H συμφωνία για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια δεν θα λύσει από μόνη της τα προβλήματα της Οικονομίας και το προφίλ αξιοπιστίας της χώρας θα φτιαχτεί μόνο από τις προοπτικές ανάπτυξης.
Έτσι σχολιάζουν οι τραπεζίτες τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, με την οποία τερματίζεται τυπικά στις 20 Αυγούστου, η οκταετής περίοδος της κρίσης και των προγραμμάτων στήριξης. Όπως αναφέρουν, πλέον η χώρα θα εξαρτάται και θα "τσεκάρεται" για την αξιοπιστία της από τις αγορές, γεγονός που επιβάλλει, πέρα από τη συνέπεια στη συνέχιση και εδραίωση των μεταρρυθμίσεων, εγρήγορση και σχέδιο για την ανάπτυξη με την προσέλκυση επενδύσεων.
Στο α΄ τρίμηνο του 2018, η ελληνική Οικονομία έδειξε σημάδια ότι εξέρχεται από τη στασιμότητα. Το πραγματικό ΑΕΠ, δηλαδή η αξία – σε σταθερές τιμές - του τελικού εγχώριου προϊόντος, ενισχύθηκε σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο. Η τελευταία φορά που η ελληνική Οικονομία σημείωσε παρόμοια επίδοση σε ποιοτικούς όρους ήταν το δ΄ τρίμηνο 2006 (σε ποσοτικούς όρους ο αντίστοιχος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 3,2 φορές υψηλότερος), δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια πριν από την έναρξη της μεγάλης ελληνικής ύφεσης.
Ενώ η ανακοίνωση των στοιχείων για το β΄ τρίμηνο 2018 από την ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται στις 3 Σεπτεμβρίου, οι τραπεζίτες επισημαίνουν, πάντως, ότι με ιδιωτική κατανάλωση 90% και επενδύσεις 10%, το ΑΕΠ θα συρρικνώνεται αντί να μεγεθύνεται. Μόνος τρόπος για να επιτευχθεί σταθερή μεγέθυνσή του, όπως τονίζουν, είναι η αύξηση των επενδύσεων και συγκεκριμένα των άμεσων ξένων επενδύσεων ή η αύξηση της εσωτερικής αποταμίευσης.
"Χρειάζονται γενναίες και άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως επίσης και κίνητρα αποταμίευσης", λένε οι τραπεζίτες, επισημαίνοντας ότι η χώρα βρίσκεται σε συνεχή περίοδο αποεπένδυσης τα τελευταία 4 – 5 χρόνια. Όσο για το έλλειμμα αποταμίευσης, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι θα μπορέσει να καλυφθεί με παροχή φορολογικών κινήτρων για αποταμίευση, αλλά και μέσω της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος με την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης και των επαγγελματικών ταμείων.
Στο μέτωπο των επενδύσεων, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για έλλειμμα από 75 έως 100 δισ. ευρώ, ενώ πρόσφατη σχετική μελέτη της PwC ανεβάζει τις επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, σε περίπου 210 δισ. ευρώ για την πενταετία 2018-2022.
Από την πλευρά του, ο ΣΕΒ έχει επισημάνει ότι πλέον είναι μονόδρομος η αύξηση των επενδύσεων με ετήσιο ρυθμό 15%, ώστε να καταφέρουμε σε 4 χρόνια να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά επίπεδα επενδύσεων και να επανέλθει η Οικονομία στην επιθυμητή κανονικότητα. Σήμερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχονται στο 12,6% (έναντι 26% το 2007) όταν στην υπόλοιπη Ε.Ε. είναι στο 20% και χώρες όπως η Ιρλανδία και η Τσεχία "τρέχουν" με ποσοστά επενδύσεων 33% και 26% επί του ΑΕΠ τους αντίστοιχα.
Όπως επισημαίνεται, παρά την μεταρρυθμιστική προσπάθεια των τελευταίων ετών, απέχουμε σε όλους εκείνους τους δείκτες που ενθαρρύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Το επιχειρηματικό περιβάλλον και η άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές συνεχίζουν να αποτελούν ένα σημαντικό ζητούμενο.
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, θα πρέπει να υπάρξει επίσης διασπορά των επενδύσεων σε πολλούς κλάδους της Οικονομίας και όχι μόνο στον τουρισμό. Πρόσφατη μελέτη που παρουσίασε η Eurobank (συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ. Φωκίων Καραβίας, Διευθύνων Σύμβουλος και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Group Chief Economist της Τράπεζας) επισημαίνει ότι οι κλάδοι της ενέργειας, των logistics και του τουρισμού είναι στρατηγικοί για την ελληνική Οικονομία και έχουν μεγάλη δυναμική ανάπτυξης. Μαζί με άλλους εξωστρεφείς τομείς, θα συμβάλλουν στην αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης. Οι ανωτέρω τρεις τομείς έχουν ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον επενδυτών. Εν εξελίξει επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 22,4 δισ. ευρώ στους τομείς αυτούς, εκτιμάται ότι οδηγούν σε ορίζοντα δεκαετίας στη δημιουργία ΑΕΠ 25,2 δισ. - 31,4 δισ. ευρώ και σε ορίζοντα εικοσαετίας 45 δισ. - 65,5 δισ. ευρώ.
Έτσι σχολιάζουν οι τραπεζίτες τη συμφωνία στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, με την οποία τερματίζεται τυπικά στις 20 Αυγούστου, η οκταετής περίοδος της κρίσης και των προγραμμάτων στήριξης. Όπως αναφέρουν, πλέον η χώρα θα εξαρτάται και θα "τσεκάρεται" για την αξιοπιστία της από τις αγορές, γεγονός που επιβάλλει, πέρα από τη συνέπεια στη συνέχιση και εδραίωση των μεταρρυθμίσεων, εγρήγορση και σχέδιο για την ανάπτυξη με την προσέλκυση επενδύσεων.
Στο α΄ τρίμηνο του 2018, η ελληνική Οικονομία έδειξε σημάδια ότι εξέρχεται από τη στασιμότητα. Το πραγματικό ΑΕΠ, δηλαδή η αξία – σε σταθερές τιμές - του τελικού εγχώριου προϊόντος, ενισχύθηκε σε τριμηνιαία και σε ετήσια βάση για πέμπτο συνεχόμενο τρίμηνο. Η τελευταία φορά που η ελληνική Οικονομία σημείωσε παρόμοια επίδοση σε ποιοτικούς όρους ήταν το δ΄ τρίμηνο 2006 (σε ποσοτικούς όρους ο αντίστοιχος ρυθμός μεγέθυνσης ήταν 3,2 φορές υψηλότερος), δηλαδή σχεδόν δύο χρόνια πριν από την έναρξη της μεγάλης ελληνικής ύφεσης.
Ενώ η ανακοίνωση των στοιχείων για το β΄ τρίμηνο 2018 από την ΕΛΣΤΑΤ αναμένεται στις 3 Σεπτεμβρίου, οι τραπεζίτες επισημαίνουν, πάντως, ότι με ιδιωτική κατανάλωση 90% και επενδύσεις 10%, το ΑΕΠ θα συρρικνώνεται αντί να μεγεθύνεται. Μόνος τρόπος για να επιτευχθεί σταθερή μεγέθυνσή του, όπως τονίζουν, είναι η αύξηση των επενδύσεων και συγκεκριμένα των άμεσων ξένων επενδύσεων ή η αύξηση της εσωτερικής αποταμίευσης.
"Χρειάζονται γενναίες και άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως επίσης και κίνητρα αποταμίευσης", λένε οι τραπεζίτες, επισημαίνοντας ότι η χώρα βρίσκεται σε συνεχή περίοδο αποεπένδυσης τα τελευταία 4 – 5 χρόνια. Όσο για το έλλειμμα αποταμίευσης, οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι θα μπορέσει να καλυφθεί με παροχή φορολογικών κινήτρων για αποταμίευση, αλλά και μέσω της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος με την ενίσχυση της ιδιωτικής ασφάλισης και των επαγγελματικών ταμείων.
Στο μέτωπο των επενδύσεων, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για έλλειμμα από 75 έως 100 δισ. ευρώ, ενώ πρόσφατη σχετική μελέτη της PwC ανεβάζει τις επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, σε περίπου 210 δισ. ευρώ για την πενταετία 2018-2022.
Από την πλευρά του, ο ΣΕΒ έχει επισημάνει ότι πλέον είναι μονόδρομος η αύξηση των επενδύσεων με ετήσιο ρυθμό 15%, ώστε να καταφέρουμε σε 4 χρόνια να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά επίπεδα επενδύσεων και να επανέλθει η Οικονομία στην επιθυμητή κανονικότητα. Σήμερα, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ανέρχονται στο 12,6% (έναντι 26% το 2007) όταν στην υπόλοιπη Ε.Ε. είναι στο 20% και χώρες όπως η Ιρλανδία και η Τσεχία "τρέχουν" με ποσοστά επενδύσεων 33% και 26% επί του ΑΕΠ τους αντίστοιχα.
Όπως επισημαίνεται, παρά την μεταρρυθμιστική προσπάθεια των τελευταίων ετών, απέχουμε σε όλους εκείνους τους δείκτες που ενθαρρύνουν τις παραγωγικές επενδύσεις. Το επιχειρηματικό περιβάλλον και η άρση των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές συνεχίζουν να αποτελούν ένα σημαντικό ζητούμενο.
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, θα πρέπει να υπάρξει επίσης διασπορά των επενδύσεων σε πολλούς κλάδους της Οικονομίας και όχι μόνο στον τουρισμό. Πρόσφατη μελέτη που παρουσίασε η Eurobank (συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ. Φωκίων Καραβίας, Διευθύνων Σύμβουλος και Δρ. Τάσος Αναστασάτος, Group Chief Economist της Τράπεζας) επισημαίνει ότι οι κλάδοι της ενέργειας, των logistics και του τουρισμού είναι στρατηγικοί για την ελληνική Οικονομία και έχουν μεγάλη δυναμική ανάπτυξης. Μαζί με άλλους εξωστρεφείς τομείς, θα συμβάλλουν στην αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης. Οι ανωτέρω τρεις τομείς έχουν ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον επενδυτών. Εν εξελίξει επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 22,4 δισ. ευρώ στους τομείς αυτούς, εκτιμάται ότι οδηγούν σε ορίζοντα δεκαετίας στη δημιουργία ΑΕΠ 25,2 δισ. - 31,4 δισ. ευρώ και σε ορίζοντα εικοσαετίας 45 δισ. - 65,5 δισ. ευρώ.