Με βάση τα όσα συμφώνησε το...οικονομικό επιτελείο
με τους Θεσμούς και όσα ψήφισε η ελληνική Βουλή, το αποτέλεσμα των
τελευταίων δύο ετών συνοψίζεται στο κείμενο ως εξής:
1. Η Ελλάδα έλαβε τελικά 5 δισ. ευρώ περισσότερα μέτρα από αυτά που προέβλεπε το πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2016. Τα συνολικά μέτρα του Μνημονίου 3 αγγίζουν πλέον τα 14,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015 – 2020.
2. Αντί για την απορρόφηση ενός ποσού κοντά στα 86 δισ. ευρώ που ενέκριναν τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια για το τρίτο πρόγραμμα η Ελλάδα σύμφωνα με το Compliance Report θα απορροφήσει το πολύ 58,6 δισ. ευρώ αφήνοντας κάβα» 27,4 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απότοκο των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις (μόλις έκλεισε ή 2η αντί για την 8η) αλλά και των χρημάτων που δεν χρειάστηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η απορρόφηση μικρότερων ποσών από αυτά που μπορούσε να λάβει η Ελλάδα είναι ένας ακόμη από τους λόγους που καθήλωσαν την οικονομία στην ύφεση και στη στασιμότητα τη διετία 2015-2016 και για την απουσία ρευστότητας που πνίγει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσει.
3. Αυτά τα 27,4 δισ. ευρώ που θα παραμείνουν κάβα από τα εγκεκριμένα δάνεια -ή ένα μέρος από αυτά- θα χρησιμοποιηθούν σαν κάλυψη μελλοντικών αναγκών της χώρας για τους επόμενους πολλούς μήνες ή όσο χρειαστεί καιρό, μετά το τέλος του 3ου προγράμματος και μέχρι να σταθεί στα πόδια της η Ελλάδα. Στόχος είναι να "δουν φως" οι υποψήφιοι ξένοι επενδυτές και να πειστούν ότι η Ελλάδα θα έχει ταμειακά διαθέσιμα ώστε να τους επιστρέψει λεφτά που θα της εμπιστευτούν σε μια πιθανή έκδοση ομολόγου (πχ διετίας ή τριετίας κλπ). Αν όμως οι δανειστές απαιτήσουν και ειδικούς όρους επειδή το ποσόν αφορά στην περίοδο μετά το 2018, τότε ουσιαστικά θα αποτελέσουν τμήμα ενός νέου Μνημονίου.
Οι βασικές διαπιστώσεις
Τα κείμενα της Κομισιόν φέρουν ακόμα την ένδειξη "σχέδιο" (draft) καθώς ενδέχεται και να προσαρμοστούν ελαφρώς προς τις τελικές απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Με βάση πάντως αυτά που δόθηκαν στη δημοσιότητα:
- το βασικό σενάριο της Κομισιόν προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ (δηλαδή πάνω και από 2% του ΑΕΠ) κατά μέσο όρο ετησίως, από το 2023 ως το 2060.
- η Κομισιόν αναθεωρεί προς τα κάτω και τις αρχικές εκτιμήσεις της για την Ανάπτυξη στην Ελλάδα, από 2,7% σε 2,1% για το 2017 και από 3,1% σε 2,4% του ΑΕΠ. Το βασικό σενάριο σενάριο προβλέπει ανάπτυξη 1,5% μετά από το 2021 και μόλις 1,25% μετά από το 2030.
- με βάση αυτήν την Ανάλυση Βιωσιμότητας, η Κομισιόν υπολογίζει να περισσέψουν 27,4 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. ευρώ του τρέχοντος προγράμματος. Δηλαδή ως το 2018 η κυβέρνηση θα έχει αντλήσει για να καλύψει ανάγκες της μόνον τα 58,6 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα θα τα καλύπτει εκ των ενόντων. Εκτός από να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες, στόχος είναι να δημιουργηθεί και απόθεμα ύψους τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ στο τέλος του προγράμματος, που θα μπορεί να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για τους επόμενους περίπου 10 μήνες.
- Η Κομισιόν εκτιμά ότι λιγότερο από 50% του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 οφείλεται σε μόνιμη και επαναλαμβανόμενη υπεραπόδοση των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση. «Ψαλιδίζει» δηλαδή πάνω από 50% την εκτίμηση για την θετική επίπτωση (carry over) των μέτρων του 2016 για το 2017, ώστε να μη χρειαστούν τελικά και πρόσθετα νέα μέτρα προς επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
1. Η Ελλάδα έλαβε τελικά 5 δισ. ευρώ περισσότερα μέτρα από αυτά που προέβλεπε το πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2016. Τα συνολικά μέτρα του Μνημονίου 3 αγγίζουν πλέον τα 14,5 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015 – 2020.
2. Αντί για την απορρόφηση ενός ποσού κοντά στα 86 δισ. ευρώ που ενέκριναν τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια για το τρίτο πρόγραμμα η Ελλάδα σύμφωνα με το Compliance Report θα απορροφήσει το πολύ 58,6 δισ. ευρώ αφήνοντας κάβα» 27,4 δισ. ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί απότοκο των καθυστερήσεων στις αξιολογήσεις (μόλις έκλεισε ή 2η αντί για την 8η) αλλά και των χρημάτων που δεν χρειάστηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Η απορρόφηση μικρότερων ποσών από αυτά που μπορούσε να λάβει η Ελλάδα είναι ένας ακόμη από τους λόγους που καθήλωσαν την οικονομία στην ύφεση και στη στασιμότητα τη διετία 2015-2016 και για την απουσία ρευστότητας που πνίγει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσει.
3. Αυτά τα 27,4 δισ. ευρώ που θα παραμείνουν κάβα από τα εγκεκριμένα δάνεια -ή ένα μέρος από αυτά- θα χρησιμοποιηθούν σαν κάλυψη μελλοντικών αναγκών της χώρας για τους επόμενους πολλούς μήνες ή όσο χρειαστεί καιρό, μετά το τέλος του 3ου προγράμματος και μέχρι να σταθεί στα πόδια της η Ελλάδα. Στόχος είναι να "δουν φως" οι υποψήφιοι ξένοι επενδυτές και να πειστούν ότι η Ελλάδα θα έχει ταμειακά διαθέσιμα ώστε να τους επιστρέψει λεφτά που θα της εμπιστευτούν σε μια πιθανή έκδοση ομολόγου (πχ διετίας ή τριετίας κλπ). Αν όμως οι δανειστές απαιτήσουν και ειδικούς όρους επειδή το ποσόν αφορά στην περίοδο μετά το 2018, τότε ουσιαστικά θα αποτελέσουν τμήμα ενός νέου Μνημονίου.
Οι βασικές διαπιστώσεις
Τα κείμενα της Κομισιόν φέρουν ακόμα την ένδειξη "σχέδιο" (draft) καθώς ενδέχεται και να προσαρμοστούν ελαφρώς προς τις τελικές απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Με βάση πάντως αυτά που δόθηκαν στη δημοσιότητα:
- το βασικό σενάριο της Κομισιόν προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ (δηλαδή πάνω και από 2% του ΑΕΠ) κατά μέσο όρο ετησίως, από το 2023 ως το 2060.
- η Κομισιόν αναθεωρεί προς τα κάτω και τις αρχικές εκτιμήσεις της για την Ανάπτυξη στην Ελλάδα, από 2,7% σε 2,1% για το 2017 και από 3,1% σε 2,4% του ΑΕΠ. Το βασικό σενάριο σενάριο προβλέπει ανάπτυξη 1,5% μετά από το 2021 και μόλις 1,25% μετά από το 2030.
- με βάση αυτήν την Ανάλυση Βιωσιμότητας, η Κομισιόν υπολογίζει να περισσέψουν 27,4 δισ. ευρώ από τα 86 δισ. ευρώ του τρέχοντος προγράμματος. Δηλαδή ως το 2018 η κυβέρνηση θα έχει αντλήσει για να καλύψει ανάγκες της μόνον τα 58,6 δισ. ευρώ και τα υπόλοιπα θα τα καλύπτει εκ των ενόντων. Εκτός από να καλύψει τις τρέχουσες ανάγκες, στόχος είναι να δημιουργηθεί και απόθεμα ύψους τουλάχιστον 9 δισ. ευρώ στο τέλος του προγράμματος, που θα μπορεί να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας για τους επόμενους περίπου 10 μήνες.
- Η Κομισιόν εκτιμά ότι λιγότερο από 50% του πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016 οφείλεται σε μόνιμη και επαναλαμβανόμενη υπεραπόδοση των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση. «Ψαλιδίζει» δηλαδή πάνω από 50% την εκτίμηση για την θετική επίπτωση (carry over) των μέτρων του 2016 για το 2017, ώστε να μη χρειαστούν τελικά και πρόσθετα νέα μέτρα προς επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.