Ανάμεσα στην επιλογή μιας "τυπικής" παρακολούθησης της Ελλάδας μετά το πρόγραμμα ή μιας προληπτικής πιστωτικής γραμμής του ESM (η οποία δεν συνιστά στις Βρυξέλλες αυτή τη περίοδο ένα κραταιό σενάριο παρά μόνο αν αλλάξουν οι συνθήκες στις αγορές), υπάρχει και μια... ενδιάμεση λύση.
Ο λόγος για την "ενισχυμένη επιτήρηση", που βασίζεται στον Κανονισμό 472/2013 (δημοσιονομικό σύμφωνο). Σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται ξεκάθαρα στο τραπέζι των συζητήσεων ως μία από τις εκδοχές της "καθαρής" εξόδου που όμως δεν είναι και τόσο... καθαρή.
Περιλαμβάνει όρους και ρήτρες παρακολούθησης πολύ πιο αυξημένες από αυτές που τυγχάνουν τα κράτη που έχουν βγει από τα δεσμά του Μνημονίου. Και το κατά πόσο θα εφαρμοσθεί αυτή η εκδοχή της "επιτήρησης" και το πόσο αυξημένη θα είναι εξαρτάται από τους συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν τους επόμενους μήνες, αλλά και από το αν θα αποφασισθούν παρεμβάσεις στο χρέος (και ποιου εύρους).
Το σίγουρο είναι ότι ο κανονισμός 472/2013 "για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα", έχει "πλαστικότητα" μέσα από τα τουλάχιστον 11 θολά σημεία για το πώς θα εφαρμοσθεί.
Περιλαμβάνουν ασάφειες που μεταξύ άλλων αφορούν στο τι είναι οι "σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση", που συνιστά την είσοδο στην ενισχυμένη εποπτεία, το τι σημαίνει ότι αυτή θα πρέπει να είναι "ανάλογη της σοβαρότητας των προβλημάτων και να προσαρμόζεται αντίστοιχα", αλλά και την τακτικότητα των εκθέσεων τα μέτρα που θα πρέπει να θεσπιστούν, την απόφαση για ενδεχόμενη παράταση, το πώς λαμβάνεται η απόφαση της Επιτροπής, πώς εγκρίνει τα μέτρα το κράτος-μέλος και πώς οδηγεί αυτή η εποπτεία σε... έξοδο ή σε νέο πρόγραμμα.
Αναλυτικά:
1. Ο Κανονισμός ορίζει ότι η ενισχυμένη εποπτεία εφαρμόζεται "προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση των επιπτώσεων από ένα κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ και, ευρύτερα, στην Ένωση στο σύνολό της". Αναφέρεται ότι "ένα κράτος-μέλος με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να υποβάλλεται σε ενισχυμένη εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό όταν αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση και να προστατευθούν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ από πιθανά δυσμενή δευτερογενή αποτελέσματα".
2. Ορίζεται γενικά ότι η "ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να είναι ανάλογη της σοβαρότητας των προβλημάτων και να προσαρμόζεται αντίστοιχα".
3. Ο Κανονισμός προβλέπει ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει:
* ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη στενή παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής κατάστασης και
* τακτική υποβολή εκθέσεων στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (EFC) ή σε υποεπιτροπή την οποία μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό.
4. Τα κράτη-μέλη που υπόκεινται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα πρέπει να μπορούν επίσης να θεσπίζουν μέτρα για την αντιμετώπιση των αιτίων ή των πιθανών αιτίων των δυσχερειών τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι συστάσεις που τους γίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ή της διαδικασίας για τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και για την εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας και λογοδοσίας. Το κοινοβούλιο κράτους-μέλους που υπάγεται σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής ή ενισχυμένης εποπτείας θα πρέπει να ενημερώνεται σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο.
4. Η απόφαση της Επιτροπής να θέσει ένα κράτος-μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την Economic and Financial Committee (EFC/ΟΔΕ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται με την ΟΔΕ όταν λαμβάνει απόφαση για ενδεχόμενη παράταση της ενισχυμένης εποπτείας.
5. Όταν η Επιτροπή εκτιμά αν ένα κράτος-μέλος απειλείται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων παραμέτρων, τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών ή, όταν υπάρχει, την πιο πρόσφατη ενδελεχή επισκόπηση. Η Επιτροπή διεξάγει επίσης εμπεριστατωμένη εκτίμηση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους όρους δανεισμού του εν λόγω κράτους μέλους, το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των χρεών του, την ευρωστία του δημοσιονομικού του πλαισίου, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών του, τη σοβαρότητα του βάρους του χρέους του και τον κίνδυνο μετάδοσης σοβαρών πιέσεων στον χρηματοπιστωτικό του τομέα για τη δημοσιονομική του κατάσταση ή στον χρηματοπιστωτικό τομέα άλλων κρατών μελών.
6. Στο εν λόγω κράτος-μέλος παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία το εν λόγω κράτος μέλος. Κάθε έξι μήνες, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία επί του εν λόγω κράτους μέλους. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να θέσει ένα κράτος μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία το ενημερώνει πλήρως σχετικά με όλα τα αποτελέσματα της εκτίμησης.
7. Το κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, μετά από διαβούλευση και σε συνεργασία με την Επιτροπή, η οποία ενεργεί σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τις ΕΕΑ, το ΕΣΣΚ και, όπου είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, εγκρίνει μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών των δυσκολιών.
Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά με τα μέτρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ΟΔΕ, το EWG, καθώς και το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους, όπου έχει εφαρμογή και σύμφωνα με την εθνική πρακτική.
8. Η στενότερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής κατάστασης εφαρμόζεται σε κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, ασχέτως της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος στο εν λόγω κράτος μέλος. Η έκθεση υποβάλλεται σε τριμηνιαία βάση.
9. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κράτος μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία κοινοποιεί στην ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της με τη συχνότητα που του έχει ζητηθεί, αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό του σύστημα, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ή των αναλύσεων ευαισθησίας. Διενεργεί επίσης υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, ή, όταν είναι σκόπιμο, υπό την εποπτεία των αρμόδιων ΕΕΑ, τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή τις αναλύσεις ευαισθησίας, κατά περίπτωση, για να εκτιμήσει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διάφορους μακροοικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κραδασμούς, όπως ορίζεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, σε συνεννόηση με τις αρμόδιες ΕΕΑ και με το ΕΣΣΚ. Υποβάλλεται σε τακτικές εκτιμήσεις των εποπτικών ικανοτήτων του επί του χρηματοπιστωτικού τομέα, κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε πληροφορία που χρειάζεται για την παρακολούθηση μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Με βάση την ανάλυση των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και τις αναλύσεις ευαισθησίας και τον πίνακα επιδόσεων όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες η ΕΚΤ εκπονεί εκτίμηση των δυνητικών ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και υποβάλλει την εν λόγω εκτίμηση στην Επιτροπή, με τη συχνότητα που ορίζει η τελευταία, και στην ΕΚΤ.
10. Η Επιτροπή, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ και τις αρμόδιες ΕΕΑ και, όταν είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, πραγματοποιεί τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, προκειμένου να επαληθεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από το εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων. Η Επιτροπή κοινοποιεί ανά τρίμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την ΟΔΕ. Στην εν λόγω εκτίμηση, εξετάζει, ειδικότερα, αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα.
11. Στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει, με βάση τις αποστολές επιθεώρησης ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ ή των κρατών μελών της, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει στο οικείο κράτος-μέλος να λάβει προληπτικά διορθωτικά μέτρα ή να καταρτίσει σχέδιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει τη σύστασή του. Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής μπορούν να κληθούν από το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων, το Συμβούλιο ενημερώνει έγκαιρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους μπορούν να καλέσουν εκπροσώπους της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ να συμμετάσχουν σε οικονομικό διάλογο.
Η "κλασική" εποπτεία
Στον ίδιο κανονισμό περιγράφεται και η "κλασική" αυξημένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα. Η οποία είναι ούτως ή άλλως ενισχυμένη αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Αναφέρεται ότι τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους. Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση. Κοινοποιεί ανά εξάμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ΟΔΕ, καθώς και στο κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους, και εκτιμά ειδικότερα αν χρειάζονται διορθωτικά μέτρα.
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει στο οικείο κράτος-μέλος και στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων όσον αφορά την πρόοδο που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
Το κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους μπορεί να καλέσει εκπροσώπους της Επιτροπής να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Ο λόγος για την "ενισχυμένη επιτήρηση", που βασίζεται στον Κανονισμό 472/2013 (δημοσιονομικό σύμφωνο). Σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται ξεκάθαρα στο τραπέζι των συζητήσεων ως μία από τις εκδοχές της "καθαρής" εξόδου που όμως δεν είναι και τόσο... καθαρή.
Περιλαμβάνει όρους και ρήτρες παρακολούθησης πολύ πιο αυξημένες από αυτές που τυγχάνουν τα κράτη που έχουν βγει από τα δεσμά του Μνημονίου. Και το κατά πόσο θα εφαρμοσθεί αυτή η εκδοχή της "επιτήρησης" και το πόσο αυξημένη θα είναι εξαρτάται από τους συσχετισμούς που θα διαμορφωθούν τους επόμενους μήνες, αλλά και από το αν θα αποφασισθούν παρεμβάσεις στο χρέος (και ποιου εύρους).
Το σίγουρο είναι ότι ο κανονισμός 472/2013 "για την ενίσχυση της οικονομικής και δημοσιονομικής εποπτείας των κρατών μελών στη ζώνη του ευρώ τα οποία αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους σταθερότητα", έχει "πλαστικότητα" μέσα από τα τουλάχιστον 11 θολά σημεία για το πώς θα εφαρμοσθεί.
Περιλαμβάνουν ασάφειες που μεταξύ άλλων αφορούν στο τι είναι οι "σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση", που συνιστά την είσοδο στην ενισχυμένη εποπτεία, το τι σημαίνει ότι αυτή θα πρέπει να είναι "ανάλογη της σοβαρότητας των προβλημάτων και να προσαρμόζεται αντίστοιχα", αλλά και την τακτικότητα των εκθέσεων τα μέτρα που θα πρέπει να θεσπιστούν, την απόφαση για ενδεχόμενη παράταση, το πώς λαμβάνεται η απόφαση της Επιτροπής, πώς εγκρίνει τα μέτρα το κράτος-μέλος και πώς οδηγεί αυτή η εποπτεία σε... έξοδο ή σε νέο πρόγραμμα.
Αναλυτικά:
1. Ο Κανονισμός ορίζει ότι η ενισχυμένη εποπτεία εφαρμόζεται "προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση των επιπτώσεων από ένα κράτος-μέλος που αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ και, ευρύτερα, στην Ένωση στο σύνολό της". Αναφέρεται ότι "ένα κράτος-μέλος με νόμισμα το ευρώ θα πρέπει να υποβάλλεται σε ενισχυμένη εποπτεία σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό όταν αντιμετωπίζει ή απειλείται από σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ταχεία επιστροφή του σε κανονική κατάσταση και να προστατευθούν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ από πιθανά δυσμενή δευτερογενή αποτελέσματα".
2. Ορίζεται γενικά ότι η "ενισχυμένη εποπτεία θα πρέπει να είναι ανάλογη της σοβαρότητας των προβλημάτων και να προσαρμόζεται αντίστοιχα".
3. Ο Κανονισμός προβλέπει ότι θα πρέπει να περιλαμβάνει:
* ευρύτερη πρόσβαση στις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τη στενή παρακολούθηση της οικονομικής, δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής κατάστασης και
* τακτική υποβολή εκθέσεων στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και στην Οικονομική και Δημοσιονομική Επιτροπή (EFC) ή σε υποεπιτροπή την οποία μπορεί να ορίσει η ΟΔΕ για τον σκοπό αυτό.
4. Τα κράτη-μέλη που υπόκεινται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα πρέπει να μπορούν επίσης να θεσπίζουν μέτρα για την αντιμετώπιση των αιτίων ή των πιθανών αιτίων των δυσχερειών τους. Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι συστάσεις που τους γίνονται στο πλαίσιο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος ή της διαδικασίας για τις υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες για την ενίσχυση του διαλόγου μεταξύ των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και για την εξασφάλιση μεγαλύτερης διαφάνειας και λογοδοσίας. Το κοινοβούλιο κράτους-μέλους που υπάγεται σε πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής ή ενισχυμένης εποπτείας θα πρέπει να ενημερώνεται σύμφωνα με τους κανόνες και τις πρακτικές που ισχύουν σε εθνικό επίπεδο.
4. Η απόφαση της Επιτροπής να θέσει ένα κράτος-μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να λαμβάνεται σε στενή συνεργασία με την Economic and Financial Committee (EFC/ΟΔΕ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών, και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να συνεργάζεται με την ΟΔΕ όταν λαμβάνει απόφαση για ενδεχόμενη παράταση της ενισχυμένης εποπτείας.
5. Όταν η Επιτροπή εκτιμά αν ένα κράτος-μέλος απειλείται με σοβαρές δυσκολίες αναφορικά με τη χρηματοοικονομική του σταθερότητα, χρησιμοποιεί, μεταξύ άλλων παραμέτρων, τον μηχανισμό έγκαιρης προειδοποίησης σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών ή, όταν υπάρχει, την πιο πρόσφατη ενδελεχή επισκόπηση. Η Επιτροπή διεξάγει επίσης εμπεριστατωμένη εκτίμηση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τους όρους δανεισμού του εν λόγω κράτους μέλους, το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής των χρεών του, την ευρωστία του δημοσιονομικού του πλαισίου, τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών του, τη σοβαρότητα του βάρους του χρέους του και τον κίνδυνο μετάδοσης σοβαρών πιέσεων στον χρηματοπιστωτικό του τομέα για τη δημοσιονομική του κατάσταση ή στον χρηματοπιστωτικό τομέα άλλων κρατών μελών.
6. Στο εν λόγω κράτος-μέλος παρέχεται η δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του προτού η Επιτροπή λάβει την απόφασή της να θέσει υπό ενισχυμένη εποπτεία το εν λόγω κράτος μέλος. Κάθε έξι μήνες, η Επιτροπή αποφασίζει αν θα παρατείνει την ενισχυμένη εποπτεία επί του εν λόγω κράτους μέλους. Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να θέσει ένα κράτος μέλος υπό ενισχυμένη εποπτεία το ενημερώνει πλήρως σχετικά με όλα τα αποτελέσματα της εκτίμησης.
7. Το κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, μετά από διαβούλευση και σε συνεργασία με την Επιτροπή, η οποία ενεργεί σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τις ΕΕΑ, το ΕΣΣΚ και, όπου είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, εγκρίνει μέτρα που στοχεύουν στην αντιμετώπιση των πηγών ή των δυνητικών πηγών των δυσκολιών.
Η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά με τα μέτρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την ΟΔΕ, το EWG, καθώς και το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους, όπου έχει εφαρμογή και σύμφωνα με την εθνική πρακτική.
8. Η στενότερη παρακολούθηση της δημοσιονομικής κατάστασης εφαρμόζεται σε κράτος-μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, ασχέτως της ύπαρξης υπερβολικού ελλείμματος στο εν λόγω κράτος μέλος. Η έκθεση υποβάλλεται σε τριμηνιαία βάση.
9. Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, κράτος μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία κοινοποιεί στην ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της με τη συχνότητα που του έχει ζητηθεί, αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό του σύστημα, συμπεριλαμβανομένης ανάλυσης των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων ή των αναλύσεων ευαισθησίας. Διενεργεί επίσης υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, υπό την εποπτική ιδιότητά της, ή, όταν είναι σκόπιμο, υπό την εποπτεία των αρμόδιων ΕΕΑ, τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων ή τις αναλύσεις ευαισθησίας, κατά περίπτωση, για να εκτιμήσει την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα σε διάφορους μακροοικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς κραδασμούς, όπως ορίζεται από την Επιτροπή και την ΕΚΤ, σε συνεννόηση με τις αρμόδιες ΕΕΑ και με το ΕΣΣΚ. Υποβάλλεται σε τακτικές εκτιμήσεις των εποπτικών ικανοτήτων του επί του χρηματοπιστωτικού τομέα, κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε πληροφορία που χρειάζεται για την παρακολούθηση μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Με βάση την ανάλυση των αποτελεσμάτων των προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων και τις αναλύσεις ευαισθησίας και τον πίνακα επιδόσεων όσον αφορά τις μακροοικονομικές ανισορροπίες η ΕΚΤ εκπονεί εκτίμηση των δυνητικών ευπαθειών του χρηματοπιστωτικού συστήματος και υποβάλλει την εν λόγω εκτίμηση στην Επιτροπή, με τη συχνότητα που ορίζει η τελευταία, και στην ΕΚΤ.
10. Η Επιτροπή, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ και τις αρμόδιες ΕΕΑ και, όταν είναι σκόπιμο, το ΔΝΤ, πραγματοποιεί τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος μέλος που υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία, προκειμένου να επαληθεύσει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από το εν λόγω κράτος μέλος όσον αφορά την εφαρμογή των μέτρων. Η Επιτροπή κοινοποιεί ανά τρίμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την ΟΔΕ. Στην εν λόγω εκτίμηση, εξετάζει, ειδικότερα, αν χρειάζονται περαιτέρω μέτρα.
11. Στις περιπτώσεις στις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει, με βάση τις αποστολές επιθεώρησης ότι απαιτούνται περαιτέρω μέτρα και ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κατάσταση του οικείου κράτους μέλους έχει σημαντικές δυσμενείς επιπτώσεις στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ ή των κρατών μελών της, το Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία και μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει στο οικείο κράτος-μέλος να λάβει προληπτικά διορθωτικά μέτρα ή να καταρτίσει σχέδιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής. Το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιοποιήσει τη σύστασή του. Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει την ευκαιρία στο οικείο κράτος μέλος και στην Επιτροπή να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων, οι εκπρόσωποι της Επιτροπής μπορούν να κληθούν από το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων, το Συμβούλιο ενημερώνει έγκαιρα την αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με το περιεχόμενο της σύστασης. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενισχυμένης εποπτείας, η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και το κοινοβούλιο του οικείου κράτους μέλους μπορούν να καλέσουν εκπροσώπους της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ να συμμετάσχουν σε οικονομικό διάλογο.
Η "κλασική" εποπτεία
Στον ίδιο κανονισμό περιγράφεται και η "κλασική" αυξημένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα. Η οποία είναι ούτως ή άλλως ενισχυμένη αλλά σε μικρότερο βαθμό.
Αναφέρεται ότι τα κράτη-μέλη παραμένουν υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75 % της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη-μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της άσκησης εποπτείας μετά το πρόγραμμα σε περίπτωση που εξακολουθεί να υπάρχει κίνδυνος για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα του οικείου κράτους-μέλους. Η Επιτροπή πραγματοποιεί, σε συνεννόηση με την ΕΚΤ, τακτικές αποστολές επιθεώρησης στο κράτος-μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα, προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική, δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική του κατάσταση. Κοινοποιεί ανά εξάμηνο την εκτίμησή της στην αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην ΟΔΕ, καθώς και στο κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους, και εκτιμά ειδικότερα αν χρειάζονται διορθωτικά μέτρα.
Η αρμόδια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μπορεί να προσφέρει στο οικείο κράτος-μέλος και στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συμμετάσχει σε ανταλλαγή απόψεων όσον αφορά την πρόοδο που επιτυγχάνεται στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.
Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής, μπορεί να συστήσει σε κράτος μέλος υπό εποπτεία μετά το πρόγραμμα να λάβει διορθωτικά μέτρα. Η πρόταση της Επιτροπής θεωρείται ότι έχει εγκριθεί από το Συμβούλιο, εκτός αν το Συμβούλιο αποφασίσει με ειδική πλειοψηφία να την απορρίψει μέσα σε 10 ημέρες από την έγκρισή της από την Επιτροπή.
Το κοινοβούλιο του οικείου κράτους-μέλους μπορεί να καλέσει εκπροσώπους της Επιτροπής να συμμετάσχουν σε ανταλλαγή απόψεων σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο πλαίσιο της εποπτείας μετά το πρόγραμμα.