Τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω της εφαρμογής της προνομοθετημένης διάταξης για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατ' επάγγελμα αγροτών, και την ταυτόχρονη μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις συστήνει στην ελληνική κυβέρνηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παράλληλα, η Κομισιόν, στην ίδια έκθεση, προαναγγέλλει νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων εντός του 2019, ώστε να προσεγγίσουν ακόμη περισσότερο τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς, ενώ αποκαλύπτει ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχει θέσει ως στόχο για το τρέχον έτος την είσπραξη άλλων 5,5 - 5,6 δισ. ευρώ από το υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.
Ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Κομισιόν τονίζει στην έκθεσή της ότι «είναι κρίσιμο το φορολογικό σύστημα να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη μέσω μιας διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ταυτόχρονα μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών για την εργασία και ιδίως για τις επιχειρήσεις». Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν θέτουν καν υπό συζήτηση αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, ενδεχόμενη ακύρωση των διατάξεων για τη μείωση του αφορολογήτου.
Τα προνομοθετημένα
Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι διατάξεις που προνομοθετήθηκαν από το 2017 και προβλέπουν μείωση της έκπτωσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων από τα επίπεδα των 1.900-2.100 ευρώ στα επίπεδα των 1.250-1.450 ευρώ από την 1η-1-2020, με σκοπό τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, καθώς και τα φορολογικά αντίμετρα τα οποία προβλέπουν μείωση του ελάχιστου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων από το 22% στο 20%, κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ και μείωσή της για εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ, θα πρέπει να εφαρμοστούν κανονικά.
Ό συνδυασμός της εφαρμογής των παραπάνω μέτρων συνεπάγεται μείωση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατ' επάγγελμα αγροτών από τα επίπεδα των 8.636-9.545 ευρώ στα επίπεδα των 6.250-7.250 ευρώ και μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων για φορολογούμενους των παραπάνω κατηγοριών με ετήσια εισοδήματα άνω των 21.500 ευρώ, δηλαδή για μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Επιπλέον, από το 2020 θα αρχίσει να επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα και η σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων από το 29% στο 25%, η οποία νομοθετήθηκε το 2018.
Η μείωση προβλέπεται να γίνει σε βάθος τετραετίας, από τη χρήση του 2019 έως τη χρήση του 2022. Προκειμένου να στηρίξει τη θέση της υπέρ της αναγκαιότητας για μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος εργαζομένων και επιχειρήσεων, η Κομισιόν παραθέτει σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσής της στοιχεία από εκθέσεις της ίδιας και άλλων διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία η μέση φορολογική επιβάρυνση για την εργασία στην Ελλάδα είναι υψηλή. Το 2016 η Ελλάδα είχε έναν έμμεσο φορολογικό συντελεστή για την απασχολούμενη εργασία που έφθανε το 41%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε., ανερχόταν στο 36%.
Πέραν των συστάσεων για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, η Κομισιόν στην έκθεσή της αποκαλύπτει:
Θα γίνει νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων το 2019 και το 2020, ώστε μέχρι το τέλος του επόμενου έτους να έχει επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους ευθυγράμμισης των τιμών ζώνης των ακινήτων με τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς. Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών που θα πραγματοποιηθεί φέτος θα βασιστεί στις εισηγήσεις που έκαναν πέρυσι οι πιστοποιημένοι εκτιμητές, δηλαδή δεν θα γίνει φέτος νέα διαδικασία εκτίμησης των αγοραίων τιμών. Αυτό σημαίνει ότι η φετινή διαδικασία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών μπορεί να ολοκληρωθεί γρήγορα, χωρίς δηλαδή να χρειαστεί να διατεθεί από τις υπηρεσίες του ΥΠΟΙΚ ο χρόνος που απαιτήθηκε πέρυσι.
Για το 2019 η ΑΑΔΕ έχει θέσει τους εξής στόχους όσον αφορά τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο:
Την είσπραξη 2,9 δισ. ευρώ από το λεγόμενο «παλαιό» υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις εφορίες, δηλαδή από το συνολικό ποσό των οφειλών που βεβαιώθηκαν και έγιναν ληξιπρόθεσμες μέχρι το τέλος του 2018.
Την είσπραξη του 27% από τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τις εφορίες που θα δημιουργηθούν εντός του 2019. Με δεδομένο ότι κάθε χρόνο τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ, ο καθορισμός του εισπρακτικού στόχου στο 27% συνεπάγεται ότι φέτος θα επιδιωχθεί να εισπραχθούν τουλάχιστον 2,7 δισ. ευρώ από τα νέα αυτά χρέη.
Συνεπώς, το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις εφορίες που θα επιδιώξουν να εισπράξουν οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ υπερβαίνει τα 5,6 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι ο πήχης έχει στηθεί ακόμη πιο ψηλά από τα προηγούμενα έτη, με σκοπό να επιτευχθεί ένα νέο εισπρακτικό ρεκόρ. Σημειώνεται, τέλος, ότι ειδικά από τους μεγαλοοφειλέτες η ΑΑΔΕ σκοπεύει να εισπράξει το 2019 ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 675 εκατ. ευρώ.
Κατώτατος μισθός
Προβληματισμό διαπιστώνει η έκθεση της Κομισιόν για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%.
«Η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού προκαλεί βραχυπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα όμως εγκυμονεί κινδύνους για χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης και μια διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα», σημειώνεται στην έκθεση.
«Οι ελληνικές αρχές καλούνται να αναπτύξουν στρατηγική μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης σε τομείς-κλειδιά, όπως η ενέργεια και οι αποκρατικοποιήσεις».
Παράλληλα, η Κομισιόν, στην ίδια έκθεση, προαναγγέλλει νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων εντός του 2019, ώστε να προσεγγίσουν ακόμη περισσότερο τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς, ενώ αποκαλύπτει ότι η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχει θέσει ως στόχο για το τρέχον έτος την είσπραξη άλλων 5,5 - 5,6 δισ. ευρώ από το υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.
Ευθυγραμμιζόμενη πλήρως με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Κομισιόν τονίζει στην έκθεσή της ότι «είναι κρίσιμο το φορολογικό σύστημα να γίνει πιο φιλικό προς την ανάπτυξη μέσω μιας διεύρυνσης της φορολογικής βάσης και ταυτόχρονα μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών για την εργασία και ιδίως για τις επιχειρήσεις». Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν θέτουν καν υπό συζήτηση αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, ενδεχόμενη ακύρωση των διατάξεων για τη μείωση του αφορολογήτου.
Τα προνομοθετημένα
Σύμφωνα με την Κομισιόν, οι διατάξεις που προνομοθετήθηκαν από το 2017 και προβλέπουν μείωση της έκπτωσης του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων από τα επίπεδα των 1.900-2.100 ευρώ στα επίπεδα των 1.250-1.450 ευρώ από την 1η-1-2020, με σκοπό τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, καθώς και τα φορολογικά αντίμετρα τα οποία προβλέπουν μείωση του ελάχιστου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων από το 22% στο 20%, κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ και μείωσή της για εισοδήματα άνω των 30.000 ευρώ, θα πρέπει να εφαρμοστούν κανονικά.
Ό συνδυασμός της εφαρμογής των παραπάνω μέτρων συνεπάγεται μείωση του αφορολόγητου ορίου εισοδήματος των μισθωτών, των συνταξιούχων και των κατ' επάγγελμα αγροτών από τα επίπεδα των 8.636-9.545 ευρώ στα επίπεδα των 6.250-7.250 ευρώ και μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων για φορολογούμενους των παραπάνω κατηγοριών με ετήσια εισοδήματα άνω των 21.500 ευρώ, δηλαδή για μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Επιπλέον, από το 2020 θα αρχίσει να επηρεάζει τα φορολογικά έσοδα και η σταδιακή μείωση του συντελεστή φορολογίας εισοδήματος των επιχειρήσεων από το 29% στο 25%, η οποία νομοθετήθηκε το 2018.
Η μείωση προβλέπεται να γίνει σε βάθος τετραετίας, από τη χρήση του 2019 έως τη χρήση του 2022. Προκειμένου να στηρίξει τη θέση της υπέρ της αναγκαιότητας για μείωση του αφορολόγητου ορίου και των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος εργαζομένων και επιχειρήσεων, η Κομισιόν παραθέτει σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσής της στοιχεία από εκθέσεις της ίδιας και άλλων διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία η μέση φορολογική επιβάρυνση για την εργασία στην Ελλάδα είναι υψηλή. Το 2016 η Ελλάδα είχε έναν έμμεσο φορολογικό συντελεστή για την απασχολούμενη εργασία που έφθανε το 41%, ενώ ο μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε., ανερχόταν στο 36%.
Πέραν των συστάσεων για διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μείωση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος, η Κομισιόν στην έκθεσή της αποκαλύπτει:
Θα γίνει νέα αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων το 2019 και το 2020, ώστε μέχρι το τέλος του επόμενου έτους να έχει επιτευχθεί ο στόχος της πλήρους ευθυγράμμισης των τιμών ζώνης των ακινήτων με τις πραγματικές τιμές της κτηματαγοράς. Η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών που θα πραγματοποιηθεί φέτος θα βασιστεί στις εισηγήσεις που έκαναν πέρυσι οι πιστοποιημένοι εκτιμητές, δηλαδή δεν θα γίνει φέτος νέα διαδικασία εκτίμησης των αγοραίων τιμών. Αυτό σημαίνει ότι η φετινή διαδικασία αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών μπορεί να ολοκληρωθεί γρήγορα, χωρίς δηλαδή να χρειαστεί να διατεθεί από τις υπηρεσίες του ΥΠΟΙΚ ο χρόνος που απαιτήθηκε πέρυσι.
Για το 2019 η ΑΑΔΕ έχει θέσει τους εξής στόχους όσον αφορά τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο:
Την είσπραξη 2,9 δισ. ευρώ από το λεγόμενο «παλαιό» υπόλοιπο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις εφορίες, δηλαδή από το συνολικό ποσό των οφειλών που βεβαιώθηκαν και έγιναν ληξιπρόθεσμες μέχρι το τέλος του 2018.
Την είσπραξη του 27% από τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη προς τις εφορίες που θα δημιουργηθούν εντός του 2019. Με δεδομένο ότι κάθε χρόνο τα νέα ληξιπρόθεσμα χρέη υπερβαίνουν τα 10 δισ. ευρώ, ο καθορισμός του εισπρακτικού στόχου στο 27% συνεπάγεται ότι φέτος θα επιδιωχθεί να εισπραχθούν τουλάχιστον 2,7 δισ. ευρώ από τα νέα αυτά χρέη.
Συνεπώς, το συνολικό ύψος των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τις εφορίες που θα επιδιώξουν να εισπράξουν οι υπηρεσίες της ΑΑΔΕ υπερβαίνει τα 5,6 δισ. ευρώ, που σημαίνει ότι ο πήχης έχει στηθεί ακόμη πιο ψηλά από τα προηγούμενα έτη, με σκοπό να επιτευχθεί ένα νέο εισπρακτικό ρεκόρ. Σημειώνεται, τέλος, ότι ειδικά από τους μεγαλοοφειλέτες η ΑΑΔΕ σκοπεύει να εισπράξει το 2019 ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 675 εκατ. ευρώ.
Κατώτατος μισθός
Προβληματισμό διαπιστώνει η έκθεση της Κομισιόν για την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%.
«Η μεγάλη αύξηση του κατώτατου μισθού προκαλεί βραχυπρόθεσμο θετικό αντίκτυπο στην οικονομική δραστηριότητα. Ταυτόχρονα όμως εγκυμονεί κινδύνους για χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης και μια διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα», σημειώνεται στην έκθεση.
«Οι ελληνικές αρχές καλούνται να αναπτύξουν στρατηγική μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης σε τομείς-κλειδιά, όπως η ενέργεια και οι αποκρατικοποιήσεις».