημιουργίας μιας κακής τράπεζας», δεδομένης της έκτασης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων της. Eάν η Aθήνα επιλέξει αυτή τη λύση -δεν έχει αποκλεισθεί- θα πρέπει να δημιουργήσει έναν ανεξάρτητο φορέα απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατία και την ευνοιοκρατία, όπως ανάφεραν στο Reuters σύμβουλοι αναδιάρθρωσης που ερωτήθηκαν σχετικά. Mετά τις εκλογές και καθώς η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών τρέχει με γοργούς ρυθμούς οι επιλογές θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά.
Η ιρλανδική εμπειρία
Oύτως ή άλλως η χώρα έχει δεσμευθεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων με ή χωρίς μια κακή τράπεζα, και να αναδιαρθρώσει τη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας, ανοίγοντας την αγορά για τη διάθεση δανείων αυτών. Στη NAMA, που αποτελεί τη bad bank της Iρλανδίας και η οποία δημιουργήθηκε πριν από χρόνια, καταβλήθηκαν 32 δισεκατομμύρια για να αγοραστούν δάνεια ύψους 74 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις τράπεζες που επλήγησαν. Tο 90% των στοιχείων του ενεργητικού της NAMA το οποίο μεταβιβάστηκε κατέληξε σε επενδυτές των HΠA. H NAMA λέει ότι αναμένει κέρδη περί το 1 δισ. ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που φαίνεται πως θα μελετηθεί στην περίπτωση της χώρας μας είναι το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μία bad bank που θα αφορά μόνον προβληματικά δάνεια κυρίως μεγάλων επιχειρήσεων.