Μέχρι τις 14 Ιουνίου πρέπει να έχει ολοκληρώσει η ελληνική κυβέρνηση τα προαπαιτούμενα έτσι ώστε να μπορέσει το Eurogroup στις 21 Ιουνίου να λάβει τις τελικές αποφάσεις για την εκταμίευση, το χρέος και το μετα-μνημονιακό πλαίσιο της Ελλάδας.
Αυτό ανέφερε Ευρωπαίος αξιωματούχος στις Βρυξέλλες σύμφωνα με την "Καθημερινή".
Από τα 88 προαπαιτούμενα, δέκα έχουν νομοθετηθεί, πολλά είναι σε προχωρημένο στάδιο, ενώ 50 απαιτούν νομοθέτηση. Ανησυχία προκαλούν αυτά που έχουν να κάνουν με υλοποίηση από τρίτους παράγοντες και αυτά που αφορούν εφαρμοστικές πράξεις όπως η αναπροσαρμογή των νέων αντικειμενικών αξιών για τον ΕΝΦΙΑ και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ο ίδιος αξιωματούχος σύμφωνα με την "Καθημερινή" ανέφερε ότι οι βασικές προτεραιότητες για το επόμενο διάστημα δεν είναι άλλες από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την στελέχωση της ανεξάρτητης αρχής δημοσίων εσόδων, τον διορισμό διευθυντικού προσωπικού στο δημόσιο τομέα και τέλος τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος που ενημέρωσε τον Τύπο στις Βρυξέλλες σχετικά με την τεχνική συμφωνία που επιτεύχθηκε στην Αθήνα σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανέφερε ότι το χρονοδιάγραμμα είναι "στενό", καθώς αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής των προαπαιτούμενων θα πρέπει οι θεσμοί να συντάξουν την καθιερωμένη έκθεση συμμόρφωσης, η οποία θα περιλαμβάνει και την επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή αναμένεται να είναι έτοιμη περί τις 18-19 Ιουνίου προκειμένου να λάβει την έγκριση και του EuroWorking Group πριν πάει στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 21 Ιουνίου. Ο ίδιος αξιωματούχος εκτίμησε ότι ήδη έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες εφαρμογής των προαπαιτούμενων και δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 21 Ιουνίου στόχος είναι να έχει ετοιμαστεί και ένα "αξιόπιστο" πακέτο μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, σημείωσε ο ίδιος αξιωματούχος, συμπληρώνοντας ότι αυτό δεν πρέπει να συνδέεται με την ενεργοποίηση ή όχι του προγράμματος του ΔΝΤ.
Υπογράμμισε, επίσης ότι το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου το 2019 αντί για το 2020 "έχει φύγει οριστικά από το τραπέζι", καθώς όλοι συμφωνούν ότι η Ελλάδα θα πετύχει το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τόσο το 2018 όσο και το 2019, ενώ από το 2020 θα έχει αυξητική τροχιά, καθώς θα αυξάνεται η παραγωγικότητα. Ως εκ τούτου, είπε πως δεν αναμένεται να χρειαστεί κανένα νέο δημοσιονομικό μέτρο.
Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο αξιωματούχος σημείωσε ότι θα επανεκκινήσουν από το 2019 και ότι αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ανατροπή ήδη εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων, καθώς έχει ήδη συμφωνηθεί ότι είχαν ανασταλεί μόνο για την περίοδο του μνημονίου. Επίσης, επιβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα καθορίσει τον κατώτατο μισθό μετά το τέλος του προγράμματος, επισημαίνοντας ότι μετά από μια κρίση τέτοιου βαθμού, κατά την οποία μειώθηκαν οι μισθοί κατά 25%, είναι λογικό να πάρει αυξητική πορεία. Ωστόσο, τόνισε ότι αυτό πρέπει να γίνει στο σωστό χρόνο, με δεδομένο ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι ακόμα υψηλή και ο κατώτατος μισθός της είναι ήδη στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναφορικά με το πλαίσιο επιτήρησης στη μεταμνημονιακή περίοδο, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος σημείωσε ότι "όλες οι χώρες έχουν δεσμεύσεις, στόχους και επιτήρηση" και εξήγησε ότι το πλαίσιο αυτό για την Ελλάδα δεν θα είναι και δε θα μοιάζει με τέταρτο πρόγραμμα. Ωστόσο, επισήμανε ότι εφόσον η Ελλάδα θα λάβει ελάφρυνση χρέους, είναι λογικό να έχει μια πιο αυστηρή εποπτεία και πως η Επιτροπή έχει προτείνει να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της "ενισχυμένης εποπτείας" που προβλέπεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Ερωτηθείς σχετικά με το εναπομείναν ένα δισ. της τρίτης αξιολόγησης (που έχει συνδεθεί με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου) εκτίμησε ότι η έκθεση των θεσμών θα είναι θετική ως προς τη λειτουργία του συστήματος των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, ενώ για την αποπληρωμή οφειλών τα στοιχεία θα κατατεθούν στις 4 Ιουνίου.
Τέλος, κληθείς να σχολιάσει τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στη μετά-μνημόνιο εποχή, είπε ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει περίπλοκο και κοστοβόρο για τους επενδυτές, ενώ η δημόσια διοίκηση έχει ακόμα περιθώρια βελτίωσης.
Αυτό ανέφερε Ευρωπαίος αξιωματούχος στις Βρυξέλλες σύμφωνα με την "Καθημερινή".
Από τα 88 προαπαιτούμενα, δέκα έχουν νομοθετηθεί, πολλά είναι σε προχωρημένο στάδιο, ενώ 50 απαιτούν νομοθέτηση. Ανησυχία προκαλούν αυτά που έχουν να κάνουν με υλοποίηση από τρίτους παράγοντες και αυτά που αφορούν εφαρμοστικές πράξεις όπως η αναπροσαρμογή των νέων αντικειμενικών αξιών για τον ΕΝΦΙΑ και οι ιδιωτικοποιήσεις.
Ο ίδιος αξιωματούχος σύμφωνα με την "Καθημερινή" ανέφερε ότι οι βασικές προτεραιότητες για το επόμενο διάστημα δεν είναι άλλες από τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την στελέχωση της ανεξάρτητης αρχής δημοσίων εσόδων, τον διορισμό διευθυντικού προσωπικού στο δημόσιο τομέα και τέλος τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας.
Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος που ενημέρωσε τον Τύπο στις Βρυξέλλες σχετικά με την τεχνική συμφωνία που επιτεύχθηκε στην Αθήνα σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανέφερε ότι το χρονοδιάγραμμα είναι "στενό", καθώς αμέσως μετά την ολοκλήρωση της εφαρμογής των προαπαιτούμενων θα πρέπει οι θεσμοί να συντάξουν την καθιερωμένη έκθεση συμμόρφωσης, η οποία θα περιλαμβάνει και την επικαιροποιημένη έκθεση βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή αναμένεται να είναι έτοιμη περί τις 18-19 Ιουνίου προκειμένου να λάβει την έγκριση και του EuroWorking Group πριν πάει στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 21 Ιουνίου. Ο ίδιος αξιωματούχος εκτίμησε ότι ήδη έχουν προχωρήσει οι διαδικασίες εφαρμογής των προαπαιτούμενων και δεν θα υπάρξουν καθυστερήσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, στις 21 Ιουνίου στόχος είναι να έχει ετοιμαστεί και ένα "αξιόπιστο" πακέτο μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, σημείωσε ο ίδιος αξιωματούχος, συμπληρώνοντας ότι αυτό δεν πρέπει να συνδέεται με την ενεργοποίηση ή όχι του προγράμματος του ΔΝΤ.
Υπογράμμισε, επίσης ότι το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί το μέτρο της μείωσης του αφορολόγητου το 2019 αντί για το 2020 "έχει φύγει οριστικά από το τραπέζι", καθώς όλοι συμφωνούν ότι η Ελλάδα θα πετύχει το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τόσο το 2018 όσο και το 2019, ενώ από το 2020 θα έχει αυξητική τροχιά, καθώς θα αυξάνεται η παραγωγικότητα. Ως εκ τούτου, είπε πως δεν αναμένεται να χρειαστεί κανένα νέο δημοσιονομικό μέτρο.
Σε ό,τι αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ο αξιωματούχος σημείωσε ότι θα επανεκκινήσουν από το 2019 και ότι αυτό δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση ανατροπή ήδη εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων, καθώς έχει ήδη συμφωνηθεί ότι είχαν ανασταλεί μόνο για την περίοδο του μνημονίου. Επίσης, επιβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση θα είναι αυτή που θα καθορίσει τον κατώτατο μισθό μετά το τέλος του προγράμματος, επισημαίνοντας ότι μετά από μια κρίση τέτοιου βαθμού, κατά την οποία μειώθηκαν οι μισθοί κατά 25%, είναι λογικό να πάρει αυξητική πορεία. Ωστόσο, τόνισε ότι αυτό πρέπει να γίνει στο σωστό χρόνο, με δεδομένο ότι η ανεργία στην Ελλάδα είναι ακόμα υψηλή και ο κατώτατος μισθός της είναι ήδη στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναφορικά με το πλαίσιο επιτήρησης στη μεταμνημονιακή περίοδο, ο Ευρωπαίος αξιωματούχος σημείωσε ότι "όλες οι χώρες έχουν δεσμεύσεις, στόχους και επιτήρηση" και εξήγησε ότι το πλαίσιο αυτό για την Ελλάδα δεν θα είναι και δε θα μοιάζει με τέταρτο πρόγραμμα. Ωστόσο, επισήμανε ότι εφόσον η Ελλάδα θα λάβει ελάφρυνση χρέους, είναι λογικό να έχει μια πιο αυστηρή εποπτεία και πως η Επιτροπή έχει προτείνει να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο της "ενισχυμένης εποπτείας" που προβλέπεται από το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Ερωτηθείς σχετικά με το εναπομείναν ένα δισ. της τρίτης αξιολόγησης (που έχει συνδεθεί με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου) εκτίμησε ότι η έκθεση των θεσμών θα είναι θετική ως προς τη λειτουργία του συστήματος των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, ενώ για την αποπληρωμή οφειλών τα στοιχεία θα κατατεθούν στις 4 Ιουνίου.
Τέλος, κληθείς να σχολιάσει τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η Ελλάδα στη μετά-μνημόνιο εποχή, είπε ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον παραμένει περίπλοκο και κοστοβόρο για τους επενδυτές, ενώ η δημόσια διοίκηση έχει ακόμα περιθώρια βελτίωσης.