Η Ελλάδα ως κράτος υψηλής "επικινδυνότητας" θα πρέπει να καταβάλει ακόμη και υπερδιπλάσιες πάγιες εισφορές σε έναν μελλοντικό Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Μηχανισμό.
Αλλά, αν ο μηχανισμός αυτός υπήρχε τα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα θα λάμβανε και πολύ περισσότερα χρήματα (ως στήριξη) από ό,τι τα άλλα κράτη- μέλη της ευρωζώνης. Θα λάμβανε ένα ποσό της τάξης του 20% του ΑΕΠ όπως υπολογίζει το ΔΝΤ σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στην Δημοσιότητα.
Το Ταμείο παρουσίασε την πρότασή του για έναν Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Μηχανισμό στο Βερολίνο στο πλαίσιο της διάλεξης της κας Λαγκάρντ στο DIW Europe για την ενίσχυση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Προτείνει να ενεργοποιείται με κριτήριο μία σειρά από οικονομικούς δείκτες όπως η ανεργία, το παραγωγικό κενό και το ΑΕΠ. Συνδέεται (ως κριτήριο επικινδυνότητας) με το ύψος του χρέους.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη του ΔΝΤ καθαροί δικαιούχοι ενός τέτοιου σχήματος μόνιμης στήριξης θα είναι κράτη όπως η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Γι αυτό και θα πρέπει να συνεισφέρουν στο ταμείο ποσό της τάξης του 0,5%- 1,5% του ΑΕΠ ετησίως όταν οι οικονομίες τους θα έχουν ανακάμψει. Στην Ελλάδα η συνεισφορά υπολογίζεται περί το 1% του ΑΕΠ ετησίως, ποσό πολύ υψηλότερο από άλλα κράτη. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα κράτη θα λάβουν ποσό της τάξης του 10% με 20% του ΑΕΠ τα χρόνια της κρίσης (ή και υψηλότερο αν δεν τεθεί ένα ανώτατο όριο στις σωρευτικές μεταβιβάσεις το οποίο πάντως προτείνεται).
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς για την προηγούμενη 20ετία – 30ετία, θεωρείται ότι θα ήταν η πλέον ωφελημένη σε περίοδο κρίσης. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι σε επίπεδο ευρωζώνης οι συνολικές ετήσιες ακαθάριστες μεταβιβάσεις θα κορυφώνονταν το 2013 και θα έφταναν γύρω στο 1,1% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Η Ελλάδα θα λάμβανε το 2013 ποσό ίσο με το 6% του ΑΕΠ της με τα υπόλοιπα κράτη να είχαν λαμβάνειν ποσό κατά μέσο όρο μόλις στο 0,4% περίπου του ΑΕΠ τους.
Οι μέγιστες αθροιστικές καθαρές μεταβιβάσεις ανά την ευρωζώνη υπολογίζονται στο 20% του ΑΕΠ και αφορούν στα ποσά θα θα λάμβανε η Ελλάδα την περίοδο 2009-16 και η Ισπανία την περίοδο 2008-15 (σ.σ. λόγω πολύ μεγάλης ανεργίας). Ορισμένες χώρες εκτιμάται ότι έχουν αρνητικό ισοζύγιο όλα τα χρόνια (πχ Αυστρία, Ολλανδία) απουσία κρίσεων. Δηλαδή εκτιμάται ότι, αν ο μηχανισμός δημιουργηθεί, θα είναι καθαροί χρηματοδότες του.
Το ΔΝΤ στην πρότασή του για μία "Κεντρική Δημοσιονομική Δυνατότητα Σταθεροποίησης" στην Ευρωζώνη (Central Fiscal Stabilization Capacity - CFC) αναφέρεται στα βήματα που προωθούνται για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και για την ενίσχυση του ESM. Επισημαίνει ότι παραμένουν ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με "μόνιμες μεταβιβάσεις που συνδέονται με τον καταμερισμό του δημοσιονομικού κινδύνου".
Προτείνεται έτσι το CFC για την εξομάλυνση του μακροοικονομικού κύκλου ως βοήθεια σε κράτη που βρίσκονται σε κρίση. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το CFC θα πρέπει να απαιτεί την αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων, να προβλέπει αυτόματη αποδέσμευση ποσών για να μην υπάρχουν διακρίσεις, να συνδέεται με "ασφάλιστρο χρήσης" που θα πληρώνει η οικονομία όταν ανακάμπτει. Κρίνει ότι είναι αρκετές ετήσιες συνεισφορές της τάξης του 0,35% του ΑΕΠ.
Αλλά, αν ο μηχανισμός αυτός υπήρχε τα χρόνια της κρίσης, η Ελλάδα θα λάμβανε και πολύ περισσότερα χρήματα (ως στήριξη) από ό,τι τα άλλα κράτη- μέλη της ευρωζώνης. Θα λάμβανε ένα ποσό της τάξης του 20% του ΑΕΠ όπως υπολογίζει το ΔΝΤ σε έκθεσή του που δόθηκε σήμερα στην Δημοσιότητα.
Το Ταμείο παρουσίασε την πρότασή του για έναν Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Μηχανισμό στο Βερολίνο στο πλαίσιο της διάλεξης της κας Λαγκάρντ στο DIW Europe για την ενίσχυση της αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης. Προτείνει να ενεργοποιείται με κριτήριο μία σειρά από οικονομικούς δείκτες όπως η ανεργία, το παραγωγικό κενό και το ΑΕΠ. Συνδέεται (ως κριτήριο επικινδυνότητας) με το ύψος του χρέους.
Όπως αναφέρεται στην μελέτη του ΔΝΤ καθαροί δικαιούχοι ενός τέτοιου σχήματος μόνιμης στήριξης θα είναι κράτη όπως η Φινλανδία, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Γι αυτό και θα πρέπει να συνεισφέρουν στο ταμείο ποσό της τάξης του 0,5%- 1,5% του ΑΕΠ ετησίως όταν οι οικονομίες τους θα έχουν ανακάμψει. Στην Ελλάδα η συνεισφορά υπολογίζεται περί το 1% του ΑΕΠ ετησίως, ποσό πολύ υψηλότερο από άλλα κράτη. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα κράτη θα λάβουν ποσό της τάξης του 10% με 20% του ΑΕΠ τα χρόνια της κρίσης (ή και υψηλότερο αν δεν τεθεί ένα ανώτατο όριο στις σωρευτικές μεταβιβάσεις το οποίο πάντως προτείνεται).
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς για την προηγούμενη 20ετία – 30ετία, θεωρείται ότι θα ήταν η πλέον ωφελημένη σε περίοδο κρίσης. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι σε επίπεδο ευρωζώνης οι συνολικές ετήσιες ακαθάριστες μεταβιβάσεις θα κορυφώνονταν το 2013 και θα έφταναν γύρω στο 1,1% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Η Ελλάδα θα λάμβανε το 2013 ποσό ίσο με το 6% του ΑΕΠ της με τα υπόλοιπα κράτη να είχαν λαμβάνειν ποσό κατά μέσο όρο μόλις στο 0,4% περίπου του ΑΕΠ τους.
Οι μέγιστες αθροιστικές καθαρές μεταβιβάσεις ανά την ευρωζώνη υπολογίζονται στο 20% του ΑΕΠ και αφορούν στα ποσά θα θα λάμβανε η Ελλάδα την περίοδο 2009-16 και η Ισπανία την περίοδο 2008-15 (σ.σ. λόγω πολύ μεγάλης ανεργίας). Ορισμένες χώρες εκτιμάται ότι έχουν αρνητικό ισοζύγιο όλα τα χρόνια (πχ Αυστρία, Ολλανδία) απουσία κρίσεων. Δηλαδή εκτιμάται ότι, αν ο μηχανισμός δημιουργηθεί, θα είναι καθαροί χρηματοδότες του.
Το ΔΝΤ στην πρότασή του για μία "Κεντρική Δημοσιονομική Δυνατότητα Σταθεροποίησης" στην Ευρωζώνη (Central Fiscal Stabilization Capacity - CFC) αναφέρεται στα βήματα που προωθούνται για την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και για την ενίσχυση του ESM. Επισημαίνει ότι παραμένουν ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με "μόνιμες μεταβιβάσεις που συνδέονται με τον καταμερισμό του δημοσιονομικού κινδύνου".
Προτείνεται έτσι το CFC για την εξομάλυνση του μακροοικονομικού κύκλου ως βοήθεια σε κράτη που βρίσκονται σε κρίση. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι το CFC θα πρέπει να απαιτεί την αυστηρή τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων, να προβλέπει αυτόματη αποδέσμευση ποσών για να μην υπάρχουν διακρίσεις, να συνδέεται με "ασφάλιστρο χρήσης" που θα πληρώνει η οικονομία όταν ανακάμπτει. Κρίνει ότι είναι αρκετές ετήσιες συνεισφορές της τάξης του 0,35% του ΑΕΠ.