Πλήθος είναι οι παγίδες υπερφορολόγησης σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων αυτοαπασχολουμένων που κρύβουν και φέτος οι ισχύουσες διατάξεις για τη φορολογία εισοδήματος, για τις περιπτώσεις που το δηλωθέν εισόδημα είναι χαμηλότερο των τεκμηρίων διαβίωσης.
Η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις των «μνημονιακών» νόμων 3986/2011, 4172/2013, 4334/2015, 4336/2015 και 4387/2016, έχει καταστεί πλέον άκρως επαχθής για κάθε ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς προκαλεί υπέρμετρα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις ακόμη και σε περιπτώσεις που η δραστηριότητα αυτή δεν επιφέρει κέρδη, αλλά ζημιές στον φορολογούμενο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι παραπάνω νόμοι:
1 Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικά επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής ή πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών οφείλει να καταβάλει φόρο, με βάση το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
του πραγματικού καθαρού εισοδήματός του, δηλαδή του καθαρού κέρδους, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση των δαπανών της επιχείρησής του από τις εισπράξεις που έχει πραγματοποιήσει από την πώληση των προϊόντων του ή την παροχή των υπηρεσιών του, και
του τεκμαρτού εισοδήματός του, το οποίο προσδιορίζεται με βάση το άθροισμα των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης ή «τεκμηρίων διαβίωσης» (για τις κατοικίες, τα Ι.Χ. αυτοκίνητα, τις πισίνες, τα σκάφη αναψυχής και ορισμένα άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει) και των δαπανών που τυχόν πραγματοποίησε για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (για την αγορά ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής κ.λπ.).
2 Επί του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ πραγματικού και τεκμαρτού εισοδήματος επιβάλλεται φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ. Σε περιορισμένο πλέον αριθμό περιπτώσεων κατά τις οποίες το ύψος του φορολογητέου -πραγματικού ή τεκμαρτού- εισοδήματος είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, τα πρώτα 20.000 ευρώ του εισοδήματος αυτού φορολογούνται με συντελεστή 22%, το τμήμα του εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ φορολογείται με συντελεστή 29%, το τμήμα του εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 40.000 ευρώ φορολογείται με 37% και το τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 40.000 ευρώ φορολογείται με 45%.
3 Επί του φόρου εισοδήματος -που υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους από 22%-45%, σύμφωνα με την προαναφερθείσα κλίμακα- επιβάλλεται προκαταβολή φόρου εισοδήματος έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%. Ουσιαστικά, ο κύριος φόρος εισοδήματος που υπολογίζεται με συντελεστές 22%-45% προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 100%, δηλαδή διπλασιάζεται. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από το άθροισμα κύριου φόρου εισοδήματος και προκαταβολής φόρου αφαιρείται το ποσό της προκαταβολής φόρου που υπολογίστηκε και πέρυσι με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρου της περσινής φορολογικής δήλωσης, εφόσον το ποσό της προκαταβολής αυτής εξοφλήθηκε από τον φορολογούμενο εντός του 2017.
4 Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικώς επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, ανεξαρτήτως του εάν θα δηλώσει καθαρά κέρδη ή ζημιές, πρέπει επιπλέον να καταβάλει και φέτος τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
5 Αν το συνολικό φορολογητέο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημα της ατομικής επιχείρησης υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ, τότε ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η οποία θα υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους από 2,2% έως 10%.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό πόσο τεράστιο θα είναι το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης εκατοντάδων χιλιάδων εμπόρων, βιοτεχνών, επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών, η «Ν» παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επιβάρυνση 3.478,36 ευρώ σε εταιρείες με κέρδος 4.500 ευρώ
Έστω εμποροβιοτέχνης, ο οποίος το 2017 είχε ετήσιο καθαρό κέρδος 4.500 ευρώ. Ο εν λόγω φορολογούμενος διαμένει σε μονοκατοικία 100 τ.μ. και κατέχει ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.600 κ.εκ. παλαιότητας 7 ετών. Με το ισχύον σύστημα φορολόγησης το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του συγκεκριμένου εμποροβιοτέχνη θα προσδιοριστεί σε επίπεδο υψηλότερο του πραγματικού, με την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Ειδικότερα, κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, η ΑΑΔΕ θα προσδιορίσει αυτόματα, με τεκμαρτό τρόπο, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του στο εξωπραγματικό επίπεδο των 12.780 ευρώ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ελάχιστο τεκμήριο των 3.000 ευρώ που ισχύει για τους άγαμους, το τεκμήριο διαβίωσης της μονοκατοικίας, το οποίο ανέρχεται σε 5.300 ευρώ [(40 ευρώ Χ 80 τ.μ.) + (65 ευρώ Χ 20 τ.μ.) Χ 1,2 = 5.300 ευρώ] και το τεκμήριο διαβίωσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου, το οποίο ανέρχεται σε 4.480 ευρώ (4.000 ευρώ μέχρι τα 1.200 κ.εκ. + 600 ευρώ για κάθε 100 κ.εκ. πάνω από τα 1.200 και μέχρι τα 1.600 κ.εκ. και στη συνέχεια μείωση κατά 30% λόγω παλαιότητας).
Έτσι, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει:
Κύριο φόρο 22% επί του τεκμαρτού εισοδήματος των 12.780 ευρώ, επειδή το εισόδημα αυτό είναι υψηλότερο του πραγματικού: 12.780 Χ 22% = 2.811,20 ευρώ.
«Προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου οικονομικού έτους 100%», υπολογιζόμενη επί του κύριου φόρου: 2.811,20 Χ 100% = 2.811,20 ευρώ.
Τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
Ειδική εισφορά αλληλεγγύης 2,2% επί του τμήματος του ετήσιου φορολογητέου (τεκμαρτού) εισοδήματος άνω των 12.000 ευρώ, δηλαδή επί του ποσού των 780 ευρώ. Η εισφορά αυτή θα ανέλθει στα 17,16 ευρώ.
Η συνολική φορολογική επιβάρυνση του συγκεκριμένου εμποροβιοτέχνη από φόρο εισοδήματος, προκαταβολή φόρου εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης θα φθάσει στο επίπεδο των 6.289,56 ευρώ (2.811,20 + 2.811,20 + 650 + 17,16 = 6.289,56). Από το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί η προκαταβολή φόρου που πλήρωσε πέρυσι, η οποία, αν υποτεθεί ότι υπολογίστηκε πάλι με βάση το τεκμαρτό εισόδημα των 12.780 ευρώ, ήταν της τάξεως των 2.811,20 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό που θα προκύψει μετά την έκπτωση της περυσινής προκαταβολής φόρου και θα πρέπει τελικά να καταβληθεί στο Δημόσιο είναι 3.478,36 ευρώ.
Η ισχύουσα φορολογική νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε με τις διατάξεις των «μνημονιακών» νόμων 3986/2011, 4172/2013, 4334/2015, 4336/2015 και 4387/2016, έχει καταστεί πλέον άκρως επαχθής για κάθε ατομική άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, καθώς προκαλεί υπέρμετρα υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις ακόμη και σε περιπτώσεις που η δραστηριότητα αυτή δεν επιφέρει κέρδη, αλλά ζημιές στον φορολογούμενο.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν οι παραπάνω νόμοι:
1 Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικά επιχειρηματική δραστηριότητα παραγωγής ή πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών οφείλει να καταβάλει φόρο, με βάση το μεγαλύτερο ποσό μεταξύ:
του πραγματικού καθαρού εισοδήματός του, δηλαδή του καθαρού κέρδους, το οποίο προκύπτει μετά την αφαίρεση των δαπανών της επιχείρησής του από τις εισπράξεις που έχει πραγματοποιήσει από την πώληση των προϊόντων του ή την παροχή των υπηρεσιών του, και
του τεκμαρτού εισοδήματός του, το οποίο προσδιορίζεται με βάση το άθροισμα των αντικειμενικών δαπανών διαβίωσης ή «τεκμηρίων διαβίωσης» (για τις κατοικίες, τα Ι.Χ. αυτοκίνητα, τις πισίνες, τα σκάφη αναψυχής και ορισμένα άλλα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει) και των δαπανών που τυχόν πραγματοποίησε για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (για την αγορά ακινήτων, Ι.Χ. αυτοκινήτων, σκαφών αναψυχής κ.λπ.).
2 Επί του μεγαλύτερου ποσού μεταξύ πραγματικού και τεκμαρτού εισοδήματος επιβάλλεται φόρος εισοδήματος με συντελεστή 22% από το πρώτο ευρώ. Σε περιορισμένο πλέον αριθμό περιπτώσεων κατά τις οποίες το ύψος του φορολογητέου -πραγματικού ή τεκμαρτού- εισοδήματος είναι μεγαλύτερο των 20.000 ευρώ, τα πρώτα 20.000 ευρώ του εισοδήματος αυτού φορολογούνται με συντελεστή 22%, το τμήμα του εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 30.000 ευρώ φορολογείται με συντελεστή 29%, το τμήμα του εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 40.000 ευρώ φορολογείται με 37% και το τμήμα του εισοδήματος πάνω από τα 40.000 ευρώ φορολογείται με 45%.
3 Επί του φόρου εισοδήματος -που υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους από 22%-45%, σύμφωνα με την προαναφερθείσα κλίμακα- επιβάλλεται προκαταβολή φόρου εισοδήματος έναντι του επόμενου έτους, με συντελεστή 100%. Ουσιαστικά, ο κύριος φόρος εισοδήματος που υπολογίζεται με συντελεστές 22%-45% προσαυξάνεται περαιτέρω κατά 100%, δηλαδή διπλασιάζεται. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι από το άθροισμα κύριου φόρου εισοδήματος και προκαταβολής φόρου αφαιρείται το ποσό της προκαταβολής φόρου που υπολογίστηκε και πέρυσι με συντελεστή 100% επί του κύριου φόρου της περσινής φορολογικής δήλωσης, εφόσον το ποσό της προκαταβολής αυτής εξοφλήθηκε από τον φορολογούμενο εντός του 2017.
4 Κάθε φορολογούμενος που ασκεί ατομικώς επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, ανεξαρτήτως του εάν θα δηλώσει καθαρά κέρδη ή ζημιές, πρέπει επιπλέον να καταβάλει και φέτος τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
5 Αν το συνολικό φορολογητέο -πραγματικό ή τεκμαρτό- εισόδημα της ατομικής επιχείρησης υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ, τότε ο φορολογούμενος οφείλει να καταβάλει και ειδική εισφορά αλληλεγγύης, η οποία θα υπολογίζεται με συντελεστές κλιμακούμενους από 2,2% έως 10%.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό πόσο τεράστιο θα είναι το μέγεθος της φορολογικής επιβάρυνσης εκατοντάδων χιλιάδων εμπόρων, βιοτεχνών, επιτηδευματιών και ελευθέρων επαγγελματιών, η «Ν» παραθέτει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Επιβάρυνση 3.478,36 ευρώ σε εταιρείες με κέρδος 4.500 ευρώ
Έστω εμποροβιοτέχνης, ο οποίος το 2017 είχε ετήσιο καθαρό κέρδος 4.500 ευρώ. Ο εν λόγω φορολογούμενος διαμένει σε μονοκατοικία 100 τ.μ. και κατέχει ένα Ι.Χ. αυτοκίνητο 1.600 κ.εκ. παλαιότητας 7 ετών. Με το ισχύον σύστημα φορολόγησης το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα του συγκεκριμένου εμποροβιοτέχνη θα προσδιοριστεί σε επίπεδο υψηλότερο του πραγματικού, με την εφαρμογή των τεκμηρίων διαβίωσης. Ειδικότερα, κατά την εκκαθάριση της φορολογικής του δήλωσης, η ΑΑΔΕ θα προσδιορίσει αυτόματα, με τεκμαρτό τρόπο, το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του στο εξωπραγματικό επίπεδο των 12.780 ευρώ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το ελάχιστο τεκμήριο των 3.000 ευρώ που ισχύει για τους άγαμους, το τεκμήριο διαβίωσης της μονοκατοικίας, το οποίο ανέρχεται σε 5.300 ευρώ [(40 ευρώ Χ 80 τ.μ.) + (65 ευρώ Χ 20 τ.μ.) Χ 1,2 = 5.300 ευρώ] και το τεκμήριο διαβίωσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου, το οποίο ανέρχεται σε 4.480 ευρώ (4.000 ευρώ μέχρι τα 1.200 κ.εκ. + 600 ευρώ για κάθε 100 κ.εκ. πάνω από τα 1.200 και μέχρι τα 1.600 κ.εκ. και στη συνέχεια μείωση κατά 30% λόγω παλαιότητας).
Έτσι, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος θα κληθεί να πληρώσει:
Κύριο φόρο 22% επί του τεκμαρτού εισοδήματος των 12.780 ευρώ, επειδή το εισόδημα αυτό είναι υψηλότερο του πραγματικού: 12.780 Χ 22% = 2.811,20 ευρώ.
«Προκαταβολή φόρου έναντι του επόμενου οικονομικού έτους 100%», υπολογιζόμενη επί του κύριου φόρου: 2.811,20 Χ 100% = 2.811,20 ευρώ.
Τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ.
Ειδική εισφορά αλληλεγγύης 2,2% επί του τμήματος του ετήσιου φορολογητέου (τεκμαρτού) εισοδήματος άνω των 12.000 ευρώ, δηλαδή επί του ποσού των 780 ευρώ. Η εισφορά αυτή θα ανέλθει στα 17,16 ευρώ.
Η συνολική φορολογική επιβάρυνση του συγκεκριμένου εμποροβιοτέχνη από φόρο εισοδήματος, προκαταβολή φόρου εισοδήματος, τέλος επιτηδεύματος και ειδική εισφορά αλληλεγγύης θα φθάσει στο επίπεδο των 6.289,56 ευρώ (2.811,20 + 2.811,20 + 650 + 17,16 = 6.289,56). Από το ποσό αυτό θα αφαιρεθεί η προκαταβολή φόρου που πλήρωσε πέρυσι, η οποία, αν υποτεθεί ότι υπολογίστηκε πάλι με βάση το τεκμαρτό εισόδημα των 12.780 ευρώ, ήταν της τάξεως των 2.811,20 ευρώ. Το υπόλοιπο ποσό που θα προκύψει μετά την έκπτωση της περυσινής προκαταβολής φόρου και θα πρέπει τελικά να καταβληθεί στο Δημόσιο είναι 3.478,36 ευρώ.