Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση των Παμμακεδονικών Οργανώσεων που ζητούσαν να ανασταλεί η συμφωνία των Πρεσπών, που υπογράφηκε στις 17 Ιουνίου 2018 μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδος και των Σκοπίων.
Συγκεκριμένα, στο ΣτΕ έχει προσφύγει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων και 13 Παμμακεδονικές Ενώσεις των αποδήμων Μακεδόνων και ζητούν να ανασταλεί και ακυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών, επειδή παραβιάζει το άρθρο 27 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, απαιτείται προηγούμενη ψήφισή του από την Βουλή, με αυξημένη μάλιστα πλειοψηφία, επειδή περιλαμβάνει αλλαγή γεωγραφικών όρων (της περιοχής της Μακεδονίας).
Η κυρία αίτηση ακύρωσης έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στην Ολομέλεια του ΣτΕ, το πρώτο δεκαήμερο του ερχόμενου Δεκεμβρίου με εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Σκαλτσούνη.
Σήμερα, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον κ. Σκαλτσούνη εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 199/2018 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ με την οποία απορρίφθηκε η επίμαχη αίτηση αναστολής.
Εξάλλου, συνεχίζουν οι δικαστές, σε περίπτωση που η συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, τόσο στο σύνολό της όσο και «ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα μέρη με οποιονδήποτε τρόπο».
Παράλληλα, ως προς τους ισχυρισμούς των οργανώσεων ότι γνωστοποίηση στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει την ένταξη της πΓΔΜ στους οργανισμούς αυτούς, «θα δημιουργηθεί μια κατάσταση, η οποία θα φέρει το Ελληνικό κοινοβούλιο προ τετελεσμένου γεγονότος, όταν κληθεί να κυρώσει τις πράξεις ένταξης, καθώς θα ελλοχεύει ο κίνδυνος της διεθνούς ευθύνης της χώρας, αν δεν το πράξει», οι σύμβουλοι Επικρατείας απαντούν ότι ανεξαρτήτως του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω διαδικασίες θα έχουν ολοκληρωθεί, πριν από τη θέση της συμφωνίας σε ισχύ ούτε ότι θα έχουν δημιουργηθεί μη αντιστρεπτές νομικές καταστάσεις.
Παράλληλα, αναφέρει το ΣτΕ ότι η Παμμακεδονικές Οργανώσεις υποστηρίζουν ότι είναι άμεσος ο κίνδυνος απώλειας της ονομασίας «Μακεδονικός» για τα ελληνικά προϊόντα, οι δε οικονομικές συνέπειες στα προερχόμενα από τη Μακεδονία Ελληνικά προϊόντα θα είναι δυσθεώρητες και είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν αμφισβητήσεις Ελληνικών σημάτων και επωνυμιών προϊόντων και επιχειρήσεων.
Όμως, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι «ο ισχυρισμός αυτός, αναφερόμενος, μάλιστα, σε ενδεχόμενες, μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις, που άλλωστε δεν προκαλούνται ευθέως από το κείμενο της συμφωνίας, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος -πέραν της αοριστίας του- ως προβαλλόμενος εκ συμφέροντος τρίτου, δεδομένου ότι οι αιτούντες ούτε προβάλλουν ούτε προκύπτει ότι έχουν ορισμένο νομικό δεσμό με συγκεκριμένο προϊόν, σήμα ή επιχείρηση που πλήττεται άμεσα από την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας».
Σε άλλο σημείο, υποστηρίζουν οι οργανώσεις, ότι η προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας θα έχει ως άμεση συνέπεια την αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων προς την κατεύθυνση της παραποίησης της Ελληνικής ιστορίας. Όμως, το ΣτΕ απάντησε ότι η συνέπεια αυτή «είναι μελλοντική και αβέβαιη, προεχόντως διότι δεν προκύπτει ότι επίκειται οπωσδήποτε η αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων, πολύ περισσότερο δε, προς ποιά κατεύθυνση θα κινηθεί αυτή, εφόσον κριθεί αναγκαία από τη διεπιστημονική επιτροπή που θα συγκροτηθεί».
Εξάλλου, προσθέτει η δικαστική απόφαση «η νομιμότητα των πράξεων κατάρτισης του σχολικού προγράμματος είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ενώπιον του ΣτΕ σε μεταγενέστερο στάδιο».
Τέλος, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναστολής, γιε τους λόγους αυτούς, χωρίς να εξετάσει στην παρούσα φάση το ζήτημα εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις «συνιστούν εκτελεστές πράξεις της διοίκησης υπαγόμενες στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε με την εκδοχή ότι δεν συνιστούν μονομερείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις είτε με την εκδοχή ότι συνιστούν κυβερνητικές πράξεις».
Συγκεκριμένα, στο ΣτΕ έχει προσφύγει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Μακεδόνων και 13 Παμμακεδονικές Ενώσεις των αποδήμων Μακεδόνων και ζητούν να ανασταλεί και ακυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών, επειδή παραβιάζει το άρθρο 27 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο, πριν την υπογραφή της συμφωνίας, απαιτείται προηγούμενη ψήφισή του από την Βουλή, με αυξημένη μάλιστα πλειοψηφία, επειδή περιλαμβάνει αλλαγή γεωγραφικών όρων (της περιοχής της Μακεδονίας).
Η κυρία αίτηση ακύρωσης έχει προσδιοριστεί να συζητηθεί στην Ολομέλεια του ΣτΕ, το πρώτο δεκαήμερο του ερχόμενου Δεκεμβρίου με εισηγητή τον Σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Σκαλτσούνη.
Σήμερα, με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον κ. Σκαλτσούνη εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 199/2018 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών του ΣτΕ με την οποία απορρίφθηκε η επίμαχη αίτηση αναστολής.
Εξάλλου, συνεχίζουν οι δικαστές, σε περίπτωση που η συμφωνία δεν τεθεί σε ισχύ, τόσο στο σύνολό της όσο και «ως προς τις διατάξεις της ξεχωριστά, δεν θα δεσμεύει οποιοδήποτε από τα μέρη με οποιονδήποτε τρόπο».
Παράλληλα, ως προς τους ισχυρισμούς των οργανώσεων ότι γνωστοποίηση στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει την ένταξη της πΓΔΜ στους οργανισμούς αυτούς, «θα δημιουργηθεί μια κατάσταση, η οποία θα φέρει το Ελληνικό κοινοβούλιο προ τετελεσμένου γεγονότος, όταν κληθεί να κυρώσει τις πράξεις ένταξης, καθώς θα ελλοχεύει ο κίνδυνος της διεθνούς ευθύνης της χώρας, αν δεν το πράξει», οι σύμβουλοι Επικρατείας απαντούν ότι ανεξαρτήτως του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω διαδικασίες θα έχουν ολοκληρωθεί, πριν από τη θέση της συμφωνίας σε ισχύ ούτε ότι θα έχουν δημιουργηθεί μη αντιστρεπτές νομικές καταστάσεις.
Παράλληλα, αναφέρει το ΣτΕ ότι η Παμμακεδονικές Οργανώσεις υποστηρίζουν ότι είναι άμεσος ο κίνδυνος απώλειας της ονομασίας «Μακεδονικός» για τα ελληνικά προϊόντα, οι δε οικονομικές συνέπειες στα προερχόμενα από τη Μακεδονία Ελληνικά προϊόντα θα είναι δυσθεώρητες και είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν αμφισβητήσεις Ελληνικών σημάτων και επωνυμιών προϊόντων και επιχειρήσεων.
Όμως, οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρουν ότι «ο ισχυρισμός αυτός, αναφερόμενος, μάλιστα, σε ενδεχόμενες, μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις, που άλλωστε δεν προκαλούνται ευθέως από το κείμενο της συμφωνίας, είναι, εν πάση περιπτώσει, απορριπτέος -πέραν της αοριστίας του- ως προβαλλόμενος εκ συμφέροντος τρίτου, δεδομένου ότι οι αιτούντες ούτε προβάλλουν ούτε προκύπτει ότι έχουν ορισμένο νομικό δεσμό με συγκεκριμένο προϊόν, σήμα ή επιχείρηση που πλήττεται άμεσα από την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας».
Σε άλλο σημείο, υποστηρίζουν οι οργανώσεις, ότι η προσωρινή εφαρμογή της συμφωνίας θα έχει ως άμεση συνέπεια την αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων προς την κατεύθυνση της παραποίησης της Ελληνικής ιστορίας. Όμως, το ΣτΕ απάντησε ότι η συνέπεια αυτή «είναι μελλοντική και αβέβαιη, προεχόντως διότι δεν προκύπτει ότι επίκειται οπωσδήποτε η αναθεώρηση των σχολικών εγχειριδίων, πολύ περισσότερο δε, προς ποιά κατεύθυνση θα κινηθεί αυτή, εφόσον κριθεί αναγκαία από τη διεπιστημονική επιτροπή που θα συγκροτηθεί».
Εξάλλου, προσθέτει η δικαστική απόφαση «η νομιμότητα των πράξεων κατάρτισης του σχολικού προγράμματος είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί ενώπιον του ΣτΕ σε μεταγενέστερο στάδιο».
Τέλος, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση αναστολής, γιε τους λόγους αυτούς, χωρίς να εξετάσει στην παρούσα φάση το ζήτημα εάν οι προσβαλλόμενες πράξεις «συνιστούν εκτελεστές πράξεις της διοίκησης υπαγόμενες στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Συμβουλίου της Επικρατείας, είτε με την εκδοχή ότι δεν συνιστούν μονομερείς εκτελεστές διοικητικές πράξεις είτε με την εκδοχή ότι συνιστούν κυβερνητικές πράξεις».